Ήταν του Μάη το πρόσωπο (ΙΙ)

Ήταν του Μάη το πρόσωπο (ΙΙ)

photo: Elinor Carucci 2016, Three Generations

Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια πώς ήταν πριν οι πόνοι της αρχίσουν.

Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα μαύρα τα μαλλιά της

απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της – το βλέπω ακόμα κείνο το

χέρι να σαλεύει.

Χειμώνες είκοσι τη φοβερίσαν, τα βάσανά της δεν είχαν σωσμό,

κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν τη ζύγωνε.

Και τότε πέθανε, και

το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί.

Στο δάσος είχε μεγαλώσει.

Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ‘χαν τραχύνει

βλέποντάς την τόσο καιρό να ξεψυχάει.

Τη συγχωρέσαμε που έτσι βασανίστηκε,

μα κείνη είχε χαθεί ανάμεσα στα πρόσωπά μας,

προτού να σβήσει ολότελα.

Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να τους κρατήσουμε.

Έχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν έχει απομείνει ανάμεσα σε

μας κι εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά μας σαν χωρίζουμε.

Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε,

τόσο αναμασούσαμε τ’ ασήμαντα.

Ω, γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα πούμε, ήτανε τόσο εύκολο,

και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας. Εύκολες ήταν λέξεις, 

σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελούσαμε έπεσαν,

και τώρα το λαιμό μας πνίγουν.

Το δείλι, χτες, πρωτομαγιά, πέθανε η μητέρα μου!

Και δε μπορώ, από τη γη να τήνε ξεριζώσω με τα νύχια μου!

(Μπέρτολντ Μπρεχτ, Τραγούδι για τη μητέρα μου)