Ευδοξία Ράδη: “Το ζητούμενο στην τέχνη, σε όποιο μέσο κι αν αναφερόμαστε, είναι να φτιάχνεις κόσμους”
Η αρχή έγινε όταν είδα μια φωτογραφία σας όπου η λεζάντα δήλωνε ότι υπήρχε μέσα στην απεικόνιση «μαύρη θάλασσα». Έτσι ξανά συνάντησα την γοητευτική δυνατότητα να ανακαλύπτεις πράγματα. Ή μήπως και να τα δημιουργείς;
Η γοητευτική αυτή δυνατότητα ενέχεται τόσο στην ανακάλυψη όσο και στη δημιουργία μιας πραγματικότητας, ενός κόσμου. Το ζητούμενο στην τέχνη, σε όποιο μέσο κι αν αναφερόμαστε, είναι να φτιάχνεις κόσμους. Με δεδομένο ότι στη φωτογραφία η πραγματικότητα είναι προϋπόθεση για να υπάρξει εικόνα, ακόμη κι αν η δημιουργική διαδικασία καταλήγει σε φανταστικούς κόσμους, η ανακάλυψη και η φωτογραφική αποτύπωση αυτής της πραγματικότητας συνιστά δημιουργική διαδικασία από μόνη της.
Άραγε βλέπουμε μια φωτογραφία ή βλέπουμε μια θάλασσα;
Συχνά ταυτίζουμε αυτό που παρουσιάζεται στη φωτογραφία με την ίδια την φωτογραφική εικόνα. Αδυνατώ να αντιληφθώ την φωτογραφική επιφάνεια ως μια διαφάνεια όπου τα πράγματα απλά εμφανίζονται. Για να απαντήσω λοιπόν στην ερώτησή σας, βλέπουμε μια φωτογραφία που παρουσιάζει μια θάλασσα. Και αυτή η φωτογραφημένη θάλασσα, θα μπορούσε να αφορά στον Εύξεινο Πόντο στον οποίο παραπέμπει και ο τίτλος της φωτογραφίας, θα μπορούσε σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο να αναφέρεται στους πνιγμούς των μεταναστών στη Μεσόγειο, ή στη σκοτεινή περίοδο του lock down, δεδομένου ότι η λήψη πραγματοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 2020. Θα μπορούσε να είναι ακόμη και μια ανάμνηση προσωπικής ψευδαίσθησης, από μια θάλασσα που μαυρίζει σε συνθήκες εγκλεισμού, ή απλά η καταγραφή ενός οπτικού παιγνιδιού, δεδομένου ότι η φωτογραφία δημιουργήθηκε από τα άκρα της οθόνης του υπολογιστή μου τα οποία επικαλύπτουν τα νερά του Θερμαϊκού. Θα μπορούσα να συνεχίσω και με άλλες ερμηνείες και σκέψεις. Αυτό αποδεικνύει ότι η φωτογραφία διαμεσολαβεί την όποια πραγματικότητα υποβάλλοντας την εικόνα αναπόφευκτα σε διαφορετικές ερμηνείες και νοήματα τόσο από την πλευρά του θεατή όσο και του φωτογράφου.
Οι πόλεις φωτογραφημένες, συχνά μου δίνουν την αίσθηση μιας θεατρικής σκηνής σε ένα έργο ήδη γραμμένο όπου οι άνθρωποι είναι οι ηθοποιοί. Είναι σαν να φωτογραφίζουμε μια ιστορία;
Ο Σταύρος Σταυρίδης στο βιβλίο του Από την πόλη οθόνη στην πόλη σκηνή προσεγγίζει τις πόλεις ως θεατρική σκηνή. Μια σκηνή που είναι διαμορφωμένη από την ισχύουσα τάξη η οποία εμμένει σε συγκεκριμένες ταυτότητες που εξασφαλίζουν την σταθερότητα στον δημόσιο χώρο αλλά και προδιαγράφουν συγκεκριμένες θεατρικότητες-ρόλους. Αυτή η διατύπωση υπονοεί τόσο μια κατάσταση οριοθέτησης συμπεριφορών και βιωμάτων όσο και μια συγκεκριμένη διευθέτηση του αστικού χώρου. Με αυτήν την έννοια, ναι, μιλάμε για πόλεις θεατρικές σκηνές όπου το έργο είναι ήδη γραμμένο. Είναι μια προβληματική η οποία εμμονικά επανέρχεται ως ερώτημα σε διάφορες φωτογραφικές μου σειρές. Θεωρώντας τη φωτογραφία ως έναν δυνητικό τόπο κατοίκησης, επομένως εν δυνάμει πραγματοποιήσιμο ως τέτοιο, ερωτώ αυτό που μπορεί να διαφύγει της αρχικής θεατρικής σκηνογραφίας, αναζητώντας ή ακόμη και δημιουργώντας χωρικές σχισμές και περάσματα που διαφεύγουν του προδιαγεγραμμένου σχεδιασμού.
Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες σας υπάρχουν λιγάκι ή καθόλου. Είναι λοιπόν η φωτογραφία μια αναπαράσταση νεκρών ακόμα και όταν καταγράφονται μέσα από τις απουσίες τους;
Σκέφτομαι τις φωτογραφίες της SherrieLevine. Το 1981 έκανε τις φωτογραφικές αναπαραγωγές πορτραίτων του Walker Evans από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης στην Αμερική την δεκαετία του ‘30. Ονόμασε τη σειρά αυτή AfterWalkerEvans, με χρονολογία 1981. Αναπαράγοντας τις φωτογραφίες του Evans, η Levine χωρίς να επεμβαίνει στο ελάχιστο σε αυτές, ανανεώνει τον χρόνο της αρχικής φωτογραφίας. Υπό αυτήν την έννοια η νεκρική διάσταση που δίνεται στη φωτογραφία τίθεται υπό αμφισβήτηση. Προσωπικά, προσεγγίζω την ανθρώπινη παρουσία στον σύγχρονο δημόσιο χώρο κυρίως με όρους προσωρινότητας, συχνά μέσα στη μοναχικότητά της. Νομίζω πως δεν με αφορά η ρομαντική νεκρική διάσταση που αποδίδεται στη φωτογραφία.
Το αγαπημένο στοιχείο στις πόλεις είναι ότι μας συνδέει με τις αναμνήσεις. Ο Benjamin λέει ότι η φωτογραφία έχει την ικανότητα να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τα πράγματα, να μας «ζωντανεύει».
Αυτό είναι αλήθεια. Και αν δεν υπάρχουν προηγούμενες αναμνήσεις, η φωτογραφία τις δημιουργεί και τις διατηρεί. Όταν φωτογραφίζουμε τις πόλεις, έστω και αν τις επισκεπτόμαστε για πρώτη φορά, άγνωστες λοιπόν βιωματικά σε εμάς, μας δίνεται η δυνατότητα μέσω της φωτογραφικής μηχανής να τις γνωρίσουμε, να τις «διαβάσουμε». Η ιδέα της πόλης ως βιβλίου είναι επίσης μια διατύπωση που ανήκει στον Walter Benjamin. H φωτογραφία μας οδηγεί να σχετιστούμε έτσι με αυτές και ταυτόχρονα να ενεργοποιήσουμε τον μηχανισμό του ενεργού αναγνώστη.
Και επίσης να ρωτήσω, η φωτογραφία λειτουργεί κάπως και σαν αφύπνιση της μνήμης;
Ναι, η φωτογραφία έχει και αυτήν την ισχυρή λειτουργία. Μνήμης ατομικής αλλά και συλλογικής. Οι φωτογραφίες μας αφορούν, διατηρούν τη μνήμη μας ζωντανή και ταυτόχρονα την εμπλουτίζουν. Η φωτογραφία αποτελεί ένα πολύ ισχυρό εργαλείο και για τη διάσωσή της. Αν μάλιστα σκεφτούμε πως η σύγχρονη ιστοριογραφία στρέφεται προς αυτήν όχι για εικονογραφικούς λόγους όπως συνέβαινε παλιότερα, αλλά για να ανακαλύψει μέσα από τη φωτογραφική εικόνα την ιστορία, αντιλαμβανόμαστε πόσο σημαντική είναι αυτή για τον ιστορικό του παρόντος και του μέλλοντος.
Ακόμα, είναι η φωτογραφία μια απελευθέρωση και ταυτόχρονα μια επιστροφή στην παιδικότητα όπου δεν υπάρχουν συμβάσεις;
Νομίζω ότι ένα από τα πιο σημαντικά και καθοριστικά πράγματα στη ζωή ενός ανθρώπου είναι το παιγνίδι. Είναι αυτή η μαγική διαδικασία όπου το παιδί ανακαλύπτει το άγνωστο, εξερευνά, δημιουργεί εκφράζει και εκφράζεται, πειραματίζεται, διαδικασία που αναγκαστικά προϋποθέτει και δημιουργεί την απουσία ή την παραβίαση συμβάσεων. Η φωτογραφία είναι ένα μέσο ανάμεσα σε άλλα εκφραστικά ή εικαστικά μέσα. Το αν λοιπόν το φωτογραφικό μέσο θα μπορούσε να αποτελεί απελευθέρωση ή επιστροφή σε μια παιδικότητα έτσι όπως αυτή περιγράφεται παραπάνω εξαρτάται από τα βιώματα του ατόμου που βρίσκεται πίσω από τον φακό. Σε κάθε περίπτωση μας δίνει αυτήν τη δυνατότητα. Όμως είμαι πεπεισμένη πως κάθε δημιουργική δραστηριότητα, και όχι μόνο η φωτογραφία, ενέχει ως απαραίτητο στοιχείο την διαδικασία του παιγνιδιού.
Οι φωτογραφίες σας έχουν κατά την γνώμη μου μια αρχιτεκτονική προσέγγιση, μια οργάνωση του χώρου. Υπάρχει άραγε κάποια κοινή πρόθεση ανάμεσα στην φωτογραφία και στην αρχιτεκτονική;
Αρχιτεκτονική και φωτογραφία, είναι δυο πρακτικές που συνδιαλέγονται και προϋποθέτουν την έννοια του χώρου. Θα σας μιλήσω με ένα παράδειγμα. Διδάσκοντας για κάποια χρόνια οπτική αντίληψη κατάλαβα ότι οι αντιληπτικοί κανόνες που οργανώνουν το φωτογραφικό κάδρο διέπουν και την αρχιτεκτονική. Έτσι οδηγήθηκα να πραγματοποιήσω τη φωτογραφική σειρά Αυθαίρετα θέτοντας το ερώτημα τι συμβαίνει όταν τόσο στη φωτογραφία όσο και στην αρχιτεκτονική δεν ακολουθούνται οι κανόνες αυτοί. Φωτογραφίζοντας με Polaroid αυθαίρετες αρχιτεκτονικές κατασκευές, κυρίως πρώτες κατοικίες οικονομικά αδύναμων κοινωνικών στρωμάτων στη Θεσσαλονίκη και στη Μασσαλία, κατέληξα ότι έχουν συχνά την εξής χαρακτηριστική ομοιότητα: ο σχεδιασμός τους είναι φυγόκεντρος. Δηλαδή η δόμηση ενός αυθαίρετου σπιτιού ξεκινάει με την κατασκευή των απαραίτητων χώρων και σταδιακά προστίθενται τμήματα, πιθανότατα επιπλέον κρεβατοκάμαρες. Δεν υπάρχει πάντα ένα σχεδιασμένο αρχικό αρχιτεκτονικό πλαίσιο στο εσωτερικό του οποίου διευθετείται η θέση των δωματίων. Αυτό εξελίσσεται μάλλον σταδιακά, σύμφωνα με τις ανάγκες του ιδιοκτήτη. Έτσι αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε αν και το φωτογραφικό κάδρο θα μπορούσε να μην είναι το δεδομένο παραλληλόγραμμο. Αυθαιρετώντας κι εγώ με τη σειρά μου, με την ίδια φυγόκεντρη «μέθοδο» όπως αυτή του ανώνυμου αρχιτέκτονα των αυθαίρετων κατασκευών, έκοβα περιμετρικά και ακανόνιστα το φωτογραφικό κάδρο επιλέγοντας ως οδηγό ακμές ή αρχιτεκτονικά στοιχεία των οικοδομημάτων που είχα ήδη φωτογραφίσει. Είτε λοιπόν ακολουθούμε κανόνες με στόχο την ισορροπία είτε παραβιάζοντάς τους, πιθανότατα με αντίθετα αποτελέσματα, η αντίληψη και η οργάνωση του φωτογραφικού και του αρχιτεκτονικού χώρου παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες και αλληλοτροφοδοτούνται.
Είτε φωτογραφίζουμε αστικά τοπία είτε μεμονωμένα αντικείμενα στο τέλος φαίνεται σαν το θέμα μας να παίζει τον ρόλο του παράξενου ελκυστή που οργανώνει την εικόνα. Είναι άραγε αυτή η δύναμη τη φωτογραφίας, το να δίνει αξία σε αδιάφορα πράγματα και να τα μετατρέπει σε κάτι μοναδικό;
Η ιδέα ότι τα πάντα γύρω μας είναι φωτογραφήσιμα και ότι αυτά μπορούν να φωτογραφηθούν από διαφορετικές γωνίες λήψεις, σε διαφορετικούς χρόνους και με διαφορετικούς τρόπους είναι κάτι που με γοητεύει απεριόριστα και μου προκαλεί έναν μεθυστικό ίλιγγο. Αυτό το συνειδητοποίησα πολύ νωρίς όταν έπεσε στην αντίληψή μου ένα φωτογραφικό λεύκωμα του Λουκά Σαμαρά του 1987. Περιείχε φωτογραφικές του σειρές από το 1969 έως το 1986, όλες πραγματοποιημένες στο εσωτερικό του διαμερίσματός του στο Μανχάταν. Η ποσότητα και η ποικιλία των φωτογραφιών που μπόρεσε να πραγματοποιήσει σε αυτόν τον περιορισμένο χώρο επί τόσα χρόνια είναι αξιοθαύμαστη και μακριά από κάθε είδους κοινοτοπία. Νομίζω πως όλο αυτό το διάστημα δημιουργούσε ένα είδος χαοτικού περιβάλλοντος για να ανακαλύψει αυτόν τον παράξενο ελκυστή που αναφέρετε. Και όταν τον ανακάλυπτε, οι εικόνες του αποκτούσαν δύναμη και ένταση γιατί ακριβώς τον οργάνωνε και τον συσχέτιζε με τα υπόλοιπα στοιχεία του κάδρου του.
Θεωρώ ότι ο άνθρωπος έχει το προσόν να νοιώθει την μαγεία, να ξεπερνά τον εαυτό του, και ουσιαστικά αυτό είναι το πλεονέκτημα του απέναντι στις μηχανές. Ποια είναι η γνώμη σας για την τεχνολογία στην φωτογραφία;
Αν δεν υπήρχε η τεχνολογία δεν θα υπήρχε η φωτογραφία. Επίσης δεν θα υπήρχε όλη αυτή η ευκολία που έχουμε σήμερα να επεξεργαζόμαστε ή να τυπώνουμε τις φωτογραφίες μας, ακόμα και να τις επικοινωνούμε με τόση αμεσότητα πια. Από την άλλη όταν εμφανίστηκε η φωτογραφική τεχνολογία τον 19ο αιώνα μιλούσαμε για εκδημοκρατισμό της τέχνης και αυτό ήταν κάτι μαγικό. Πόσο όμως τελικά μπορούμε να καταλάβουμε πραγματικά την τέχνη αν δεν μυηθούμε σε αυτήν μέσα από μια συγκεκριμένη παιδεία; Επομένως ο εκδημοκρατισμός, ή αντίστοιχα ιδεολογήματα που φέρει η τεχνολογική «προπαγάνδα» και όχι μόνο, δεν μπορεί να υλοποιηθεί μονοσήμαντα. Η τεχνολογία κάθε εποχής, είτε αφορά αποκλειστικά τη φωτογραφία είτε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις εκάστοτε οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές συνθήκες. Ζούμε σε καιρούς υπερπαραγωγής, υπερκατανάλωσης, υπερέκθεσης. Δεν μπορώ να δω την φωτογραφική τεχνολογία απομονωμένη από αυτό το συνολικό πλαίσιο.
Πώς φαντάζεστε τις εκθέσεις φωτογραφίας στο μέλλον;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι οι φωτογραφικές εκθέσεις δεν έχουν την κλασική μορφή παρουσίασης, δηλαδή φωτογραφίες ίδιου μεγέθους αναρτημένες σε σειρά στον τοίχο. Οι σύγχρονες επιμελητικές προτάσεις εκθέσεων ζητούν πλέον τη συνδρομή μουσειολόγων και αρχιτεκτόνων. Έτσι ο εκθεσιακός χώρος μετατρέπεται σε έναν αρχιτεκτονικό χώρο ο οποίος συνομιλεί με τα φωτογραφικά εκθέματα και δημιουργεί μαζί με αυτά το αφήγημα της έκθεσης. Εν τω μεταξύ η ψηφιακή φωτογραφία αλλά και τεχνολογίες όπως αυτή της της εικονικής, της επαυξημένης ή της εκτεταμένης πραγματικότητας αλλάζουν την αντίληψή μας και τον τρόπο που βιώνουμε τον χώρο. Θεωρώ αναπόφευκτη την επίδρασή τους και στον εκθεσιακό χώρο, επομένως και στον τρόπο που θα παρουσιάζεται η φωτογραφία μέσα σε αυτόν μελλοντικά.
Και κάτι τελευταίο. Όμορφη φωτογραφία είναι μια τίμια φωτογραφία και εννοώ μια φωτογραφία με συνέπεια, με αλήθεια όσο αφορά τα κίνητρα φωτογράφου; Ένας τρόπος ζωής…
Θα σας απαντούσα λέγοντάς σας πως μια πετυχημένη φωτογραφία είναι αυτή στην οποία οι προθέσεις του φωτογράφου πραγματώνονται στο τελικό αποτέλεσμα. Αν εξαιρέσουμε τον χώρο της φωτοδημοσιογραφίας όπου η τιμιότητα και η συνέπεια είναι προϋποθέσεις για την ανάδειξη της αλήθειας, δυσκολεύομαι να προσεγγίσω τον υπόλοιπο χώρο της φωτογραφίας, και τον ευρύτερα καλλιτεχνικό, με όρους ηθικής. Θα σας εξηγήσω με ένα παράδειγμα, γιατί. Πριν χρόνια κληθήκαμε με τον σύντροφό μου να φωτογραφήσουμε το ψυχιατρείο της Πέτρας Ολύμπου λίγο πριν κλείσει και ενόσω ήταν ακόμη ενεργό. Από την πρώτη στιγμή μας πλησίασε ένας πολύ ντροπαλός και ευγενικός τρόφιμος ο οποίος ήταν διαρκώς δίπλα μας χαμογελαστός, σιωπηλός και πάντα σκυφτός. Αποφασίσαμε να του δώσουμε μια φωτογραφική μηχανή μιας χρήσεως με έναν αρκετά μεγάλο ευρυγώνιο φακό για να φωτογραφίζει μαζί μας. Όλες του οι λήψεις γίνονταν από το ύψος των ματιών του με κατεύθυνση προς το έδαφος. Φωτογράφιζε λοιπόν με σκυμμένο το κεφάλι και την κάμερα όποιον συναντούσε στην αυλή του ψυχιατρείου από τα γόνατα και κάτω. Η αλήθεια λοιπόν αυτού του ανθρώπου δεν ήταν αποτέλεσμα καμίας πρόθεσης και ελέγχου πάνω στην τελική εικόνα αλλά της άρνησής του να κοιτάξει τον οποιονδήποτε στα μάτια. Τότε άρχισα να σκέφτομαι ότι η αλήθεια κάθε φωτογράφου είναι αυτή που διαφεύγει οποιασδήποτε πρόθεσης, έστω κι αν πρόκειται για αμιγώς εγκεφαλικά έργα. Έκτοτε επιβεβαιώθηκα πολλές φορές μέσα από την εκπαιδευτική μου δραστηριότητα. Έστω κι αν οι φωτογραφίες των πρωτοετών σπουδαστών ήταν επιτηδευμένες ή μερικές φορές πρωτόγονες η αλήθεια τους διέρρεε στη φωτογραφική επιφάνεια, ακόμη κι όταν ήθελαν να την καμουφλάρουν. Η αλήθεια, με αυτό το σκεπτικό, δεν εξασφαλίζει μια επιτυχημένη ή ενδιαφέρουσα ή ακόμη και μια όμορφη φωτογραφία.
Σε κάθε περίπτωση, για να απαντήσω και στην ερώτησή σας, θεωρώ όμορφη κάθε φωτογραφία ή φωτογραφικό έργο που κατά τη συνάντηση μαζί του μου ανοίγεται ένας δρόμος, ένας κόσμος.
Info:
Η Ευδοξία Ράδη γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Έδεσσα. Πραγματοποίησε προπτυχιακές σπουδές στις Πλαστικές Τέχνες με έμφαση στη Φωτογραφία στο Πανεπιστήμιο Paris-VIII. Στο ίδιο πανεπιστήμιο, στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών της σπουδών, εκπόνησε την ερευνητική της εργασία με τίτλο «Δημόσιος χώρος: Για μια διαλεκτική των ορίων». Τα καλλιτεχνικά, θεωρητικά και επαγγελματικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στη σχέση ανάμεσα στην τέχνη, την αρχιτεκτονική και τη φωτογραφία.
Πραγματοποίησε ατομικές εκθέσεις και έλαβε μέρος σε ομαδικές στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Από το 1995 ασχολείται με την διδασκαλία της Καλλιτεχνικής Φωτογραφίας και την Αισθητική της. Επίσης εργάζεται ως φωτογράφος αρχιτεκτονικής και έργων τέχνης.