Κλαύδια Μπαλαμπανίδου: “Είναι βαθιά ριζωμένη η ανάγκη του ανθρώπου να αφηγηθεί”
Η Κλαύδια Μπαλαμπανίδου, γεννημένη το 1991, στο Αβρανλό της Γεωργίας, σε ηλικία τεσσάρων ετών μετακόμισε με την οικογένειά της στην Κύπρο. Σπούδασε στην Ελλάδα, στο τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστήμιου και ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό της στην Ιστορία της Τέχνης στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο της Κύπρου, ενώ τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Έργα της έχουν εκτεθεί σε Αγγλία, Ελλάδα και Κύπρο. Είναι μια φωτογράφος της νέας γενιάς και επιλέγει τη φωτογραφία για να μας επικοινωνήσει τις σκέψεις της και όσα την απασχολούν.
Το επόμενο διάστημα θα παρουσιάσει στη στήλη Μεγάλοι Φωτογράφοι του περιοδικού μας, μερικές από τις γυναίκες φωτογράφους που διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία της φωτογραφίας.
Κλαύδια, είσαι πτυχιούχος της Σχολής Καλών Τεχνών. Γιατί επέλεξες τη φωτογραφία ως μέσο έκφρασης;
Είμαι πτυχιούχος του τμήματος Tεχνών Ήχου και Εικόνας, το οποίο διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό από τις Σχολές Καλών Τεχνών. Το Τεχνών, όπως το λέμε εμείς, έχει δυο κατευθύνσεις, αυτές του Ήχου και της Εικόνας, όπου, έχοντας ως βάση την τεχνολογία, ο σπουδαστής επιλέγει την κατεύθυνση που θέλει να ακολουθήσει. Αν και είχα μεγάλη αγάπη για τον ήχο, είχα επιλέξει τα μαθήματα της εικόνας, συμπεριλαμβάνοντας όλα τα μαθήματα της φωτογραφίας.
Φωτογράφιζα από το λύκειο τους φίλους μου, τους συμμαθητές και την καθημερινότητά μου. Η φωτογραφία ξεκίνησε ως μια προσωπική ανάγκη, γιατί πολύ απλά ήθελα να θυμάμαι και να μην βαριέμαι. Μπήκα στη σχολή έχοντας υπόψη μου πως όταν βγω από εκεί θα ανοίξω ένα δικό μου στούντιο και θα κάνω φωτογραφία μόδας και γάμους. Βγήκα από εκεί με περισσότερα ερωτηματικά και πιο ανασφαλής από ότι μπήκα. Έφυγα από το νησί γιατί ένιωθα πως είχε κλείσει ο κύκλος μου στην Κέρκυρα, αφήνοντας όμως ανοιχτή εκκρεμότητα την πτυχιακή μου. Μετακόμισα στη Θεσσαλονίκη και γράφτηκα στη Stereosis. Τότε μάλλον έψαχνα κάποιον να πιστέψει σε μένα ως φωτογράφο και ο Κοσμάς της Stereosis ήταν από τα άτομα που το έκαναν, και αυτό από μόνο του μου έδωσε δύναμη. Στα τρία χρόνια παραμονής μου στη Θεσσαλονίκη, ολοκλήρωσα το From Ηand to Μouth, ως εργασία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των μαθήματων της Stereosis, και το Birthplace and Birthname, που ήταν ουσιαστικά η πτυχιακή που χρωστούσα.
Η φωτογραφία μού έμαθε πως ο ίδιος μου ο εαυτός είναι το καλύτερο εργαλείο που έχω στα χέρια μου.
Οι αναζητήσεις σου, τουλάχιστον σε όσα έχεις επιλέξει να προβάλλεις, αφορούν την οικογένεια, τις ρίζες αλλά και βιώματα, συναισθήματα και αισθήματα, Άλλοτε στρέφεσαι στον εαυτό σου για να εκφράσεις κάτι προσωπικό, κι άλλοτε τον χρησιμοποιείς για να μιλήσεις για κάποιο ανθρώπινο βίωμα. Ποια θέματα είναι εκείνα που σε «βασανίζουν» φωτογραφικά;
Τα θέματα που με «βασανίζουν» φωτογραφικά είναι τα θέματα που με απασχολούν και ως άνθρωπο. Ωριμάζω ως άνθρωπος και θέλω να πιστεύω και ως φωτογράφος. Αναγνωρίζω την πρόοδό μου και στοχεύω με κάθε νέα σειρά να βελτιώνομαι. Για παράδειγμα στην ενότητα “From Hand to Mouth” όλες οι λήψεις είχαν γίνει σε ένα ασφαλές εσωτερικό περιβάλλον, με αρκετά αυτοπορτρέτα και λίγες λήψεις με άτομα από το στενό μου περιβάλλον. Σε αντίθεση, η τελευταία μου σειρά “They Sing a Song Only You Can Hear”, περιέχει λήψεις και από ανοιχτούς χώρους, συμπεριλαμβάνει κάποια άτομα που δεν γνωρίζω καλά, έχει ελάχιστα αυτοπορτρέτα και επιτρέπει περιθώρια λάθους, όπως πρίζες και σπυράκια που θα μπορούσαν να διαγραφούν και φωτογραφίες που, αν και θα έπρεπε να είναι εστιασμένες, είναι τελείως θολές.
Αφηγείσαι φωτογραφικά, όμως, και προσωπικά σου βιώματα.
Το προσωπικό βίωμα είναι η πηγή των δουλειών μου με παράδειγμα αυτό του “Birthplace and Birthname”. Με την σειρά αυτή επιχείρησα να ανακαλύψω τη ταυτότητά μου και το πώς αυτή καθορίζεται από έναν τόπο και ένα όνομα. Γεννήθηκα σε ένα μικρό χωριό της Γεωργίας, το Αβρανλό. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν πρόσφυγες από τον Πόντο που είχαν μετοικήσει στην ορεινή περιοχή της Τσάλκας, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Μετά από τη διάλυση της σοβιετικής ένωσης, οι οικονομικές συνθήκες ανάγκασαν την οικογένειά μου να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον σε μια άλλη χώρα. Εγκατασταθήκαμε στην Κύπρο, μα άκουγα ιστορίες για το χωριό μου συνεχώς. Η αγάπη και η νοσταλγία για αυτό το μέρος ήταν πάντα παρούσες στο σπίτι μας, κυρίως από τους γονείς και τον παππού μου. Παράλληλα, με την πάροδο του χρόνου, εγώ είχα αλλάξει ονόματα -Klavdia, Claudia, Clodia – και κάποια στιγμή, αποφάσισα πως θέλω να είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου και πως το πραγματικό μου όνομα είναι Klavdia. Αβίαστα έγινε η σύνδεση με την συνονόματη γιαγιά μου και αποφάσισα να επανεξετάσω την ταυτότητά μου βάσει του ονόματος και του τόπου γεννήσεως. Έτσι κι έγινε. Ακολούθησαν δυο επισκέψεις μέσα σε δυο χρόνια στο Αβρανλό, στο μέρος που μετά από 20 χρόνια επέστρεψα και το αποτέλεσμα αυτής της προσωπικής ανάγκης εξελίχθηκε σε ένα έργο που αφορούσε τη συλλογική ταυτότητα ενός μέρους.
Θα ήθελες να μας μιλήσεις για την τελευταία φωτογραφική ενότητα το “They Sing a Song Only You Can Hear”;
Η σειρά ξεκίνησε πριν από 3 χρόνια, σε μια περίοδο που είχαν αλλάξει πολλά δεδομένα στη ζωή μου. Θυμάμαι έντονα τα όνειρά μου και πως ξυπνούσα μέσα στη νύχτα και δεν μπορούσα να αναγνωρίσω το μέρος στο οποίο βρισκόμουν. Έβλεπα το δωμάτιό μου και προσπαθούσα να καταλάβω αν ακόμα ονειρεύομαι ή είμαι χαμένη κάπου στον χώρο/χρόνο. Ήταν αρκετά έντονη αυτή η αίσθηση και προσπάθησα να μεταφέρω την ατμόσφαιρα και στις φωτογραφίες μου. Αναζήτησα τον εαυτό μου στη φύση και κατανόησα πως, όταν είμαι εκεί, νιώθω πως όλα μου τα προβλήματα είναι ασήμαντα. Στη συγκεκριμένη ενότητα, υπάρχουν σκηνές από σπηλιές, από ένα δάσος και αρκετές παραλίες, μέρη ανοιχτά και μυστήρια που ενίοτε τα φωτογράφιζα ως έχουν, δηλαδή ως τοπία, είτε ως το περιβάλλον που πλαισιώνει το φωτογραφιζόμενο άτομο.
Με λίγα λόγια είναι ένα έργο που επιχειρεί να μεταφέρει οπτικά τη διαδικασία της μετάβασης και παρουσιάζει άτομα που βρίσκονται σε αυτό το μεταβατικό στάδιο.
Με τη συγκεκριμένη σειρά νομίζω πως έψαξα να βρω το φως μέσα στο σκοτάδι και πήρα τον χρόνο μου, προκειμένου να επουλωθούν οι πληγές μου. Και αν με ρωτάς τι έμαθα τα 3 τελευταία χρόνια, είναι πως η ζωή είναι μια θάλασσα με κύματα που κυλούν και αλλάζουν σχήματα και πως αυτό που μπορούμε να κάνουμε εμείς είναι να νιώσουμε τα κύματά της. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε καταστάσεις, επειδή μας τρομάζουν ή θα μας προκαλέσουν πόνο, απλά πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε, όσο αδύναμοι φαινομενικά και αν είμαστε. Ο Tarkovsky είχε πει πως η αδυναμία είναι σπουδαίο πράγμα· γεννιόμαστε αδύναμοι και εύπλαστοι όπως τα δέντρα, κι ένα δέντρο πεθαίνει όταν είναι ξερό και σκληρό. Και για όσους έφτασαν μέχρι αυτό το σημείο, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας τα λόγια του André Aciman, από την ταινία Call Me by Your Name, “We rip out so much of ourselves to be cured of things faster than we should that we go bankrupt by the age of thirty and have less to offer each time we start with someone new. But to feel nothing so as not to feel anything – what a waste!”. Έτσι λοιπόν, ας νιώσουμε τα κύματα της θάλασσας!
Ζούμε σε μια εποχή όπου οι άνθρωποι στρέφονται φωτογραφικά στον εαυτό τους μέσα από τις selfie εικόνες. Οι φωτογράφοι το έκαναν εδώ και πολλά χρόνια. Πόσο δύσκολο ή πόσο πιο εύκολο είναι να σκηνοθετείς τον εαυτό σου για να εκφράσεις αυτό που επιθυμείς να «βγει» στο έργο σου;
Το θετικό με κάθε μόδα είναι πως σε φέρνει σε επαφή με την τάση που επικρατεί και έτσι μπορείς να κατανοήσεις αν αυτό σε εκφράζει ή όχι. Ίσως κάποια άτομα να ανακαλύψουν πως έχουν ένα πιο σοβαρό ενδιαφέρον για τη φωτογραφία μέσα από αυτό.
Ποτέ δεν ένιωσα πως σκηνοθέτησα τον εαυτό μου για τα έργα μου. Η διαδικασία που ακολουθώ είναι πιο κοντά στην performance art, με την έννοια της εξερεύνησης μιας κατάστασης και την καταγραφή της. Κάποιες φορές έχω υπόψη μου τι θέλω να βγάλω και ακολουθώ κάποιες κατευθύνσεις και άλλοτε απλά νιώθω την αυθόρμητη ανάγκη να καταγράψω τον εαυτό μου. Το ίδιο κάνω και με τα άτομα που φωτογραφίζω, πολλές φορές συζητάμε σχετικά με τη θεματολογία της ενότητας, μιλάμε για τα κοινά βιώματα, όταν μπορώ τους βάζω να ακούσουν μουσική και πάντα αφήνω ανοιχτά τα περιθώρια για αυτοσχεδιασμό, μπορώ να πω πως αποζητώ τον αυτοσχεδιασμό.
Πρόσφατα το Artpil σε συμπεριέλαβε στις «30 Γυναίκες φωτογράφους κάτω των 30 χρονών» (30 Under 30 Women Photographers) για το 2021. Οι γυναίκες φωτογράφοι έχουν μια μακρά διαδρομή στον χώρο της φωτογραφίας. Πώς βιώνεις εσύ αυτόν τον ρόλο, αρχικά πίσω από τη μηχανή σου και κατ’ επέκταση στην αποδοχή από το κοινό και τα Μέσα;
Είναι χαρά και τιμή μου που επιλέχθηκα από το Artpil, ως μια εκ των 30 γυναικών φωτογράφων κάτω των 30, και ελπίζω να γιορταστεί αυτό το γεγονός με μια ομαδική έκθεση, όπως μας έχει συνηθίσει το Artpil τα τελευταία 11 χρόνια που πραγματοποιείται αυτός ο θεσμός, με εξαίρεση την προηγουμένη χρονιά που η έκθεση έγινε διαδικτυακά.
Δεν νιώθω κάποιου είδους αποδοχή από το κοινό και ελπίζω να μην ακουστεί ως προσβολή αυτό, όμως μου δίνει μεγάλη χαρά όταν λαμβάνω μηνύματα από ανθρώπους που μου λένε πως το έργο μου τους εκφράζει, νιώθω πως δεν μιλάω μόνη μου τελικά.
Το επόμενο διάστημα στη στήλη του photologio «Μεγάλοι Φωτογράφοι» θα μας παρουσιάσεις μερικές από τις γυναίκες φωτογράφους. Τι σε ώθησε να κάνεις αυτή την αναζήτηση;
Τα άρθρα που θα ακολουθήσουν στο Photologio, προκύπτουν από την προσωπική ανάγκη μου να επανεξετάσω την ιστορία της φωτογραφίας, όπως την γνώριζα, δηλαδή γεμάτη με ανδρικά ονόματα και σχεδόν ανύπαρκτη τη γυναικεία οπτική. Κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με τις γυναίκες φωτογράφους που δραστηριοποιήθηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου, μια περίοδο που συνέβαλε σημαντικά στη χειραφέτηση της γυναίκας και πιο συγκεκριμένα της γυναίκας φωτογράφου η οποία δραστηριοποιήθηκε σε όλα τα πεδία της φωτογραφίας. Το έργο τους δεν έχει εξεταστεί επαρκώς και αυτό αποδεικνύεται από τις εκθέσεις που πραγματοποιηθήκαν τα τελευταία χρόνια και στοχεύουν στην αναγνώριση των γυναικών φωτογράφων, όπως η έκθεση της Dora Maar στην ΤΑΤΕ το 2020. Οι γυναίκες λοιπόν ασχολήθηκαν με την φωτογραφία, διέπρεψαν και διαμόρφωσαν από κοινού την ιστορία της φωτογραφίας και είμαι σίγουρη πως στα μεταγενέστερα βιβλία με αντικείμενο την ιστορία της φωτογραφίας θα συμπεριλαμβάνουν έργα από τις: Gertude Käsebier, Lee Miller, Dora Maar, Claude Cahun και Lucia Moholy.
Δεν με απασχολεί η παραγωγή και η εξέταση της γυναικείας φωτογραφίας μόνο, αλλά η ισότιμη αντιμετώπιση ανδρών και γυναικών φωτογράφων. Ανέκαθεν υπήρχε το ερώτημα σχετικά με τη γυναικεία καλλιτεχνική παραγωγή και τους λόγους για τους οποίους δεν αντιπροσωπεύονται ισάξια στις εικαστικές τέχνες, με το ερώτημα της Linda Nochlin «Γιατί Δεν Υπήρξαν Σπουδαίες Γυναίκες Καλλιτέχνιδες;» να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη διερεύνηση της ανισότητας και τους λόγους που οδήγησαν στον συστηματικό αποκλεισμό των γυναικών, από την Αναγέννηση έως τον Μοντερνισμό. Όμως είναι σημαντικό να αναγνωριστεί πως πλέον υπάρχει το ενδιαφέρον για επανεξέταση της ιστορίας, όχι μόνο από το κοινό, αλλά και από πολιτιστικούς φορείς, ιδρύματα και μουσεία, όπως το Musée d’Orsay, που το 2015 έθεσε ένα ακόμη ερώτημα μέσω της έκθεσης «Ποιος Φοβάται τις Γυναίκες Φωτογράφους;», συμβάλλοντας στη συστηματική έρευνα για τη γυναικεία φωτογραφία και τις εκπροσώπους της.
“Νομίζω ότι η αφήγηση είναι η πιο ισχυρή τέχνη και πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο ικανοποιητικό από την αφηγηματική ώθηση: αρχή, μέση και τέλος, το τι πρόκειται να συμβεί. Με αυτό που πάντα συγκρούομαι είναι ότι η φωτογραφία δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο” λέει ο Alec Soth.
Ως Visual storyteller κι εσύ, πιστεύεις ότι ένα φωτογραφικό project έχει αρχή, μέση και τέλος; Μας αφήνει περιθώρια ανάγνωσης για το τι πρόκειται να συμβεί;
Ο Soth, πιστεύω, πως στη συγκεκριμένη δήλωση κάνει αναφορά στην φωτογραφία μόνη της, ως μια εικόνα που δεν αποτελεί μέρος μιας ενότητας. Αν εξετάσουμε μεμονωμένα μια φωτογραφία δεν θα είμαστε σε θέση να έχουμε μια ολοκληρωμένη ανάγνωση, για αυτό τον λόγο και ο συγκεκριμένος φωτογράφος δουλεύει με τα photobooks, το editing και το sequencing. Ναι, υπάρχει πάντα μια αρχή, μέση, τέλος και πολλά περιθώρια ανάγνωσης. Ένα βιβλίο που διαβάζεται από χίλια διαφορετικά άτομα είναι χίλια διαφορετικά βιβλία (βλ. πάλι Tarkovsky).
Είναι βαθιά ριζωμένη η ανάγκη του ανθρώπου να αφηγηθεί, έτσι όλοι οι δημιουργοί προσπαθούμε να αφηγηθούμε μέσω των εικόνων, των ήχων και των λέξεων.
Από τον Alec Soth κρατάω επίσης και κάτι άλλο, το οποίο επεξεργάζομαι αυτή την περίοδο, το ότι είναι πολύ σημαντικό να επιτρέπουμε στον εαυτό μας την αποτυχία.
Αποτυπώνεις συχνά με τον φακό σου το γυμνό σώμα και πιστεύω ότι θα έρχεσαι «αντιμέτωπη» με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και την πολιτική εναντίων των αναρτήσεων που «παραβιάζουν τους όρους της κοινότητας». Έχοντας μπει στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, θεωρείς ότι ο Δυτικός κόσμος ακόμη παλεύει να πετάξει από πάνω του τα πουριτανικά και συντηρητικά στερεότυπα; Μπορεί να λογοκριθεί η καλλιτεχνική έκφραση;
Ναι, σίγουρα υπάρχει λογοκρισία και όχι μόνο για το γυμνό σώμα, αλλά και για τόσα άλλα ζητήματα. Η προσωπική μου παρατήρηση είναι πως ο κόσμος ένιωσε ενοχλημένος από τα ανδρικά σώματα και όχι από τα γυναικεία που δημοσίευσα. Είναι αποδεκτό να βλέπεις μια γυναίκα γυμνή, αλλά όχι έναν άνδρα. Αυτό εμένα με ενοχλεί. Θέλουμε τους ανθρώπους να νιώθουν εξοικειωμένοι και άνετα με το σώμα τους και όσο πιο νωρίς απαλλαχτούμε από τα δεσμά αυτά, θα νιώσουμε πιο ελεύθεροι και δυνατοί. Αν κάποιος νιώθει ενοχλημένος από ένα γυμνό σώμα είτε από γυναικείες θηλές, τότε το πρόβλημα είναι αυτός. Δεν θα μπω καν στη διαδικασία να εξηγήσω τι είναι καλλιτεχνική έκφραση.
Η φάση είναι “I can’t believe we still have to protest this shit”, και θα μπορούσα να επεκταθώ σε τόσα άλλα θέματα λογοκρισίας και να καταλήξω όπως η Agnès Varda που είχε πει “I tried to be a joyful feminist, but I was very angry”. Ως μέλη της κοινωνίας, θα πρέπει να κατανοήσουμε πως η πατριαρχία ασκεί πρακτικές εξαναγκασμού, καταπίεσης και επιβολής και στους άνδρες και πως όλοι θα έπρεπε να είμαστε φεμινιστές, καθώς ο φεμινισμός έχει απέναντί του την πατριαρχία και όχι στους άνδρες. Το γεγονός πως ένας άνδρας νιώθει άβολα να βλέπει έναν άλλον άνδρα γυμνό σε φωτογραφία, είτε το ότι ένας άνδρας δεν μπορεί να κλαίει και να είναι ευάλωτος, είναι στερεότυπα που ενισχύει η πατριαρχία.
Τον τελευταίο χρόνο ο covid19 άλλαξε τη ζωή μας, περιορίζοντας τους τόπους και τους τρόπους παραγωγής εικόνων. Πώς έχεις βιώσει ως φωτογράφος τον εγκλεισμό και ποια είναι τα όνειρα σου για το μέλλον;
Δεν θα μπορούσα να πω ότι βιώνω κάποιου είδους εγκλεισμό. Αγαπάω τον χώρο του σπιτιού και πιο συγκεκριμένα το δωμάτιό μου, εκεί μέσα βλέπω ταινίες, ακούω μουσική, γράφω στο ημερολόγιο μου και χάνομαι στις σκέψεις μου, κάνω δηλαδή ό,τι αγαπάω περισσότερο και έτσι νιώθω ελεύθερη. Νιώθω τυχερή που μπόρεσα τον Οκτώβριο να παρουσιάσω την φωτογραφική έκθεση They Sing a Song Only You Can Hear, στη Λάρνακα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και βέβαια υπάρχουν περιορισμοί στους τόπους και τρόπους παραγωγής εικόνων και θα συνεχιστούν και στο άμεσο μέλλον. Αυτό που με απασχολεί σε μεγαλύτερο βαθμό είναι η κοινωνική και πολιτισμική απομόνωση που βιώνουμε. Επίσης, όλη αυτή η κατάσταση αναμονής είναι κουραστική και εξαντλητική για όλους.
Τα όνειρά μου για το μέλλον είναι συγκρατημένα, μα θα συνεχίσω να κάνω αυτό που αγαπώ και ελπίζω να είμαστε σε θέση να ξεκινήσουμε τα μαθήματα φωτογραφίας που θα κάνουμε με μια ακόμη φίλη και φωτογράφο, στη Λευκωσία.
Η Κλαύδια Μπαλαμπανίδου (γεν. το 1991) ζει και εργάζεται στη Λευκωσία. Έργα της έχουν παρουσιαστεί σε ομαδικές και ατομικές εκθέσεις, στο Youth Makerspace, στη Λάρνακα (2020), στους Νέους Έλληνες Φωτογράφους, στο Μουσείο Μπενάκη (2018), στο Photoworks presents ‘Collaborate’, στο Λονδίνο (2018) και στο SKG Bridge Festival, στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης (2018). Το 2020, ήταν resident στο πρόγραμμα Makershouse στη Λάρνακα, ενώ φέτος επιλέχθηκε από την Artpil ως μια από τις 30 Under 30 Women Photographers.
www.klavdiabalampanidou.com
Klavdia Balampanidou
Klavdia Balampanidou