Vivian Maier – Πίσω από μια νταντά κρυβόταν μια φωτογράφος
Η ιστορία της είναι ξεχωριστή. Η Βίβιαν Μάιερ δεν θεωρείτο τίποτα ιδιαίτερο: μία ακόμα νταντά που φρόντιζε τα παιδιά αμερικανικών οικογενειών. Μια μοναχική προσωπικότητα, κλεισμένη στον εαυτό της. Πίσω από τη στολή της γκουβερνάντας, κρυβόταν μία ιδιοφυής φωτογράφος.
Πριν από περίπου εννέα χρόνια, σε μια δημοπρασία, ο νεαρός Τζον Μαλούφ αγόρασε με μόλις 300 δολάρια μια κούτα με φωτογραφίες που φαινόταν να μην έχουν καμία ιδιαίτερη αξία. Μέσα σε αυτήν την κούτα ανακάλυψε 100.000 αρνητικά, 700 ρολά έγχρωμου φιλμ και 2.000 ρολά ασπρόμαυρου φιλμ από τα χρόνια που η Μάιερ εργαζόταν ως νταντά για πλούσιες οικογένειες της Νέας Υόρκης και του Σικάγο. Βλέποντας τις φωτογραφίες, ο Μαλούφ έμεινε έκθαμβος: επρόκειτο για αριστουργηματικές φωτογραφίες δρόμου τις περισσότερες από τις οποίες δεν είχε δει ποτέ κανείς. Παιδιά που παίζουν, άνθρωποι αφηρημένοι και άλλοι που μοιάζουν να περιμένουν: κάτι, κάποιον. Εργαζόμενοι που επιστρέφουν από τη δουλειά κουρασμένοι, καλοντυμένοι Νεοϋορκέζοι έτοιμοι να μπουν σε κάποιο θέατρο ή σινεμά, να αφήσουν για λίγο τις έγνοιες. Άνθρωποι που την κοιτάζουν φιλικά, άλλοι με εχθρικό βλέμμα, παιδιά που κολλάνε το πρόσωπό τους στο τζάμι.
Χωρίς να ξέρει τι να κάνει με τις φωτογραφίες, ο Μαλούφ ψηφιοποίησε κάποιες από αυτές και τις ανέβασε στο μπλογκ του, όπου τράβηξαν τα βλέμματα κοινού και κριτικών τέχνης. Σιγά-σιγά ανακάλυψε και άλλες κούτες με έργα της Μάιερ, σε αποθήκες της Νέας Υόρκης, λίγο πριν πεταχτούν στα σκουπίδια.
Αυτές περιλάμβαναν και άλλες φωτογραφίες (ανάμεσά τους και αυτοπορτραίτα), φιλμάκια Super 8 και ηχητικά ντοκουμέντα. Τελικά, ο Μαλούφ κατάφερε να συγκεντρώσει περισσότερες από 100.000 φωτογραφίες, τραβηγμένες ανάμεσα στις δεκαετίες 1950 και 1990. Ένας θησαυρός τέχνης, άγνωστος στο κοινό, προορισμένος να μείνει στην αφάνεια.
Μέσα από αποδείξεις και επιστολές, προσπάθησε να βρει τη γυναίκα πίσω από τις φωτογραφίες. Μάταια, ωστόσο. Την «ανακάλυψε», τελικά, μέσα από τη νεκρολογία της το 2009. Η Μάιερ πέθανε πριν προλάβει να δει το έργο της να αποθεώνεται από τους κριτικούς τέχνης και δεκάδες εκθέσεις να φιλοξενούνται στις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου. Καλύτερα έτσι, δηλώνουν στο ντοκιμαντέρ «Βρίσκοντας τη Βίβιαν Μάιερ» όσοι την γνώρισαν. Οι φωτογραφίες της Μάιερ είναι άμεσες, παράξενες και στοιχειωτικές. Διαθέτουν την αμεσότητα των εικόνων του Γουίτζι και την παράδοξη ευθύτητα των φωτογραφιών της Ντάιαν Άρμπους.
Η Μάιερ ασχολείται με τους ανθρώπους που βρίσκονται στο «περιθώριο» της κοινωνίας, καθώς και με το ανοίκειο και το παράξενο. Πώς κατάφερε, όμως, αυτό το σπουδαίο έργο να μείνει επί δεκαετίες κρυφό; Αυτό οφείλεται στην ίδια την προσωπικότητα της Μάιερ. Η νταντά κυκλοφορούσε συνεχώς με μία κάμερα περασμένη στο λαιμό της (μία Rolleiflex παρόμοια με εκείνη της μητέρας της), αλλά έκανε μηδαμινές προσπάθειες να παρουσιάσει το έργο της (ή έστω να το εκτυπώσει).
Οι εργοδότες της έμοιαζαν να γνωρίζουν ελάχιστα γι’ αυτή. Κάποιοι υπέθεταν ότι είχε γεννηθεί στη Γαλλία, εξαιτίας της γαλλικής της προφοράς. Τελικά, αποδείχθηκε ότι η Μάγιερ γεννήθηκε στο Μπρονξ από μητέρα Γαλλίδα και πατέρα Αυστριακό που χώρισαν όταν η ίδια ήταν μικρή. H Μάγιερ σε ηλικία 4 ετών ζούσε στη Νέα Υόρκη με τη μητέρα της και τη Γαλλίδα φωτογράφο Jeanne Bertrand. Φωτογράφιζε από τα νεανικά της χρόνια με μια Κόντακ Brownie με φίλμ 6 × 9. Όμως, το 1952, το έργο της Μάγιερ αλλάζει δραματικά. Αγόρασε μια ακριβή φωτογραφική μηχανή Rolleiflex και από τότε δε σταμάτησε να απαθανατίζει ό,τι έβλεπε γύρω της. Το κλασικό στυλ της Μάγιερ ξεκίνησε να παίρνει μορφή.
Η Μάιερ αγαπούσε τα παιδιά και τις περιπέτειές τους, αλλά μπορούσε να γίνει σκληρή -ακόμα και βίαιη- μαζί τους. Στο δωμάτιό της συγκέντρωνε εκατοντάδες εφημερίδες με ειδήσεις που αποκάλυπταν το «σκοτεινό» πρόσωπο της κοινωνίας. Η ίδια ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος: με ελάχιστους φίλους, χωρίς σύντροφο, χωρίς οικογένεια.
Όσο εξασκούσε το επάγγελμά της έπαιρνε τα παιδιά σαν μια άλλη Μαίρη Πόππινς μαζί της σε μικρές εκδρομές. Στις παραλίες, σε παρελάσεις, στα πάρκα. Τις ημέρες που είχε ρεπό πάντα έπαιρνε μαζί της τη μηχανή της. Έκανε μοναχικές εξορμήσεις σε πολυσύχναστα μέρη. Της άρεσε να φωτογραφίζει παιδιά και ξεχασμένους ανθρώπους. Όταν τη ρωτούσαν για το επάγγελμά της απαντούσε «είμαι κάποιου είδους κατάσκοπος». Εργάσθηκε πολλά χρόνια σε μια οικογένεια με τρία αγόρια. Την θυμούνται ως τρυφερή, δυναμική και εκκεντρική γυναίκα με ελεύθερο πνεύμα.
Η περιέργεια την οδηγούσε στο να εξερευνά μέσα από το φακό της την ανθρώπινη φύση. Και η αλήθεια είναι ότι συνέλαβε την φύση των ανθρώπων σε επικές στιγμές. Η φωτογραφία ήταν όλη της η ζωή. Ποτέ δεν παντρεύτηκε, δεν είχε παιδιά, ούτε πολύ στενούς φίλους που θα μπορούσαν να πει ότι την “γνώριζαν” σε προσωπικό επίπεδο. Πρόλαβε και ταξίδεψε, μόνη της πάντα στον Καναδά το 1951 και το 1955, το 1957 στη Νότια Αμερική, το 1959 στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία, το 1960 στη Φλόριντα, το 1965 στα νησιά της Καραϊβικής. Κανείς δεν ζητούσε να δει το έργο της, κανείς δεν την εμπόδιζε να φωτογραφίσει. Και η μοναχική αυτή «Μαίρη Πόππινς» συνέχισε ανενόχλητη να καταγράφει την πραγματικότητα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων, αποτυπώνοντας τον τρόπο που έβλεπε τον κόσμο πάνω σε τόνους φιλμ.
Ένα μεγάλο μέρος του έργου της καθώς και πολλές πληροφορίες για τη ζωή της και διάφορες δράσεις που διοργανώνονται φιλοξενούνται ατην ιστοσελίδα http://www.vivianmaier.com.
Το 2013 κυκλοφόρησε η 84 λεπτών ταινία/ντοκιμαντέρ “Finding Vivian Mayer” σε σκηνοθεσία John Maloof και Charlie Siskel, η οποία βραβεύθηκε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ. Μπορείτε να δείτε το τρέιλερ εδώ: