Γεωργία Πονηράκου: “Η ποίηση είναι η έξη μου. Και χωρίς τη φωτογραφία δεν μπορώ να θυμάμαι”
Από το 2017 που, ενόψει της έκθεσης Self Encounter, συζητούσαμε για τον «εαυτό» ως φωτογραφικό θέμα, το αυτοπορτρέτο συνέχισε να σε απασχολεί, προχώρησες όμως και σε δύο τελείως διαφορετικά έργα, με θέμα το Άουσβιτς και την Μακρόνησο και δίνεις δείγματα και ενός τρίτου, με πρωταγωνιστές την οικογένειά σου. Ποιο στοιχείο συνδέει αυτές τις, κατ’ αρχάς, ετερόκλητες φωτογραφικές εργασίες;
Το ενωτικό στοιχείο είναι πως με ενδιαφέρουν. Θέλω να φτάσω σε συμπεράσματα, να διερευνήσω, να κατανοήσω. Οτιδήποτε εμπίπτει στη σφαίρα της σκέψης μου, οτιδήποτε με «καίει» να το επικοινωνήσω, μπορεί να είναι ένα εν δυνάμει φωτογραφικό έργο.
Δηλώνεις πως ο καλλιτέχνης οφείλει να είναι πολιτικοποιημένος και διατυπώνεις ανοιχτά τις θέσεις σου για τα τρέχοντα κοινωνικά ζητήματα, δίνοντας μερικές φορές αφορμή – και βήμα – για διάλογο και αντιπαράθεση. Η τέχνη τελικά προηγείται ή έπεται της πολιτικής;
Η τέχνη προηγείται της πολιτικής, δίνει όραμα, προτείνει λύσεις. Ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να είναι αποκλεισμένος σε μια φυσαλίδα και να μην επηρεάζεται από την πραγματικότητα γύρω του. Η ευθύνη του είναι να φέρει στην επιφάνεια στοιχεία και ψήγματα της αλήθειας που υπάρχει εκεί έξω. Να τα φέρει προς συζήτηση, προς αμφισβήτηση, ώστε να υπάρξουν διέξοδοι. Βρισκόμαστε σε μια πολύ σκοτεινή εποχή, γεμάτη αδιέξοδα, στα οποία, όπως διαπιστώνουμε, μόνο αδιέξοδα προτείνονται και σε αυτά τα αδιέξοδα δεν υπάρχει δημοκρατία.
Η ιδέα του project για την Μακρόνησο, που παρουσίασες στην ομαδική έκθεση Drawning Land/Breathing Water (APhF ’19), γεννήθηκε προφανώς χάρη στον παππού Κωνσταντίνο. Πώς εξελίχθηκε και τι απέδωσε αυτό το προσωπικό «ταξίδι»;
Βρήκα στο οικογενειακό μας αρχείο την μοναδική φωτογραφία του παππού μου από τη Μακρόνησο. Ήξερα για την εξορία του, μα δεν μου είχε μιλήσει ποτέ γι’ αυτό ο ίδιος. Ξεκίνησα με πολλά ερωτήματα, πολλές απορίες, που ακόμα υπάρχουν. Κάθε φορά που πάω στη Μακρόνησο νιώθω πως θα ανακαλύψω και κάτι ακόμα. Μετά την έκθεση Drawning Land/Breathing Water ήρθε η προτροπή από τον Παύλο Φυσάκη για να συμμετέχω, με βιβλίο αυτή τη φορά, στην κεντρική έκθεση του Μedphoto festival. Υπάρχει λοιπόν ένα βιβλίο για τη Μακρόνησο. Και το προσωπικό ταξίδι μου δεν σταμάτησε ακόμα, αφού η έκθεση και το βιβλίο είναι το εφαλτήριο για τη συνέχειά του.
«Ο εαυτός μου, που πάντα αφήνω για αργότερα» γράφεις, τολμώντας να μιλήσεις για την αναμέτρηση με τον φόβο της απώλειας, τις κρίσεις πανικού και την κατάθλιψη. Σε απασχολεί η μετατόπιση του κέντρου βάρους του καλλιτεχνικού έργου και η εκτροπή του ενδιαφέροντος στην ιδιωτική έκθεση, που αναπόφευκτα συντελείται;
Στην αρχή της ενασχόλησής μου με το αυτοπορτρέτο ίσως να υπήρχε αυτή η ανησυχία. Τώρα πια όχι. Η τέχνη συνεπάγεται αναπόφευκτα την έκθεση. Έχω συμφιλιωθεί με αυτό και με το γεγονός πως αφήνω την αλήθεια και την άποψή μου σε κοινή θέα.
Η Abigail Solomon – Godeau υπογραμμίζει στα έργα της τις ψευδαισθήσεις που δημιουργεί η φωτογραφία, ιδίως σε σχέση με τον ρόλο των φύλων, αποδίδοντας στον άντρα την ιδιότητα ενεργού υποκειμένου και στην γυναίκα θέση παθητικού αντικειμένου. Δημιουργώντας αυτοπορτρέτα, προβληματίζεσαι για τον τρόπο με τον οποίο η γυναικεία παρουσία εισπράττεται από τον θεατή ή θεωρείς την κάθε προσωπική ανάγνωση «ξένο», μετα-φωτογραφικό γεγονός;
Δημιουργώντας αυτοπορτρέτα αναρωτιέμαι πρωτίστως για την παρουσία του ανθρώπινου σώματος. Κατόπιν και αναπόφευκτα, με προβληματίζει που το γυναικείο σώμα τίθεται πάντα (ακόμα και για πόσο;) κάτω από το μικροσκόπιο για να φανούν οι ατέλειές του. Σε μια προέκταση του σώματος της γυναίκας, τοποθετούνται κάτω από έναν μεγεθυντικό φακό και οι σκέψεις, οι ιδέες, ο τρόπος των γυναικών. Άλλαξε η δεκαετία και τα στερεότυπα δεν λιγοστεύουν, οι διαχωρισμοί υπάρχουν ακόμα: καλλιτέχνης, αλλά γυναίκα καλλιτέχνης, ποίηση και γυναικεία ποίηση, λογοτεχνία και γυναικεία λογοτεχνία. Δεν καταλαβαίνω, προσωπικά, τον σκοπό που εξυπηρετούν αυτές οι επεξηγήσεις. Για να επανέλθω στο ερώτημά σου, θα ήθελα να καταφέρω κάποια στιγμή μια φωτογραφία μου ενός τοπίου ή μιας πέτρας να ενδιαφέρει, όσο και ένα γυμνό αυτοπορτρέτο.
Είσαι ταυτόχρονα και ποιήτρια. Οι στίχοι σου θα μπορούσαν να «περνούν» ως υπότιτλοι των εικόνων σου και αυτές μοιάζουν να οπτικοποιούν τα ποιήματά σου. Η εικόνα έχει δύναμη, αλλά από τις λέξεις δεν υπάρχει διαφυγή. Ποιο μέσο καταφέρνει τελικά να εκφράσει πιο αποτελεσματικά το εκάστοτε μήνυμα;
Η ποίηση θέλω να είναι η δουλειά μου. Είναι η έξη μου. Και χωρίς τη φωτογραφία δεν μπορώ να θυμάμαι. Είναι εργαλεία για εμένα, ως καλλιτέχνιδα. Όσο για την αποτελεσματικότητά τους είναι κάτι που πάντα θα με απασχολεί. Όταν υπάρχει συγκίνηση, σημαίνει πως κάτι αναμοχλεύεται. Όταν υπάρχει υπερβολική συγκίνηση, σημαίνει πως κάπου υπάρχει και λάθος. Όμως, με βεβαιότητα μπορώ να σου πω, πως είναι πολύ πιο δύσκολο να γράφεις.
Η τέχνη, προκαθορισμένη από τα βιώματα, τις εμπειρίες και τις αντιλήψεις του καλλιτέχνη, δύναται ποτέ να υπερβεί το υποκείμενό της; Με άλλα λόγια, ακόμα και εάν μια φωτογραφία αστοχήσει σε καθετί, μπορεί ποτέ να αποφύγει την «αποκάλυψη» του δημιουργού της;
Δεν ξέρω μια φωτογραφία που να είναι εύστοχη στο καθετί. Αν ήξερα, ίσως να μπορούσα να απαντήσω με περισσότερη σαφήνεια στην ερώτηση αυτή.
Συμμετέχεις στην κεντρική έκθεση του Medphoto Festival Critical Archives IV: Documents, σχετικά με την αρχειακή πρακτική, τις λειτουργίες του αρχείου, τη μελέτη των μηχανισμών αρχειοθέτησης και των υποκειμένων της. Η φωτογραφία μεταβάλλεται ως προς τη δυναμική ή ακόμα και το νόημα, όταν αποβάλλει την αποσπασματικότητά της και εντάσσεται οργανικά σε ένα αρχείο;
Το αρχείο στην κεντρική έκθεση του Medphoto δεν είναι πια μια στατική δομή, αλλά κάτι ζωντανό, που σε καλεί να ανοίξεις διάλογο μαζί του.
Πολλά ετερόκλητα αρχεία αποτελούν ψηφίδες αυτής της έκθεσης και η φωτογραφία είναι μια από αυτές. Είναι ένα εργαλείο αρχειοθέτησης, το οποίο ταξινομείται εκ νέου, θέτει ερωτήματα για τη συσχέτιση οικογενειακών μνημών με πολιτικά γεγονότα, αναπαράγει σύμβολα και βλέμματα, μελετάται ως εργαλείο ελέγχου της συλλογικής μνήμης. Συνεπώς, υπάρχει σαφής επανανοηματοδότηση της φωτογραφίας με την ένταξή της σε ένα ευρύτερο ζωντανό αρχείο, που μας καλεί να αναρωτηθούμε και για τον ίδιο τον δημιουργό της.
Πώς λειτουργούν μέσα σου τα προσωπικά και οικογενειακά φωτογραφικά αρχεία; Διαφυλάσσουν μνήμη; Διδάσκουν; Συμφιλιώνουν; Ή αποτελούν απλώς μια ακόμα μάχη ενάντια στον χρόνο και τον θάνατο;
Είναι υπαρκτή αυτή μάχη; Το τέλος είναι το μόνο που δεν θα έπρεπε να μαχόμαστε. Νιώθω μερικές φορές σαν να προβλέπω τον θάνατο, καθώς φωτογραφίζω. Θα μπορούσα να σου πω πως, οι φωτογραφίες κάνουν κάτι λίγο, από αυτά που αναφέρεις κάθε φορά. Και βέβαια αυτό που κυρίως επιτελούν, είναι μια ροπή προς εξέλιξη, μια πρόταση στον εαυτό να φτάσει επιτέλους να είναι αυτός που είναι, να ξεφύγει από τη ρηχότητα και να κατακτήσει το βάθος του.
Η Γωγώ Πονηράκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983.
H ενασχόληση με τη φωτογραφία προέκυψε κατά τη διάρκεια των σπουδών της στη Βιολογία, το 2011. Έχει παρακολουθήσει workshops (με τον Πάνο Κοκκινιά, τον Παύλο Φυσάκη, τον Λουκά Βασιλικό,τον Ιωάννη Τζανετέα), ενώ τον Μάρτιο του 2017 επιλέχθηκε για να παρακολουθήσει το masterclass με τον Antoine d’ Agata στην Αθήνα, στο Void και τον Σεπτέμβριο του 2019 παρακολούθησε το workshop με τον Joel Sternfeld, που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο, στο πλαίσιο του Medphoto 2019. Είναι απόφοιτος της Focus, Σχολή Φωτογραφίας & Βίντεο. Δουλειά της έχει παρουσιαστεί σε φεστιβάλ και γκαλερί ανά την Ελλάδα και παράλληλα έχει δημοσιευτεί σε ξένα και ελληνικά μέσα, έντυπα και online.
Το έργο της για την Μακρόνησο παρουσιάστηκε στο APhF 19, σαν μέρος της έκθεσης Drawning Land/Breathing Water, ενώ μέχρι και τον Μάρτιο του 2020 θα εκτίθεται στην κεντρική έκθεση του Medphoto festival, στο Ρέθυμνο.
Τον Φεβρουάριο του 2017 τυπώθηκε το πρώτο της zine, με φωτογραφίες της και ποιήματα του Κωστή Ντέμου. Από τότε έχει τυπώσει μόνη της σε λίγα αντίτυπα ένα ακόμα zine (Diaphaneity).
Είναι μέλος της φωτογραφικής ομάδας OramaPhotos.
Όταν δεν ασχολείται με τη φωτογραφία, γράφει ποίηση.
https://www.facebook.com/jorgitapon