
Dorothea Lange: Kριτική της Αμερικανικής κοινωνίας και η επανεξέταση του έργου της
Γράφει η Κλαύδια Μπαλαμπανίδου *
Dorothea Lange (1895 – 1965): Kριτική της Αμερικανικής κοινωνίας και η επανεξέταση του έργου της
Κεντρική φωτογραφία: Dorothea Lange: Unemployed, Farm Workers, Stockton, California, 1937
Η Dorothea Lange (1895 – 1965) ήταν ακόμη μια επαγγελματίας φωτογράφος, αμερικανικής καταγωγής, που διηύθυνε το επαγγελματικό στούντιο φωτογραφίας της και επέλεγε η ίδια τη θεματική των φωτογραφικών ενοτήτων της. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα στην οποία απονεμήθηκε, το 1940, η τιμητική διάκριση Guggenheim Fellowship. Η Lange, όπως και πολλές άλλες γυναίκες φωτογράφοι, ξεκίνησε αρχικά ως βοηθός φωτογράφων, προτού ανεξαρτητοποιηθεί και δραστηριοποιηθεί αυτόνομα. Πιο συγκεκριμένα, ήταν βοηθός του φωτογράφου Arnold Genthe, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα φωτογραφίας από τον πικτοριαλιστή φωτογράφο Clarence H. White.
Το 1919 διηύθυνε το στούντιο φωτογραφίας της στο Σαν Φρανσίσκο, κάνοντας ως επί το πλείστον προσωπογραφίες. Το 1929, μετά την κατάρρευση της αγοράς, επήλθε η Παγκόσμια Οικονομική Ύφεση, γνωστή στην ιστορία ως The Great Depression, γεγονός που λειτούργησε ως καταλύτης για το έργο της Lange, καθώς ασχολήθηκε με την καταγραφή των επιπτώσεων αυτής της οικονομικής κρίσης. Φωτογράφισε άνεργους και πεινασμένους ανθρώπους στους καταυλισμούς και την προσπάθεια του φτωχού πληθυσμού να μεταναστεύσει προς άλλες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου επικρατούσαν πιο ευνοϊκές συνθήκες.

Dorothea Lange: Sam Contis, Lange’s son Dan Dixon, 1930 on the cover of Day Sleeper (Digiitized for the Oakland Museum of California)
Η Lange ήταν ήδη καταξιωμένη επαγγελματίας φωτογράφος, όταν της ζητήθηκε να εργαστεί για το πρόγραμμα του Farm Security Administration (FSA). Το FSA ήταν μια κρατική υπηρεσία της Αμερικής, που ιδρύθηκε το 1935, από το Υπουργείο Γεωργίας, προκειμένου να ανοικοδομήσει την οικονομία της χώρας, με τον κοινωνικό επιστήμονα Roy Stryker ως διευθυντή του φωτογραφικού τμήματος και φωτογράφους τους Walker Evans, Russell Lee, Arthur Rothstein, Ben Shahn και Marion Post Walcott. Ο στόχος τους ήταν να παρουσιάσουν μια εικόνα της Αμερικής, που θέλει τους πολίτες της να εργάζονται σκληρά, προκειμένου να εμψυχώσουν την κοινωνία. Εντούτοις, η επιλογή των φωτογραφιών παρουσίαζε τη φτώχεια, την έλλειψη υλικών αγαθών, την εξάντληση των ανθρώπων, την εσωτερική μετανάστευση και τον ανθρώπινο μόχθο της τότε εποχής.
Η επίβλεψη του έργου αυτού έλαβε προπαγανδιστικές διαστάσεις, καθώς ο Stryker καθοδηγούσε τους φωτογράφους, τους οποίους είχε επιλέξει ο ίδιος. Το μήνυμα που ήθελε να περάσει μέσω αυτού του εγχειρήματος ήταν πως οι πολίτες χαμηλών εισοδημάτων, με παραδείγματα τους αγρότες, είναι φτωχοί αλλά αξιοπρεπείς άνθρωποι. Οι φωτογραφίες του εγχειρήματος χρησιμοποιήθηκαν στα φυλλάδια του Υπουργείου Γεωργίας, στον Τύπο και σε περιοδικά και είχαν ως απώτερο σκοπό να συγκινήσουν και να προκαλέσουν τη συμπάθεια του κοινού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημοσιοποίηση μιας φωτογραφίας της Lange με μια μητέρα και τα παιδιά της, το 1937, στο περιοδικό Look. Η φωτογραφία της χρησιμοποιήθηκε ως εικονογράφηση άρθρων με κραυγαλέους τίτλους όπως «Η Ανθρωπιά Πατώνει στα Βάθη του Νότου, Καραβάνια Πείνας…», «Βρωμιά και Μύγες για τα Παιδιά τους».
Η Lange έβγαλε συνολικά επτά φωτογραφίες της 32χρονης Florence Owens Thomson και των επτά παιδιών της στέλνοντας όμως μόνο τις πέντε στο FSA. Υπήρχαν κοντινές και μακρινές λήψεις που παρουσίαζαν το φτωχικό και πρόχειρο σκηνικό του καταυλισμού, όπου έμεναν. Η τελευταία φωτογραφία ήταν εν τέλει αυτή που επιλέχθηκε και πλέον συγκαταλέγεται στις πιο διάσημες στην ιστορία της φωτογραφίας, καθώς αποτέλεσε το σύμβολο της δυστυχίας των αγροτών και της τότε οικονομικής κατάστασης στην Αμερική. Επίσης, το 1939 δημοσιεύτηκε στο American Exodus, ένα βιβλίο με φωτογραφίες της Lange και κείμενο του Paul Schuster. Θεωρήθηκε ως το πιο σημαντικό φωτογραφικό βιβλίο που κατέγραφε τη Μεγάλη Ύφεση της Αμερικής, μιας συλλογικής τραυματικής εμπειρίας για ολόκληρο το έθνος. Η ταυτότητα της εμβληματικής Migrant Mother έγινε γνωστή δεκαετίες αργότερα, όταν η ηλικιωμένη πλέον γυναίκα εκείνης της φωτογραφίας έδινε μάχη με τον καρκίνο και δεν διέθετε τα απαραίτητα χρήματα προκειμένου να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο. Η δημοσιοποίηση του ονόματός της συνέβαλε στο να συλλέξει το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για τη νοσηλεία της, προσφέροντάς της ένα αξιοπρεπές τέλος το 1983.
Κατά την ιστορικό τέχνης Naomi Rosenblum, η Lange με ενσυναίσθηση και υπομονή κατέγραψε την εκτόπιση των φτωχών, σχολιάζοντας με το έργο της πως οι ζωές αυτών των ανθρώπων θεωρούνται άνευ σημασίας από τους οικονομικά ευκατάστατους. Συμπληρώνοντας, η ιστορικός τέχνης, θεωρεί πως η φωτογράφος προσέγγισε το εγχείρημα του FSA με κοινωνική αντίληψη. Τη θέση αυτή υιοθετεί και ο ιστορικός τέχνης Boris Friedewald, συμπληρώνοντας πως η Lange φωτογράφισε τους απεγνωσμένους ανθρώπους σε προσωπικές καταστάσεις, προσδίδοντάς τους περηφάνεια και αξιοπρέπεια. Κάτι που γίνεται έντονα αντιληπτό στα έργα που παράχθηκαν από την Lange για λογαριασμό του προγράμματος FSA, καθώς επίσης και από τις λιγότερο γνωστές φωτογραφίες, όπως αυτές που καταγράφουν τη καθημερινότητα των Ιαπώνων της Αμερικής που ζούσαν στα στρατοπέδων συγκεντρώσεις.
Πιο συγκεκριμένα, το 1942, μετά την επίθεση που δέχθηκε η Αμερική από την Ιαπωνία στο Pearl Harbor, η Lange κλήθηκε από τις αμερικανικές αρχές που ήταν υπεύθυνες για την αναγκαστική μετεγκατάσταση χιλιάδων Ιαπώνων πολιτών σε στρατόπεδα κράτησης κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, να καταγράψει με τον φακό της τη διαδικασία αυτή. Αρκετές από τις φωτογραφίες που παράχθηκαν δεν δημοσιοποιήθηκαν, καθώς θεωρήθηκαν ως υπερβολικά επικριτικές προς την αμερικανική κυβέρνηση και τον τρόπο διαχείρισης της πολιτικής της προς τους μετανάστες και παρέμειναν ως αρχειακό υλικό, μη διαθέσιμο προς το κοινό. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 2006, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά.
Το φωτογραφικό αρχείο της Lange αναγνωρίζεται στο ευρύ κοινό ως καταγραφή της κατάστασης της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης στις ΗΠΑ, όμως, δεν θα μπορούσε να περιοριστεί σε αυτό το πλαίσιο μόνο. Οι φωτογραφίες της σπουδαίας δημιουργού καταγράφουν τους περιφρονημένους, τους ηττημένους, τα άτομα που τραυματίστηκαν και έμειναν αποξενωμένοι και αβοήθητοι από την κοινωνία και αποτελούν εντέλει κριτική της αμερικανικής κοινωνίας.
Λαμβάνοντας υπόψη την αναδρομική έκθεσή το 2020, Dorothea Lange: Words & Pictures στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη, υπό την οργάνωση της Sarah Meister και με επιμελητές τους River Bullock, Beaumont και Nancy Newhall, κατανοούμε πως το συνολικό έργο της σπουδαίας δημιουργού χρήζει εκτενέστερης μελέτης και παραμένει υψίστης σημασίας. Ενώ εξετάζοντας το φωτογραφικό βιβλίο Day Sleeper, που δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά από τον εκδοτικό οίκο MACK, όπου η επιμελήτρια και φωτογράφος Sam Contis επιχειρεί μια σύγχρονη ανάγνωση και επανεξέταση του τεράστιο αρχείο της από αδημοσίευτες φωτογραφίες της Lange έχοντας ως κεντρικό άξονα τη φιγούρα του Day Sleeper, αντιλαμβανόμαστε πως η επανεξέταση ενός φωτογραφικού αρχείου μπορεί να αναδείξει εξίσου ενδιαφέρουσες και νέες πτυχές του έργου της δημιουργού.
Friedewald Boris. (2018). Women Photographers: From Julia Margaret Cameron to Cindy Sherman. Munich: Prestel.
Jeffrey Ian. (1997). Παπαϊωάννου Ηρακλής μετφ. Φωτογραφία, Συνοπτική Ιστορία. Αθήνα: Φωτογράφος
Wells Liz επιμ.. Πετσίνη, Πηνελόπη μτφρ. (2007). Εισαγωγή στη Φωτογραφία. Αθήνα: Πλέθρον.
Curtis C. James. (1986). «Dorothea Lange, Migrant Mother, and the Culture of the Great Depression». Winterthur Portfolio, Vol. 21, No. 1. The University of Chicago Press.
Schirmer Lothar. (2003). Women Seeing Women: From the Early Days of Photography to the Present. NewYork: W. W. Norton & Company.
Rosenblum Naomi. (2010). A History of Women Photographers. Λονδίνο: Abbeville Press.
Klavdia Balampanidou (b.1991)
Based in Nicosia, Cyprus.
History and Theory of Arts (MA), Cyprus University of Technology.
Audio & Visual Arts, Ionian University, Greece.
Klavdia Balampanidou
Klavdia Balampanidou