Claude Cahun (1894 – 1954): Αυτοπροσωπογραφία και η εξέταση της έμφυλης ταυτότητας

Claude Cahun (1894 – 1954): Αυτοπροσωπογραφία και η εξέταση της έμφυλης ταυτότητας

Γράφει η Κλαύδια Μπαλαμπανίδου *

Η Γαλλίδα φωτογράφος, γλύπτρια και συγγραφέας, Lucie Schwob (1894 – 1954), αποτέλεσε το παράδειγμα ενός ανεξάρτητου καλλιτέχνη, που καθόριζε τη ζωή της και προσδιόρισε ταυτότητά της, κόντρα στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής της. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία στο Παρίσι και υπήρξε μέλος της καλλιτεχνικής κοινότητας της πόλης. Επέλεξε ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο το Claude Cahun, θέλοντας το όνομά της επιλογής της να είναι ουδέτερου φύλου.[1] Υπήρξε σύντροφος και καλλιτεχνικό δίδυμο με την εξ αγχιστείας αδελφή της, Suzanne Malherbe (1892 – 1972), η οποία είχε επιλέξει το όνομα Marcel Moore ως καλλιτεχνικό ψευδώνυμο. Από την ηλικία των 18 ετών, η Cahun ξεκίνησε τις αυτοπροσωπογραφίες, αφιερώνοντας όλο της το έργο στην εξέταση ζητημάτων έμφυλης ταυτότητας που συνδέουν το προσωπικό με το πολιτικό και την τέχνη. Με το έργο της προκάλεσε μεταγενέστερες συζητήσεις για την ουδετερότητα του φύλου, συμβάλλοντας σημαντικά στην ανάδειξη των εννοιών της έμφυλη ταυτότητας και την αμφισημία της. Η περίπτωση της αποτελεί ακόμη μία ανάμεσα στις πολλές που η ιστορία αγνόησε και αναδείχθηκε μέσα στα πλαίσια της ανάγκης για επανεξέταση της ιστορίας των τεχνών.

To 1930, η Cahun εξέδωσε το βιβλίο Aveux non Avenus, με αυτοβιογραφικές αναφορές, συμπεριλαμβάνοντας έργα από κολλάζ, τα οποία ήταν αποτέλεσμα της συνεργασίας της με τη Moore. Στο βιβλίο αναφερόταν στην έννοια της μάσκας, βασικό στοιχείο της σημειολογίας της, το οποίο θεωρούσε πως συνέβαλλε στην προσωπική ανάγκη της για απελευθέρωση από τα δεσμά του προηγούμενου εαυτού της, υποστηρίζοντας πως η διαδικασία της αποδόμησης και της μεταμόρφωσης αποτελεί μια πράξη συνεχή και αναπόφευκτη για την ίδια.

Claude Cahun, Self Portrait c.1927

Claude Cahun, Self Portrait (in robes and Masks) c. 1928

Claude Cahun (and most likely Marcel Moore), from the book “Aveux non Avenus”, c.1930

 

Η Cahun, τόλμησε το διαφορετικό και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον εαυτό της, προβάλλοντας τους προσωπικούς προβληματισμούς της δημόσια, μέσα από τις καλλιτεχνικές πρακτικές της. Το αποτέλεσμα αυτής της δράσης, ήταν να αποτελέσει τη φωνή όλων αυτών των ατόμων που δεν μπορούσαν να εκφραστούν και να υποστηρίξουν την διαφορετικότητά τους σε μια κοινωνία που καθοριζόταν, και ως ένα βαθμό συνεχίζει να καθορίζεται, από δύο φύλα. Πέραν όμως των προσωπικών της προβληματισμών, η Cahun δεν δίστασε να εναντιωθεί στην επιβαλλόμενη ναζιστική δύναμη και να εκφράσει τις πολιτικές πεποιθήσεις της, καθώς εργάστηκε για την αντίσταση κατά των Ναζί, γεγονός το οποίο την οδήγησε στη φυλακή. Ήταν, επίσης, μέλος της κομμουνιστικής ομάδας καλλιτεχνών AEAR (Association des Écrivains et Artistes Révolutionnaires).

Κατά τη θεωρητικό τέχνης Tirza True Latimer, η Cahun συμμεριζόταν τη θέση του σουρεαλιστή Albert-Birot, ο οποίος υποστήριζε πως ο ισχυρισμός ότι ο Ρεαλισμός παρουσιάζει τον πραγματικό κόσμο είναι ψευδής και για τον εντοπισμό του θα πρέπει να στρέψουμε το βλέμμα μας στον εσωτερικό μας κόσμο, κάτι το οποίο αποτελεί αμιγώς καλλιτεχνική πράξη.
Η Cahun υπήρξε μέλος της ομάδας των σουρεαλιστών, που χρησιμοποιούσαν ως καλλιτεχνικό μέσο έκφρασης τη φωτογραφία προκειμένου να απαλλαγούν από τη λογική και τους συμβιβασμούς που επέβαλλε η κοινωνία.[2]  Αν και η ίδια αποτέλεσε μέλος του σουρεαλιστικού κύκλου, δεν είχε ενεργό δράση εντός αυτού, καθώς οι φωτογραφίες της δεν συμπεριλήφθηκαν, όσο ήταν εν ζωή, σε εκθέσεις του κινήματος. Βέβαια, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, καθώς παρά τη φαινομενική τους παράβαση, ο ανδροκρατούμενος χώρος των Γάλλων σουρεαλιστών διατηρούσε βαθιά συντηρητική στάση απέναντι στα φύλα και τη σεξουαλικότητα, υποστηρίζοντας τον φετιχισμό της γυναικείας ομορφιάς, στοιχεία που η Cahun προσπαθούσε να αποτινάξει. 

1928 – in book 1920 – diff pic same background

Claude Cahun, Self Portrait c. 1928

Claude Cahun, Je tends les bras (I extend my arms),1932

 

Αποτελώντας η ίδια το αντικείμενο των φωτογραφιών της, η Cahun εξερευνά την έμφυλη ταυτότητά της, φωτογραφίζοντας τον εαυτό της άλλοτε γυμνό και άλλοτε μεταμφιεσμένο. Μεταμορφώνεται και συμπεριφέρεται αναλόγως της περίστασης στην οποία η φωτογράφος εντάσσει τον εαυτό της και του ρόλου που υποδύεται. Θέτει ερωτήματα προς το κοινό για την πολιτική της ταυτότητα και την προβολή αυτής με την χρήση του σώματος και του προσώπου της. Ξυρίζοντας τα μαλλιά της, φορώντας μάσκες, στολές και κοστούμια, επεξεργάζεται διαρκώς την εικόνα της και τους ρόλους που επιτάσσει η κοινωνία. Φωτογραφίζεται υποστηρίζοντας πως κάθε προσπάθεια για αυτο-εκπροσώπηση εμπεριέχει στοιχεία μεταμφίεσης. Χαρακτηριστική είναι η αυτοπροσωπογραφία στην οποία η Cahun παρουσιάζεται ντυμένη αρσιβαρίστρια με γυναίκειο μακιγιάζ και ζωγραφισμένες καρδιές στα μάγουλά της. Τα βαμμένα χείλη αποτελούν ένα κατεξοχήν γυναικείο χαρακτηριστικό, ενώ το επάγγελμα του αρσιβαρίστα ένα αμιγώς ανδρικό επάγγελμα. Οι θηλές που είναι ραμμένες στο κοστούμι της, η επιγραφή στη στολή της «Eίμαι σε εκπαίδευση μη με φιλήσεις», η καρδιά ως σύμβολο που επαναλαμβάνεται, το γυναικείο χτένισμά της, ο τρόπος στησίματος του σώματός της και το βλέμμα της Cahun, συντελούν στη διαμόρφωση του ρόλου που υποδύεται, ο οποίος αντιπαραβάλλει ταυτόχρονα γυναικεία και ανδρικά στερεότυπα.

Σε μια άλλη αυτοπροσωπογραφία, η Cahun παρουσιάζεται ως μια ανέκφραστη, τρομακτική πορσελάνινη κούκλα, με σκουρόχρωμη κάπα, στην οποία έχουν ενσωματωθεί δέκα  ακόμη μάσκες. Το στοιχείο της μάσκας εντοπίζεται και στο βιβλίο της Aveux non Avenus, όπου η Cahun αναφέρει πως αφαιρώντας μια μάσκα συναντά ακόμα μια, περιγράφοντας μια διαδικασία ατέρμονη, που ποτέ δεν θα πάψει να αφαιρεί όλα αυτά τα διαφορετικά πρόσωπα.

Κοινά στοιχεία με τα φωτογραφικά έργα της Cahun εντοπίζονται και στις φωτογραφίες της Γερμανίδας φωτογράφου Germaine Krull, η οποία χρησιμοποίησε επίσης το στοιχείο της μάσκας και φωτογράφισε το γυναικείο σώμα . Επίσης, και η Krull τόλμησε να χρησιμοποιήσει τη φωτογραφία για να δημιουργήσει μια ενότητα φωτογραφιών που παρουσιάζει ένα ζευγάρι γυναικών σε αισθησιακές στιγμές αψηφώντας τις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής και αμφισβητώντας δημόσια τα κοινωνικά στερεότυπα. Η Cahun επηρέασε και μεταγενέστερες γενιές καλλιτεχνών, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεταμοντέρνα Αμερικανίδα φωτογράφο Cindy Sherman, και πιο συγκεκριμένα, στη φωτογραφική ενότητα Film Stills, όπου εντοπίζονται κοινά στοιχεία ως προς τη θεματική της ταυτότητας και πως αυτή καθορίζεται από τα πατριαρχικά πρότυπα της δυτικής κοινωνίας.[3]

Το έργο της Cahun θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επαναστατικό, πρωτοποριακό, μα πάνω από όλα αυθεντικό. Χρησιμοποίησε τεχνικές και πρακτικές που αναπτύχθηκαν στους κύκλους του Σουρεαλισμού έχοντας ως αντικείμενο την ρευστή εικόνα του εαυτού της και επιχειρώντας να διαλύσει τα υπάρχοντα στερεότυπα ταυτότητας. Συνέβαλε σημαντικά στη συνειδητοποίηση της σημασίας της έμφυλης ταυτότητας, στρέφοντας την προσοχή σε θέματα που ακόμη αποτελούν ταμπού για τη σύγχρονη δυτική κοινωνία, μια κοινωνία που αδυνατεί να κατανοήσει ταυτότητες που βρίσκονται έξω από το δυαδικό φύλο και δεν μπορεί να τερματίσει τις πρακτικές διάκρισης και διαχωρισμού εντός της.


Βιβλιογραφία:

  • Bate David. (2004). Photography and Surrealism: Sexuality, Colonialism and Social Dissent. Νέα Υόρκη: I.B. Tauris.
  • Bauduin M. Tesel. (2012). “Claude Cahun”. Photography & Culture, τομ.5.
  • Friedewald Boris. (2018). Women Photographers: From Julia Margaret Cameron to Cindy Sherman. Munich: Prestel.
  • Schirmer Lothar. (2003). Women Seeing Women: From the Early Days of Photography to the Present. NewYork: W. W. Norton & Company.
  • Tirza True Latimer. (2005). «Women Together / Women Apart: Portraits of Lesbian Paris, Don’t Kiss Me: The Art of Claude Cahun & Marcel Moore». Woman’s Art Journal, τομ. 28.
  • Walter Guadagnini. (2015).  Photography: The Contemporary Era 1981-2013. Milan: Skira.

[1] Επιλέγω το θηλυκό γένος αντί του ουδέτερου, που δεν ευσταθεί πριν από τα ονόματα ή ίσως κάνω λάθος και να ευσταθεί (;).
[2] Με στόχο την παραγωγή επαναστατικών και μη ορθολογικών εικόνων, οι σουρεαλιστές ανέπτυξαν τεχνικές, όπως τα φωτογράμματα, τις σκηνοθετημένες εικόνες, τα φωτογραφικά κολλάζ, το φωτομοντάζ, τις νέες χημικές παρεμβάσεις και καινούργιους τρόπους επεξεργασίας της εικόνας, όπως το solarization, προκειμένου να αναδειχθεί το παράλογο της πραγματικότητας.
[3] Η Sherman εξετάζει την κατασκευή της γυναικείας ταυτότητας, απεικονίζοντας τον εαυτό της σε ποικίλες πόζες και υποδυομένη ρόλους, που βασίζονται σε στερεότυπα της αμερικάνικης κοινωνίας και των κινηματογραφικών κλισέ σχετικά με το γυναικείο φύλο.


Klavdia Balampanidou (b.1991)
Based in Nicosia, Cyprus.
History and Theory of Arts (MA), Cyprus University of Technology.
Audio & Visual Arts, Ionian University, Greece.
Klavdia Balampanidou
Klavdia Balampanidou