Βασίλης Καρκατσέλης – Με σύμμαχο το χρόνο, εισάγει τη δημιουργία και το χάος στη ζωή μας
Συνέντευξη του εικαστικού-φωτογράφου με αφορμή την συμμετοχή του στην ομαδική έκθεση 7+1 χωροΣυνθέσεις, στο Booze*
Ο εικαστικός-φωτογράφος Βασίλης Καρκατσέλης είναι μια περίπτωση καλλιτέχνη, που είναι συνεπής στην παραγωγή έργου και την εξαγωγή των προβληματισμών του. Με τον τρόπο του ρίχνει συνεχώς νερό στο μύλο της συζήτησης γύρω από την τέχνη, την κοινωνία, τη θέση και την ευθύνη του ατόμου και των συλλογικοτήτων μέσα σε αυτή. Γι’ αυτό και πάντα έχει ενδιαφέρον μια συζήτηση μαζί του.
Εδώ, μοιράζεται μέσω της συνέντευξης του στον Αλέξανδρο Σωματαρίδη, τη ματιά του πάνω στο πως γεννιέται μια φωτογραφία, πως και κατά πόσο απεικονίζει την πραγματικότητα και ποια η διάρκεια ζωής της. «Η εισβολή χαοτικών παραμέτρων στην εικόνα, πάντα ήταν στοιχείο της, και κατά τη δημιουργία, και κατά την ανάγνωσή της», λέει χαρακτηριστικά.
Σημειώνει επίσης, ότι αποδέχθηκε τη ματαιότητα της μάχης με τον χρόνο και αποφάσισε ότι είναι προτιμότερο να τον έχει κανείς ως σύμμαχο. Διαβάστε παρακάτω, μεταξύ άλλων και την ενδιαφέρουσα θεώρησή του για την σύγχρονη εκτεταμένη χρήση της φωτογραφίας, καθώς και για την συμμετοχή του στις 7+1 χωροΣυνθέσεις.
Η φωτογραφική του έκθεση λειτούργησε από το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019, στις 20:00, μέχρι και την Κυριακή 10 Μαρτίου 2019, ενταγμένη στην ομαδική έκθεση, σε επιμέλεια του Γιάννη Ευθυμιάδη. Μέσα από αυτή τη σύμπραξη επιχειρήθηκε να χαραχθούν, στους χώρους του BOOZE, διαδρομές ανάμεσα στη ζωγραφική, την γλυπτική, τη φωτογραφία και τη μουσική.
Προ- και μετά- φωτογραφία. Τι μέρος αυτών των εκφράσεων σας καταλαμβάνει η παραδοσιακή φωτογραφία;
«Παραδοσιακή Φωτογραφία», τι είναι αυτό; Μήπως η φωτογραφία του προ-προηγούμενου αιώνα με τις γιγαντιαίες μηχανές που χρειαζόσουν βαστάζους να τις κουβαλάνε ή μήπως η ασπρόμαυρη αισθητική ή μήπως το τυπωμένο χαρτί ή μήπως η φωτογραφία σε φιλμ ή …..;
Η φωτογραφία είναι ένα μέσον που συνδέεται άρρηκτα με την τεχνολογία, όπως πχ ο κινηματογράφος. Η τεχνολογική εξέλιξη των εργαλείων του μέσου αυτού, από την πρώτη κιόλας δεκαετία της εμφάνισης της φωτογραφίας, προσέδιδε δυνατότητες, άρα άλλαζε τελείως την υλικότητα και την εμφάνιση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάζουμε σε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή φωτογραφία. Οι αλλαγές αυτές σημαίνουν αλλαγές και στη φόρμα και στην αισθητική, και στη χρήση, και στις σχέσεις με την κοινωνία και…..
Από τα πιο πρόσφατα να θυμηθώ το σάλο που ξεσπούσε (από τους «παραδοσιακούς» της εκάστοτε εποχής) για την όποια νέα δυνατότητα αναστάτωνε τα ύδατα, πχ για το αν είναι φωτογραφία η ψηφιακή καταγραφή της εικόνας σε σένσορα και όχι σε φιλμ, για το πόσο πειράζουμε την φωτό στον υπολογιστή (λες και δεν της αλλάζαμε τον αδόξαστο πριν την εμφάνισή του), για το αν τυπώνουμε σε φωτογραφικά ή fine art χαρτιά, για το αν πρέπει να θεωρούμε τη φωτογραφία του κινητού τηλεφώνου φωτογραφία και διάφορα άλλα τέτοια φαιδρά. Ψευδοπροβλήματα επί των οποίων τις απαντήσεις δίνει η ίδια η ζωή. Όποιος μένει σε αυτά, μένει και πίσω από την εποχή του, άρα δεν θα μπορέσει να μιλήσει για αυτήν (φωτογραφικά) με σημερινό λόγο. Σήμερα δεν πρέπει να ενδιαφέρει κανέναν αν πριν πατήσεις το κουμπί για να βγει η φωτογραφία σου, κοιτάς μέσα από το ματάκι, αν ελέγχεις την εικόνα στην οθόνη της μηχανής ή ακόμη – ακόμη και αν δεν βλέπεις καθόλου και φωτογραφίζεις «κατά προσέγγιση». Από αλλού έγκειται η αξία της εικόνας σου.
Μία άλλη εκδοχή αυτού του «Παραδοσιακή Φωτογραφία», ίσως είναι το πώς φωτογραφίζουμε, το πώς δουλεύουμε με την κάμερα, το πώς ελέγχουμε το χρόνο φωτογράφισης ή άλλα στοιχεία της λήψης. Ο «παραδοσιακός» πχ φωτογράφος θα έλεγε φωτογραφίζω τον κόσμο όπως είναι, αλλά θα «έκανε γαργάρα» το πόσο κοντά ή μακριά πλησίασε το θέμα του, το τι επέτρεψε να εισχωρήσει στο κάδρο και τι άφησε απ έξω, το αν δούλεψε με φλας και άλλαξε τον φωτισμό ή κακοφώτισε για μία πιο μουντή ατμόσφαιρα, το πόσο περίμενε για να βρεθεί το θέμα του στη θέση που ήθελε ή πόσο σκηνοθετημένος είναι αυτός ο κόσμος που μας παρουσιάζει, τι προφίλ επέλεξε, τι κοντράστ κτλ.
Ας έλθουμε, όμως, στο επί προσωπικού.
Οι φωτογραφίες που παρουσιάζω σε αυτή την έκθεση, ίσως δικαιολογημένα, δημιουργούν ερωτήματα του τύπου «μα που το πάει η φωτογραφία σήμερα» ή «μα είναι αυτό φωτογραφία;». Ίσως αυτός να είναι και ένας βαθύτερος στόχος της, να διευρύνει τις απόψεις για το τι μπορεί να θεωρείται φωτογραφία, άρα να ανοίξει ορίζοντες και για άλλους δημιουργούς οι οποίοι θα προχωρήσουν την υπόθεση παραπέρα.
Στην πρώτη μου ενότητα το θέμα που διαχειρίζομαι είναι το που τελειώνει μία φωτογραφία. Και απαντώ: Ούτε την ώρα του κλικ, ούτε την ώρα της εκτύπωσης, ούτε την ώρα της κορνίζας, αλλά σχεδόν ποτέ. Σήμερα θα ήθελα στον καθένα μας να δίνεται η δυνατότητα να πάρει το «τελειωμένο προϊόν» τη φωτογραφία και να την σκίσει, κόψει, επικολλήσει με άλλη, βάψει, πλέξει και ότι άλλο θα ήθελε. Αν ο φωτογράφος ασχολείται με ότι εκεί έξω στον κόσμο, εκεί έξω στον άμεσο περίγυρό του είναι και οι τυπωμένες εικόνες μας (δικές του, φίλων ή ξένες). Ας τις κάνει ότι θέλει, ακόμη και να τις ξανά-φωτογραφίσει. Ο σύγχρονος φωτογράφος δε σέβεται το παρελθόν θεοποιώντας το. Το αντιμετωπίζει ως πρώτη ύλη για τη δική του δημιουργία, για να χαράξει ελεύθερα την δική του πορεία στα δύσκολα μονοπάτια της έκφρασης ή της διατύπωσης σύγχρονων ερωτημάτων. Τώρα, αν αυτά τα νέα έργα που θα προκύψουν από τέτοιου είδους διαδικασίες τα ονομάζουμε φωτογραφίες ή έργα που στηρίζονται στη φωτογραφία ή έργα μετά τη φωτογραφία, ας είναι το μη κυρίαρχο.
Στη δεύτερη ενότητα των έργων που παρουσιάζω στο BOOZE, περιλαμβάνω έργα που εντάσσω στην ενότητα της «αδιαμεσολάβητης φωτογραφίας», έργα που θα έπρεπε να ανήκουν, (και εκεί την εντάσσω αυτή την ενότητα), στην«Παραδοσιακή Φωτογραφία» και ας μη θυμίζει τίποτε επάνω τους αυτή την «Παραδοσιακή Φωτογραφία». Είναι παραδοσιακή γιατί δεν επεμβαίνω καθόλου, μα καθόλου, στην εικόνα. Απλώς το θέμα μου είναι κουνημένο, έγχρωμο και παραμορφωμένο. Απλώς αντί να διαλέγω, όπως παλιά, ένα ληγμένο φιλμ, τώρα διαλέγω έναν ληγμένο σένσορα. Επιτρέπεται; Φυσικά απαντώ. Ελέγχω πλήρως το αποτέλεσμα; Όχι φυσικά ανταπαντώ. Γιατί με τα φιλμ ή τα τέλεια φωτόμετρα ελέγχαμε πλήρως το αποτέλεσμα;
Η εισβολή χαοτικών παραμέτρων στην εικόνα, πάντα ήταν στοιχείο της, και κατά τη δημιουργία, και κατά την ανάγνωσή της.
Γιατί τάσσεστε κατά της αιωνιότητας της φωτογραφίας; Ποια είναι η προεξάρχουσα ιδιότητα της κατά τη γνώμη σας;
Κατά το παρελθόν, η μοναδικότητα μίας αργυροτυπίας ήταν αδιαμφισβήτητη, όπως ας πούμε ένα πορσελάνινο βάζο. Αν έσπαγε το βάζο, πάει, θα ήταν πάντα ένα σπασμένο βάζο, ακόμη και αν το κολλήσουμε άψογα. Έτσι και η φωτογραφία, αν την πιάνουμε, αν την αφήνουμε στην καπνίλα, την ατμοσφαιρική ρύπανση κτλ, οξειδώνεται και δε μένει στη αιωνιότητα αλώβητη. Ποια αιωνιότητα, όμως; Ο δημιουργός δεν ενδιαφέρεται για το τι και πως θα αντιμετωπίζεται το έργο του σε εκατό χρόνια μετά. Τον ενδιαφέρει το τώρα της δημιουργίας και του διαλόγου για αυτήν. Πάντα σε ενεστώτα χρόνο διαπραγματεύεται με το δημιούργημά του, με το κοινό του έργου και την κοινωνία. Ο ανοικτός διάλογος μόνον αν είναι ΤΩΡΑ, έχει αξία για το έργο, για τον ίδιο και το κοινό τους.
Το «μη μου άπτου» ήταν ένας περιορισμός σε αυτήν την επικοινωνία. Το διαπίστωσα στις εκθέσεις μου και αποφάσισα να το καταργήσω.
Δεν περιφρονώ τη διάρκεια του έργου.
Αλλά, η ζωή μου έχει δείξει πως τα υλικά εκτύπωσης αλλάζουν ανά τετραετία. Αυτό μεταφράζεται πως ένα έργο (από μία ενότητα έργων) που πουλήθηκε ή καταστράφηκε, δε μπορεί να ξανατυπωθεί σε παρεμφερές ή ίδιο υλικό, ώστε αν ξανά-εκτεθεί αυτή η ενότητα έργων, να μην είναι ορατή η διαφορά της παλαιάς εκτύπωσης, από τη νέα εκτύπωση. Αυτό μεταφράζεται σε επανεκτύπωση του συνόλου των έργων, κάτι που πρέπει να μεταφράζεται σε αδιαφορία (;) για την κατάσταση των «πρωτότυπων» εκτυπώσεων.
Να γιατί επιτρέπω στους θεατές των έργων μου να τα απολαμβάνουν όχι μόνο με την όραση και το μυαλό, αλλά και την αφή.
Πως βλέπετε τη ζωή μέσα από το φωτογραφικό φακό;
Για εμένα η ζωή δεν είναι κάτι κάπου εκεί έξω από τη φωτογραφία μου. Είναι ένα από τα στοιχεία του εγώ μου ως προσωπικότητας σε ενιαίο σύνολο. Στη ζωή μου η φωτογραφία παίζει κάποιο σημαντικό ρόλο και στη φωτογραφία μου βλέπεις τους φίλους μου, αποτυπώνεται η κοινωνική μου παρουσία, διαβάζεις ερωτήματα ή αντιρρήσεις για την πολιτική, για τις συμπεριφορές των συμπολιτών μου, για το περιβάλλον, για τις αγωνίες περί εξέλιξης του ίδιου του μέσου κτλ.
Μέσα από το φακό βλέπω και βλέπομαι, με αυτόν κοιτώ μακριά και κοντά, παρατηρώ έξω και διαβάζω το μέσα μου.
Τι σας έχει διδάξει η ενασχόληση με τη φωτογραφία σχετικά με τη ροή του χρόνου;
Ο χρόνος είναι σύμμαχος καλός, αλλά και ο χειρότερος εχθρός. Ρέει ακατάπαυστα, δίχως να υπολογίζει τις δικές μου αδυναμίες, την ανάγκη μου για ταξίδια, διάβασμα, καφέδες και συζήτηση, γενικώς, για πολύ περισσότερα πράγματα από όσα καταφέρνω να χωρέσω στο περίφημο εικοσιτετράωρο της κάθε ημέρας.
Ευτυχώς πριν από πολλά χρόνια κατάλαβα πως δεν προλαβαίνω τίποτε, το αποδέχτηκα και έκανα σύνθημά μου το σλόγκαν: Δεν θα τα κάνουμε όλα εμείς, χαλάρωσε. (πληθυντικός ευγενείας που συμπεριλαμβάνει και τους φίλους που συν-δραστηριοποιούμαστε στα «συλλογικά».
Αυτή η συνεχής πίεση από την έλλειψη χρόνου, ασυνείδητα σπρώχνει πολύ και προς τη διαγραφή του παρελθόντος, (πρόσφατου ή παλαιότερου), ώστε να υπάρχει χώρος (στη μνήμη RAM) για την καλλίτερη οργάνωση και απόλαυση του εκάστοτε παρόντος και μέλλοντος. Η φωτογραφία, λοιπόν, που γεμίζει ένα σημαντικό μέρος του χρόνου μου, ευθύνεται και για την διαγραφή σημαντικών στοιχείων από τη μνήμη. Μέχρι τη στιγμή που θα εμφανιστεί μπροστά μου μία φωτογραφία από το ΤΟΤΕ, και ως εκ θαύματος, όλα τα του τότε τα φέρνει μπροστά, με κάθε λεπτομέρεια. Είναι η περίπτωση που, από άλλη γωνία θεώρησης, αντιλαμβανόμαστε τη δύναμη της φωτογραφίας και την ικανότητα που έχει να καταργεί το χρόνο, να διατηρεί στο αέναο παρόν και το πιο μακρινό, σημαντικό ή ασήμαντο, συμβάν ή κατάσταση.
Ας μην ξεχνάμε πως, πολλοί από τους φωτογράφους καταπιάνονται με αυτή την ιδιότητα του μέσου, την καταγραφή με αξιομνημόνευτες εικόνες του τώρα, για τη διατήρησή του σε βάθος χρόνου, μία ιδιότητα μοναδική που δεν διαθέτει κανένα άλλο μέσον, πλην ίσως της κινούμενης εικόνας.
Η γενιά σας μεγάλωσε με τη φωτογραφική μηχανή να είναι κάτι απόμακρο, ανέπτυξε μια σχέση θαυμασμού, μυστηριακή. Η τωρινή γενιά έχει ξεπεράσει την εξοικείωση, αποκτώντας μια σχέση εξάρτησης με τη φωτογραφία. Τι σημαίνει αυτό για το πώς εκλαμβάνουμε τη συγκεκριμένη τέχνη και το πώς εξελίσσεται;
Η γενιά μου δεν είχε όλη αυτοκίνητα, όπως η γενιά των γονέων μου δεν είχε ψυγείο.
Η γενιά μου είχε δίσκους και ήξερε να απολαμβάνει τη μουσική, η σημερινή γενιά ακούει από το You Tube.
Εμείς αγοράζαμε περιοδικά για κάποιο άρθρο ή εφημερίδες γιατί τη συγκεκριμένη ημέρα έγραφε κάποιος του οποίου η άποψη μας ενδιέφερε και το άρθρο του το αποδελτιοποιούσαμε, για να το διαβάζουμε όταν είχαμε χρόνο ή όταν μπορούσαμε να το καταλάβουμε.
Εμείς διαβάζαμε βιβλία και όταν ήταν δύσκολα, κοιμόμασταν με αυτά, τα παίρναμε στον καναπέ, την τουαλέτα ή την εκδρομή, υπογραμμίζαμε για να συζητάμε. Σήμερα, όλοι διαβάζουν στο φτερό τις επικεφαλίδες και ενημερώνονται από την οθόνη του κινητού για κάθε ανεύθυνη μπούρδα που κυκλοφορεί στον παγκόσμιο ιστό, σπαταλώντας το χρόνο που τους δόθηκε στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Τι να κάνουμε, έτσι είναι η εποχή. Τα πράγματα ίσως φτιάξουν, ίσως χειροτερέψουν, στο μέλλον.
Στο θέμα μας τώρα.
Σήμερα όλοι έχουν στην τσέπη τους μία ή και δύο φωτογραφικές μηχανές. Είναι κακό; Όχι.
Παλαιά, όλοι τις «αναμνηστικές» τους φωτογραφίες τις κρατούσαν στο τραπεζάκι και τις έδειχναν στους φίλους. Καλές ή κακές ήταν οι φωτογραφίες τους και μπορούσαν, δείχνοντάς τες, να αφηγηθούνε πάμπολλα για κάθε μία από αυτές. Το ίδιο κάνουν και τώρα, μόνο που τις ανεβάζουν σε πλατφόρμες και τις βλέπει ο καθένας «φίλος». Είναι κακό; Όχι.
Το κακό είναι πως με τις φωτογραφίες αυτές και την υπερβολική χρήση αυτών των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μειώνεται η χρήση του λόγου, μακραίνουν οι αποστάσεις και οι διαπροσωπικές επαφές.
Φταίει για αυτό η φωτογραφία; Όχι.
Καταστρέφει την αντίληψη που έχουμε για το τι είναι η φωτογραφία; Όχι. Οι λαϊκές δοξασίες και αντιλήψεις για το τι είναι, για το ποιο πράγμα μιλάει και πως φωτογραφίζει μία φωτογραφία, πάντα, μα πάντα, δεν είχαν σχέση με τη «φωτογραφία των δημιουργών» ή την «φωτογραφία των εικαστικών». Δεν έχουν και τώρα. Ούτε την επηρεάζανε, ούτε την επηρεάζουν. Η κάθε πλευρά αδιαφορεί (;) για την άλλη.
Το πόσοι από τους σημερινούς χρήστες ή τους ερασιτέχνες φωτογράφους θα δουν τη φωτογραφία «με άλλο μάτι» στο μέλλον, δεν είναι κάτι που μπορούμε να το συζητήσουμε απλά. Ο «εκδημοκρατισμός» της φωτογραφίας είναι άγνωστο αν οδηγεί στη δημοκρατία και την τέχνη. Όταν θα το ξέρουμε, θα είναι αργά, θα τρέχουν άλλα ερωτήματα.
Πως βλέπετε να υποδέχεται την τέχνη σας η νέα γενιά;
Με τους νέους (όλων των ηλικιών) που μπορώ να έχω ή να διατηρώ μία επαφή, επιτρέπεται να πω πως η δουλειά μου αναγνωρίζεται για αυτό που είναι. Το ίδιο και «η καλή φωτογραφία».
Το θέμα είναι πως αυτοί δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα ελάχιστο ποσοστό της νεολαίας.
Όπως είπαμε και παραπάνω, όμως, έχω αποδεχθεί πως δε μπορώ να ξεναγώ όλους στις εκθέσεις μου, παρά μόνο αυτούς που θα θελήσουν να έλθουν (η ευθύνη του θεατή). Δε μπορώ να βρίσκομαι σε όλα τα σχολεία για παρουσιάσεις, γιατί ο χρόνος είναι λειψός. Δε μπορώ να βοηθάω όλους τους δασκάλους που διδάσκουν στην εκπαίδευση (με οιοδήποτε τρόπο) φωτογραφία κτλ.
Τι δίνει στην ομαδική έκθεση 7+1 ΧωροΣυνθέσεις η τέχνη του Βασίλη Καρκατσέλη και τι παίρνει από την παρουσία της σε αυτή;
Η συμμετοχή μου στο project είναι η γέφυρα, μεταξύ της «μηχανικής αναπαραγωγής του έργου» που έλεγε ο Μπένζαμιν και της χειρωναξίας. Είναι το συν του τίτλου, το «εντός, εκτός και επί τα αυτά».
Σε κάθε συνεύρεση ο καθένας παίρνει και δίνει ή προσφέρει ότι έχει και αποδέχεται ότι του προσφερθεί.
Τι θεωρείτε ότι προσφέρει μια τέτοια συνάντηση τόσο στους συμμετέχοντες καλλιτέχνες, όσο και στο κοινό;
Σε μία ατομική έκθεση ο καθένας μας παρουσιάζει μία υποτίθεται πλήρη σφιχτή ενότητα έργου, με αρχή μέση και τέλος. Αυτή η ενότητα ή αρέσει ή όχι, ή γίνεται κατανοητή ή όχι. Μπορεί από μία ατομική έκθεση που επισκεφτήκαμε να φύγουμε πλήρεις, αλλά μπορεί και (να φύγουμε) απογοητευμένοι.
Στις ομαδικές εκθέσεις κατατίθενται διαφορετικές γραφές και φόρμες, διαφορετικές μορφές, μεγέθη, υλικά, μέσα κτλ. Αποτέλεσμα; Όσο κουρασμένη ή εκλεπτυσμένη και αν είναι η ματιά μας, κάτι από όλα θα μας τραβήξει το ενδιαφέρον. Για κάτι απ’ όλα θα αξίζει τον κόπο που «σπαταλήσαμε» το χρόνο μας.
Γι αυτό και η δική μου συμμετοχή στην έκθεση, μια και οι Αθηναίοι δεν έχουν παρακολουθήσει την εξέλιξη της δουλειάς μου, αποφάσισα πως θα έπρεπε να είχε το χαρακτήρα μίας διπλής έκθεσης, με έργα από δύο διαφορετικές αντιμετωπίσεις της φωτογραφίας (από εμένα) και μία ενδιάμεση (συνδετική) τα βιβλία.
*Η συνέντευξη δόθηκε στον δημοσιογράφο Αλέξανδρο Σωματαρίδη (τηλ. 697 45 45 021)