Κυριακή μεσ’ τον χειμώνα (ΙΧ)

Κυριακή μεσ’ τον χειμώνα (ΙΧ)

 Επιμέλεια στήλης: ζωή μπέλα

photo: Jamie Baldridge

” … Άμα βρέθηκε μονάχη της η Ελένη, άρχισε να περπατά στο μάκρος του ποταμού.
Μια παράξενη διάθεση της ήρθε : να τραγουδήση.
Και τραγούδησε.
Το τραγούδι της όμως ήταν θλιβερό και παραπονεμένο.

Βαδίζοντας έτσι έφτασε ως την απέραντη θάλασσα. Κοίταξε τη γαλάζια ατέλειωτη επιφάνεια. Ούτε βάρκα, ούτε πανί δεν έβλεπε πουθενά. Αλλοίμονο, πώς θα μπορούσε να ταξιδέψη ; Τα κύματα κυλούσαν μπροστά της, το ένα πίσω από τ’ άλλο. Φαίνονταν σα να της έλεγαν ότι δεν κουράζονταν ποτέ.

–  Σας ευχαριστώ για το μάθημα της επιμονής που μου δίνετε, ακούραστα κύματα ! ,  είπε. Κ’ εγώ πρέπει να τρέξω, να τρέξω αδιάκοπα, να μη σταθώ ποτέ, ωσότου επιτύχω ό,τι ζητώ !

Μόλις πρόφερε τα λόγια αυτά, γύρισε αθέλητα τα μάτια της στα υγρά φύκια που λαμποκοπούσαν στον ήλιο.
Κοίταξε προσεκτικά και ξεχώρισε ανάμεσά τους φτερά ολόασπρα κύκνων.

-Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξη εφτά, οχτώ, εννιά,  δέκα, έντεκα ! ,  μέτρησε η Ελένη. Έντεκα άσπρα φτερά κύκνων ! Τι παράξενο !

Κι άμα ο ήλιος σκόρπιζε τις τελευταίες του αχτίνες, είδε έντεκα αγριόκυκνους με χρυσές κορώνες στο κεφάλι.
Κρύφτηκε πίσω από κάτι θάμνους και περίμενε. Οι αγριόκυκνοι πετούσαν προς την ακρογιαλιά. Μόλις έφτασαν εκεί, κάθησαν κοντά της, χωρίς να την προσέξουν.
Μα να, σε λίγο ο ήλιος χάθηκε πίσω από το βουνό, τα κόκκινα χρώματα της δύσης ξεθώριασαν και τα φτερά των κύκνων έπεσαν με μιας στη γη κι απ’ αυτά βγήκαν έντεκα ωραία βασιλόπουλα.

Αν κ’ η Ελένη είχε πολύν καιρό να δη τ’ αδέλφια της, μολαταύτα τα γνώρισε αμέσως.
Ω, πόση χαρά ένοιωσε να πλημμυρίζη την καρδιά της ! Πετάχτηκε μέσα από τα χαμόκλαδα και ρίχτηκε στην αγκαλιά τους. “

(Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ” Οι Αγριόκυκνοι “
Μετάφραση: Δ.Β. Ακρίτα)