
Σώμα του καλοκαιριού (Ιούνιος ΙΙΙ)
photo: Ernst Haas
(Του κολυμπητή)
Ο Κωσταντής, οι άρχοντες κι ο βασιλιάς αντάμα,
κάθουνται τρων και πίνουνε και γλυκοχαιρετιούνται.
Κ’ εκεί που τρώγαν κι έπιναν και διπλοχαιρετιούνταν,
ο Κωσταντής καυχήστηκε μπροοτά στους αφεντάδες.
“Εσείς μικρόν με βλέπετε, μικρόν και με θαρρείτε,
κι εγώ τη μαύρη θάλασσα να πλέξω, να περάσω.”
Κι ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε στον Κωσταντίνο λέγει.
“Αν την περάσεις, Κωσταντή, γαμπρό θε νά σε κάμω,
θέλεις την πρώτη μ’ αδερφή, θέλεις τη δεύτερή της,
θέλεις τη θυγατέρα μου, τη λαμπρογεννημένη,
οπού γεννήθη τη Λαμπρή κι έλαμψ’ ο κόσμος όλος.”
Κι ο Κωσταντής σαν τ’ άκουσε πολύ καλό του φάνη,
ξεντύθη, ξαρματώθηκε, στη θάλασσα πηδάει.
Δώδεκα μίλια πέρασε με γέλια, με τραγούδια,
κι άλλα δώδεκα πήγαινε με μαύρα μοιρολόγια.
“Θάλασσα πικροθάλασσα και πολυκυματούσα,
τόσες φορές σε πέρασα με γέλια με τραγούδια,
και τώρα για το στοίχημα βουλήθης να με πνίξεις.”
Της θάλασσας τα κύματα αυτά μόν’ τον ρωτούσαν.
“Βρε νέε μου, συ πλέχτηκες, βρε νέε μου, τρελάθης.
Για μια κόρη λιμπίστηκα, τ’ αφέντη θυγατέρα.”
Κ’ εκεί που πνίγη ο Κωσταντής παλάτι εθεμελιώθη
με το γυαλί, με το ψηφί, με το μαργαριτάρι.
Και πάνου κόρη κάθονταν ξανθή και μαυρομάτα,
τη θάλασσα νεμάλωνε και την καταροΰσε.
(Παραδοσιακό)