
Το ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου (ΙΙ)
Επιμέλεια: ζωή μπέλα
photo: Κώστας Μπαλάφας
I
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.II
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω. …(Γιάννης Ρίτσος, «Επιτάφιος»)