
Ο Κινηματογράφος και οι εικόνες του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του σκηνοθέτη της σιωπής
Νομίζω ότι το βλέμμα μου είναι ελληνικό. Ίσως γι’ αυτό να είναι και παγκόσμιο. Όταν μιλάει κανείς για μία χώρα με έναν τρόπο που δεν είναι αποκλειστικός, μιλάει για κάτι περισσότερο από μία χώρα. Ό Όμηρος, για παράδειγμα, μιλάει για μια ιστορία που αφορά την Ελλάδα, αλλά στην πραγματικότητα φτιάχνει μια ιστορία του κόσμου. Το ίδιο κάνουν και οι μεγάλοι συγγραφείς. Ο Ντοστογιέφσκι, ας πούμε, το γεγονός ότι είναι Ρώσος δε σημαίνει ότι δεν αφορά και εμένα. Μας αφορά όλους. Είναι φωνή του κόσμου.
Θόδωρος Αγγελόπουλος
Το 1970 είναι η χρονιά που οι Έλληνες θα ακούσουν για πρώτη φορά το όνομα Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ο σκηνοθέτης θα συστηθεί στο κοινό με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, την «Αναπαράσταση» που βραβεύτηκε τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου και αφορά την αστυνομική και δημοσιογραφική διερεύνηση του θανάτου ενός μετανάστη, που λίγες ημέρες μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, δολοφονείται από τη γυναίκα του και τον εραστή της. Έτσι, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τα προβλήματα και τις συνθήκες διαβίωσης της ελληνικής επαρχίας με μια οπτική ρεαλιστική και πρωτοποριακή. Πλάνα αργά, χαρακτήρες που σιωπούν, τοπία πνιγμένα στην ομίχλη και Ιστορία.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σκέπτεται με την Ιστορία, από την Ιστορία και για την Ιστορία. Δεν μπορεί να ζήσει έξω απ’ την ροή των γεγονότων.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος σε συνέντευξή του θα πει: “«Το παρελθόν υπάρχει στο παρόν και το οριοθετεί”. Κι αυτό ακριβώς ήταν που αποτύπωσε στις ταινίες του. Το παρελθόν στο έργο του εμφανίζεται, όχι με την προσκόλληση σε αυτό, αλλά με την μνεία, την αναφορά. Ο Αγγελόπουλος δεν ήταν συντηρητικός και εμμονικός με το παρελθόν. Σε κάθε ταινία του μετέφερε μπροστά μας τη συλλογική μνήμη. Δεν τον ενδιέφερε το παρελθόν, μονάχα η σημασία του.
Οι ταινίες του Αγγελόπουλου δομούν το θρυμματισμένο κομμάτι της μνήμης μας.

Θεόδωρος Αγγελόπουλος σε γυρίσματα της ταινίας “Το μετέωρο βήμα του πελαργού”
“Εγώ έχω κάνει μία ταινία…την Αναπαράσταση. Όλες οι άλλες βγαίνουν μέσα απ’ την Αναπαράσταση. Όλες οι άλλες δεν είναι παρά παραλλαγές πάνω στο κεντρικό μουσικό θέμα της Αναπαράστασης. Εκεί θα βρει κανείς τον τρόπο γραφής μου, τα ελαττώματά και τα προτερήματά μου. Εκεί θα βρει κανείς όσα αγαπώ”.
Ποιητικός, λιτός και αφαιρετικός, ο Αγγελόπουλος καταφέρνει να μιλήσει με τη σιωπή. Κυρίαρχα θέματα στο φιλμικό του σύμπαν ήταν η θνητή φύση του ανθρώπου, η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα κι η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα.
Η εικαστικότητα των πλάνων του, η αρμονία εικόνας και περιεχομένου και το υπαρξιακό βάθος των ταινιών του, οι αργοί ρυθμοί, η χειρουργική ακρίβεια των πλάνων, το υπομονετικό ξετύλιγμα των ιστοριών του, τα ομιχλώδη τοπία, το έντονο στοιχείο του νερού, η φύση, τα στατικά πλάνα που σημάδεψαν τις ταινίες του, στα οποία υποφώσκει μια μοναξιά, μια μελαγχολία και μια αποξένωση.
Και ο χρόνος; “Αν με ρωτούσαν τι είναι ο χρόνος θα απαντούσα, εμείς!”, θα πει ο σκηνοθέτης κάποια στιγμή.
Στην ταινία του “Η σκόνη του χρόνου”, θα αναφέρει: “Τίποτα δεν τελείωσε, τίποτα δεν τελειώνει. Ξαναγυρίζω σε μια Ιστορία που άφησα να ξεγλιστράει στο παρελθόν, να χάνει σε διαύγεια από την σκόνη του χρόνου αλλά απρόσμενα κάποια στιγμή να επιστρέφει σαν όνειρο”.
Στέκεται πίσω από την κάμερα και καθοδηγεί τους χαρακτήρες να ακροβατούν ανάμεσα στον τόπο και το χώρο, σαν αερικά. Ζητάει απ’ τους ηθοποιούς να στέκουν αγέρωχοι, αλλά όχι στυλιζαρισμένοι. Να μιλούν λίγο, να μη φλυαρούν. Προσπαθεί σαν μαέστρος να δημιουργήσει κόσμους και χαρακτήρες που λένε πολλά, χωρίς να λένε τίποτα. Περιστρέφει την κάμερα αργά, τελετουργικά. … και …
Φώτα, κάμερα, πάμε!
Αναπαράσταση

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Η Αναπαράσταση
“Η ”Αναπαράσταση” δεν είναι τίποτε άλλο από μια καταγραφή ενός μύθου που ξαναπαίχτηκε και στις μέρες μας. Δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτούς. Κάποτε με νανούριζαν, σήμερα με τρέφουν ακόμα. Οι Ατρείδες, ο Οδυσσέας, η Ελένη…”. Σκληρές, αδρές, ασπρόμαυρες ρεαλιστικές εικόνες αυτή τη μίζερη επαρχιώτικη πραγματικότητα, τα χρόνια της δικτατορίας και της εγκατάλειψης. Χωρίς τον όμορφο ελληνικό ήλιο, αλλά μεσ’ τη συννεφιά, τη βροχή και τη λάσπη. Ο σκηνοθέτης υιοθετεί μια μη γραμμική χρονική, αφηγηματική εξέλιξη, προχωρώντας μια μπρος και μια πίσω στο χρόνο, και από το έγκλημα στην αναπαράστασή του. Με όλες αυτές τις αισθητικές επιλογές, για πρώτη φορά, ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος συνδέεται, το 1970, με τον ευρωπαϊκό κινηματογραφικό μοντερνισμό… Ένα κοινωνικό αστυνομικό φιλμ που περιγράφει ένα «έγκλημα πάθους» σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Ηπείρου. Είναι ένα οικογενειακό δράμα. Είναι όμως και ένα ντοκουμέντο για τη θέση της γυναίκας, για την σκληρή ζωή των κτηνοτρόφων για τη μετανάστευση, που είχε ρημάξει, τότε, τον τόπο.
Μέρες του ‘36

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Μέρες του ’36
Γυρίστηκε επί δικτατορίας και κατά συνέπεια επιχειρεί να παρακάμψει με την ιδιότυπη, αισθητική, αφαιρετική γραφή του τη λογοκρισία. Διαδραματίζεται λίγο πριν τη δικτατορία του Μεταξά και εξιστορεί, με πολύ ελλειπτικό ντεκουπάζ και πλανοθεσία, πολιτικά γεγονότα που οδήγησαν σε αυτή. Τα ουσιώδη πολιτικά γεγονότα συμβαίνουν, στο φιλμ, πίσω από πόρτες και κατώφλια, και στο βάθος πεδίου, ώστε να μη μπορούμε να παρακολουθήσουμε ή να ακούσουμε τις ουσιαστικές, σημαντικές συζητήσεις και τις λήψεις των αποφάσεων. Η πολιτική και η Ιστορία διαδραματίζονται, ουσιαστικά, κάπου στα κρυφά, μακριά από εμάς, στα παρασκήνια, στη σκιά, σε κλειστά γραφεία και σε μακριούς διαδρόμους. Τα λόγια που ακούγονται είναι λίγα, μάλλον αόριστα κι απλώς λειτουργικά, δεν προχωρούν σε βάθος. Οι σιωπές και οι προσεκτικά επιλεγμένοι χώροι έχουν εντονότερη παρουσία.
Ο Θίασος

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Ο Θίασος
Το τρίτο και κατά σειρά και ίσως καλύτερό του φιλμ. Συνδυάζει με απαράμιλλη δεξιοτεχνία διαφορετικά επίπεδα γραφής, τρεις αφηγηήσεις: α) της περιπλάνησης των κεντρικών προσώπων που συναποτελούν ένα μπουλούκι που παρουσιάζει το βουκολικό κωμειδύλλιο η Γκόλφω, β) τη μεταφορά του μύθου των Ατρειδών, με ήρωες πρόσωπα που θυμίζουν τον Αγαμέμνονα, τον Αίγισθο, τη Κλυταιμνήστρα, την Ηλέκτρα, τον Ορέστη, τον Πυλάδη και τη Χρυσόθεμι, γ) την ιστορικοπολιτική σκηνή της εμφύλιας σύγκρουσης αριστεράς-δεξιάς. Σκηνοθετικά είναι μια συνεχής, κυκλική, μετακίνηση στο χώρο, αλλά και το χρόνο. Κύριο σκηνικό, η θεατρική σκηνή του περιπλανώμενου θιάσου, όπου υπάρχουν και συμβαίνουν οι αναπάντεχες εισβολές της ιστορίας ή της πολιτικής.
Η ταινία ακολουθεί τις περιπέτειες ενός περιοδεύοντος θιάσου στην Ελλάδα από το 1939 μέχρι το 1952, ο οποίος προσπαθεί να παρουσιάσει μια θεατρική παράσταση του βουκολικού δράματος του Περεσιάδη, Γκόλφω η βοσκοπούλα. Μπροστά μας ξεδιπλώνεται τόσο η πολιτική ιστορία της Ελλάδας όσο και η ιδιωτική των μελών του θιάσου, που είναι ταυτόχρονα και μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι δύο αυτές συνιστώσες, πλέκονται αξεδιάλυτα. Στο ένα σκέλος, παρακολουθούμε όλη τη νεότερη ιστορία της Ελλάδος, μέσα από τη ματιά του σκηνοθέτη, αποδομημένη και χτισμένη από την αρχή, έτσι όπως δυστυχώς, δεν τη διδαχθήκαμε, ποτέ. Από τις τελευταίες μέρες της δικτατορίας του Μεταξά, την έναρξη του πολέμου, την ιταλική εισβολή, την γερμανική κατοχή, την απελευθέρωση, την άφιξη των “συμμάχων” (Άγγλων αρχικά και Αμερικανών στη συνέχεια), καθώς και τον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, μέχρι τις εκλογές του 1952… Παράλληλα, γινόμαστε κοινωνοί στις τραγικές περιπέτειες της οικογένειας του Ορέστη, της αδελφής του, του πατέρα του, της μητέρας του και του εραστή της, οι οποίοι μας παραπέμπουν στον κεντρικό πυρήνα του μύθου των Ατρειδών. Ο πατέρας εκτελείται από τους Γερμανούς, μετά την προδοτική καταγγελία του εραστή της μητέρας, κι ο Ορέστης, αντάρτης της Αριστεράς, με τη συνεργασία της αδελφής, θα σκοτώσει επί σκηνής τη μητέρα του και τον εραστή της, για να έρθει και η δική του εκτέλεση κατά τη διάρκεια των εκκαθαρίσεων που ακολούθησαν τη γενική καταστολή του ανταρτικού κατά τον Εμφύλιο. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας είναι η μεγάλη αδελφή, εκείνη που, κατά το σχήμα του μύθου, θα ήταν η Ηλέκτρα. Η Ηλέκτρα, θα είναι και η μόνη της οικογένειας που, μετά τα δεκατρία χρόνια ιστορίας τα οποία πραγματεύεται η ταινία, μένει ως το τέλος και φροντίζει τον μικρό Ορέστη, το γιο της μικρής αδελφής που έχει παντρευτεί έναν Αμερικανό αξιωματικό.
Η χρονολογική πορεία της ταινίας, περίπλοκη και πολύπλοκη, κτίζεται με διαρκείς χρονικούς ελιγμούς και συνεχείς εναλλαγές εποχών. Η ταινία αρχίζει το 1952 και τελειώνει το 1939, μ’ ένα πανομοιότυπο πλάνο.
Οι κυνηγοί

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Οι κυνηγοί
Στους Κυνηγούς, που περιγράφουν τον βίο και την πολιτεία των Ελλήνων δεξιών, εισβάλλει στη ζωή της αστικής, δεξιάς παρέας, με τη μορφή του πτώματος ενός παγωμένου στα χιόνια αντάρτη του 1949, το πτώμα της κατακρεουργημένης, από την αντίδραση, ιστορίας, το οποίο τελικά απωθείται από τον φόβο των τύψεων και της αναζωπύρωσης, της νεκρανάστασης της επανάστασης. Οι δεξιοί χαρακτήρες μας δίνονται, σχηματικά, σαν διεφθαρμένοι και τιποτένιοι καλοπερασάκηδες που όλο διασκεδάζουν, πολιτικολογούν ή βιαιοπραγούν. Παρελαύνουν τα βασικά γεγονότα της ελληνικής, μεταπολεμικής πολιτικής (εμφύλιος, σχέδιο Μάρσαλ, ΕΡΕ, Γρηγόρης Λαμπράκης, Γεώργιος Παπανδρέου, ΕΔΑ, Ιουλιανά, δικτατορία και μεταπολίτευση.
Ο Μεγαλέξαντρος

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Ο Μεγαλέξανδρος
Με το φιλμ αυτό εκθέτει τις συγκρούσεις εξουσίας, το 1900, ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση, τους Άγγλους και μια αγροτική κοινότητα άμεσης δημοκρατίας και κοινοκτημοσύνης,-όπου πρωτοστατούν μα και συγκρούονται μεταξύ τους, ο αυταρχικός καπετάνιος Μεγαλέξαντρος κι οι ληστές του από τη μια, και οι χωρικοί κι ο σοσιαλιστής δάσκαλός τους, από την άλλη.
Ο Αγγελόπουλος σκηνοθετεί εορταστικά, ιερά ή πολεμικά τελετουργικά. Χρησιμοποιεί μεγάλες και αργές, περιστροφικές κινήσεις της κάμερα και πανοραμικά. Τον ενδιαφέρει να διερευνά και να ανακαλύπτει το χώρο, φυσικό ή κατοικημένο, κατασκευάζοντας ένα νέο, δικό του φιλμικό χώρο. Τον ενδιαφέρει επίσης η σιωπή του χώρου και της πράξης, της (έλλειψης) δράσης. Κυριαρχεί η αγάπη για τους άδειους χώρους και τους νεκρούς χρόνους, τον οδηγούν σε κάποιο μανιερισμό. Οργανώνει τις κινήσεις της κάμερα και των ηθοποιών σε μια λίγο φορμαλιστική χορογραφία (που θυμίζει ταινίες του Γιάντσο).
Ταξίδι στα Κύθηρα

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Ταξίδι στα Κύθηρα (1984)
“Θυµάµαι, ναι, τον ήχο των σειρήνων της κήρυξης του πολέµου το ’40, οξύ και απειλητικό, να ξυπνάει την Αθήνα. Θυµάµαι τους ανθρώπους να βγαίνουν τροµαγµένοι στις πόρτες, τα παράθυρα, τα µπαλκόνια. Πρόσωπα φοβισµένα, ψίθυροι και φωνές. Πρώτος ήχος, πρώτη εικόνα. Ήµουν πέντε χρονών. Έπειτα, ένα άλµα χρόνου, και µια άλλη εικόνα-σκηνή: είσοδος του γερµανικού στρατού κατοχής στην έρηµη πόλη. Oι άνθρωποι, κλεισµένοι στα σπίτια τους. Και σιωπή. Ακούγονταν τα τανκς και οι φάλαγγες των στρατιωτών που πέρναγαν από τον κεντρικό δρόµο τραγουδώντας. «Η Γερµανία πάνω απ’ όλα…».
Θυµάµαι ότι πήδηξα απ’ το παράθυρο του δωµατίου µου και βγήκα στο δρόµο. Προχώρησα στον έρηµο δρόµο να βγω στον κεντρικό, κι εκεί, στη µέση, είδα έναν γερµανό στρατιώτη, σχεδόν παιδί, µ’ ένα σηµατοδότη στο χέρι. Χαλαρός, µε την πλάτη γυρισµένη σε µένα, περίµενε την επόµενη φάλαγγα. Ερηµιά. Τον πλησίασα, ακροπατώντας. Απορροφηµένος, δε µ’ άκουσε. Έκανα έτσι, κι ο σηµατοδότης που κρατούσε, έπεσε κάτω. Γύρισε κατάπληκτος και µε κοίταξε. Άρχισα να τρέχω.
Μπήκα στην αυλή του σπιτιού της θείας µου, που έµενε στην άλλη µεριά τού δρόµου, χώθηκα σ’ ένα µεγάλο καζάνι που βρήκα στο πλυσταριό, και χάθηκα εκεί µέσα. Μπήκε κι αυτός στην αυλή τρέχοντας, έψαξε από δω κι από κει, παντού. Η καρδιά µου χτυπούσε. Χάθηκαν τα βήµατά του. Χρόνια µετά, αυτή η σκηνή έγινε η πρώτη µιας ταινίας µου· η πρώτη σεκάνς του Ταξιδιού στα Κύθηρα”. (Θ. Αγγελόπουλος σε συνέντευξη στη Στάθη Ειρήνη)
Ταινία ποιητικού ρεαλισμού. Η ταινία αφηγείται, μέσα από το πρίσμα ενός σκηνοθέτη ο οποίος σκέφτεται, φαντάζεται την επόμενη ταινία του, τις περιπέτειες της επιστροφής στο χωριό του, ενός πολιτικού πρόσφυγα από την ΕΣΣΔ, πρώην αντάρτη του Δημοκρατικού στρατού, απολωλότος συζύγου και πατέρα (του σκηνοθέτη). Πρόκειται για τη μάταιη επιστροφή του Οδυσσέα στην πατρίδα του, όπου βασική συμπαραστάτης του είναι η πιστή γυναίκα του Πηνελόπη.
Ο Αγγελόπουλος στην ταινία αυτή μας χάρισε ίσως τη μεγαλύτερη σκηνή στην ιστορία του Ελληνικού κινηματογράφου. Τη σκηνή όπου δύο πολύ μεγάλοι ηθοποιοί, ο Μάνος Κατράκης και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος υποδύονται, λίγο πριν το κύκνειο άσμα τους, δύο γερασμένους πολιτικούς αντιπάλους του Εμφυλίου οι οποίοι συναντιούνται πολλά χρόνια μετά σε ένα δρόμο του χωριού τους και ακολουθεί ο εξής συγκλονιστικός μονόλογος του δεύτερου: “Μας βάλανε και πολεμήσαμε. Βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από εδώ, εγώ από την άλλη μεριά. Χάσαμε και οι δυο. Ο Άνθρωπος με τον άνθρωπο, ο λύκος με το λύκο. Τίποτα δεν απόμεινε εδώ πέρα”.
Μεγάλες οπτικές-εικαστικές συνθέσεις, ξεδίπλωμα του χώρου και της θέασης, αέναες κινήσεις της κάμερα, αλλαγή χρόνου με άλματα προς το παρελθόν ή το μέλλον. Ο Αγγελόπουλος δίκαια χαρακτηρίσθηκε «τοπογράφος χρονοταξιδευτής».
Μελισσοκόμος

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Ο Μελισσοκόμος
Υπαρξιακή ελεγεία του Μελισσοκόμος, με σκηνοθεσία και ενορχήστρωση των εικόνων απλή, διακριτική και λακωνική. Ο μελισσοκόμος αναψηλαφεί την παλιά ζωή του, η οικογένειά του και ο γάμος του έχουν διαλυθεί, η επικοινωνία με τα παιδιά του μα και τη νέα γενιά έχει χαλάσει και η δουλειά του ως δασκάλου έχει τελειώσει… Σε μια πορεία από τον κρύο, συννεφιασμένο βορρά προς τον φωτεινό νότο της Ελλάδας, ακολουθώντας τη διαδρομή των μελισσών, το δρόμο της άνοιξης, προσπαθεί να ξαναβρεί και να επιστρέψει στις ρίζες του. Με το φορτηγάκι του περνά από κωμοπόλεις, επαρχιακούς δρόμους και βενζινάδικα. Αναζητά νέα βιωμάτα, αυτό του ξεχασμένου, απελπισμένου έρωτα με μια νεαρή και κυρίως το θάνατο, που προκαλεί μόνος του απελευθερώνοντας τις μέλισσές του…
Τοπίο στην ομίχλη

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Τοπίο στην ομίχλη
Ένα ακόμη σημαντικό ποιητικό φιλμ του, απομακρυσμένο από την πολιτική. Ο κόσμος με τα μάτια δύο αθώων και ταλαιπωρημένων, ορφανών από πατέρα, παιδιών. Τα δύο αδέλφια φεύγουν από το σπίτι τους για να τον αναζητήσουν στη Γερμανία, όπου τους έχει πει η μητέρα τους, μάλλον ψευδώς, ότι βρίσκεται. Το φιλμ είναι ένα πανέμορφο road movie. Το ταξίδι, όμως, αυτό είναι ελεύθερο, ποιητικό, κατά κάποιο τρόπο φανταστικό προς μια μυθική «Γερμανία» μέσα την ομίχλη, προς ένα καταφύγο, ένα υπέροχο δένδρο της ζωής, την απατηλή εικόνα της ουτοπίας και της ευτυχίας.
Το μετέωρο βήμα του πελαργού

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Το μετέωρο βήμα του πελαργού
Ένα σημαντικό φιλμ πάνω στα αδιέξοδα, την εκκωφαντική και τραγική αδυναμία και σιωπή της πολιτικής και της ιστορίας· πάνω στα σύνορα, διαταραγμένα και ασαφή σήμερα, λόγω των πολέμων και των εμφυλίων συγκρούσεων.
“Στο ”Μετέωρο βήμα του πελαργού” λέει ένας ήρωάς μου – ”πόσα σύνορα πρέπει να περάσουμε για να πάμε σπίτι μας;” Για μένα τα σύνορα έχουν μια διάσταση υπερβατική. Μιλάω για τα σύνορα της γνώσης, της αγάπης, του είναι. Το σπίτι, πάλι, είναι ένα σημείο ισορροπίας, ένα σημείο αρμονίας ανάμεσα στον εαυτό μας και τον εαυτό μας, ανάμεσα στον εαυτό μας και τον κόσμο. Το σπίτι μπορεί να είναι κάτι άλλο από εκεί που είμαστε, από αυτό που είμαστε, από αυτό που είναι η ζωή μας.”
Το βλέμμα του Οδυσσέα

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Το βλέμμα του Οδυσσέα
Ένας Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης διασχίζει τη Βαλκανική χερσόνησο ψάχνοντας τρία χαμένα, ανεμφάνιστα κουτιά φιλμ, πολύτιμα ντοκουμέντα για το σινεμά και την εποχή τους, που οι υπαρκτοί αδελφοί Μανάκη γύρισαν τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου. Μια γεωγραφική, μα και υπαρξιακή περιπλάνηση κι αναζήτηση του νοήματος του κινηματογράφου, της ιστορίας και της ύπαρξης, στην παρθένα, βουβή φύση και στις κατοικημένες περιοχές, στα σπαρασσόμενα από τους εθνικούς, φυλετικούς και εμφυλίους πολέμους Βαλκάνια και στο πολύπαθο, ρημαγμένο Σεράγεβο…
Μια αιωνιότητα και μια μέρα

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Μια αιωνιότητα και μια μέρα
“Αργά ή γρήγορα, µεγαλώνοντας, ερχόµαστε αντιµέτωποι µε την ιδέα του θανάτου. Πυκνώνουν γύρω µας οι απώλειες, οι φίλοι που φεύγουν. Ήµουν ανάµεσα σ’ αυτούς που, ένα πρωί, στη διάρκεια των γυρισµάτων του ‘Βλέµµατος του Oδυσσέα’, βρήκαµε νεκρό, στο µικρό ξενοδοχείο της Φλώρινας, τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ. Όταν τον άγγιξα, η κρυάδα του θανάτου έγινε ταραχή. Ερώτηµα για µένα, για την ανθρώπινη µοίρα: Τι κάνει κανείς αν έχει µία µόνο µέρα να ζήσει… Πώς περνάει αυτή η µέρα… Πώς αισθάνεται σ’ αυτό το µεταίχµιο, µε τη ζωή πίσω και το όριο µπροστά… Ίσως ήταν αυτό το ερώτηµα από το οποίο ξεκίνησε η ταινία “Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα”.”(Θ. Αγγελόπουλος σε στην Ειρήνη Στάθη)
Η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον επερχόμενο θάνατο του γερασμένου καλλιτέχνη, αλλά και γύρω από την επαφή και γνωριμία του με ένα περιπλανώμενο στην πόλη Αλβανάκι και τους άλλους λαθρομετανάστες του περιβάλλοντός του. Εικόνες στον Θερμαϊκό, όμορφες εικαστικά και λειτουργικές δραματουργικά, εντυπώνονται στη μνήμη μας… “Μόνιμο πρόβλημα στις ταινίες μου είναι ο καιρός. Κοιτάξτε έξω τον Θερμαϊκό, είναι αυτή η σχέση ουρανού και θάλασσας, που δε φαίνεται τίποτα. Τα καράβια είναι μετέωρα, σαν να μην ακουμπούν πουθενά. Αυτή την θάλασσα ήθελα και τη συννεφιά, δεν ήθελα ήλιο”.
Το λιβάδι που δακρύζει

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Το λιβάδι που δακρύζει
Ένας επικός και λυρικός στοχασμός για την ιστορία της Ελλάδας, με τη γνωστή εικαστική τελειότητα του Έλληνα δημιουργού. Η οδύσσεια των Ελλήνων προσφύγων από την Οδησσό στην Ελλάδα, στα 1919, και την εγκατάστασή τους σε ένα χωριό στις όχθες ενός ποταμού. Σε αυτό το γεωγραφικό σημείο ξεκινάει η ιστορία αγάπης του κεντρικού ζευγαριού των νεαρών ηρώων, του Αλέξη και της Ελένης. Ο σκηνοθέτης, για άλλη μια φορά, βάζει την ιστορία, την πολιτική και την αριστερά να εισβάλλουν στη μυθοπλασία του, παρακολουθεί τους ήρωές του μέσα από την ελληνική ιστορική περιπέτεια του Μεσοπολέμου, της δικτατορίας του Μεταξά, του β΄ παγκοσμίου πολέμου και της κατοχής, φτάνοντας μέχρι το τέλος του εμφυλίου.
Η σκόνη του χρόνου

Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Η σκόνη του χρόνου
Ένα ταξίδι στην ιστορία και στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα ετών, που σημάδευσαν τον 20ο αιώνα. Το φιλμ παρακολουθεί έναν Ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη που γυρίζει ένα φιλμ πάνω στην ταραχώδη ιστορία της οικογένειάς του. Κεντρικό πρόσωπο, η Ελένη, η οποία διεκδικεί το δικό της δικαίωμα στην αγάπη ανάμεσα σε δύο άντρες. Το ταξίδι της κινείται παράλληλα με την Ιστορία και μπλέκεται στα γεγονότα των τελευταίων πενήντα χρόνων, που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα. Εξελίσσεται στην Ιταλία, την Γερμανία, την Ρωσία, το Καζακστάν, τον Καναδά και τις Η.Π.Α., σημεία κομβικά στις εξελίξεις του πρόσφατου παγκόσμιου πολιτικοκοινωνικού σκηνικού. Τα πρόσωπα της ταινίας κινούνται σαν σε όνειρο, η σκόνη του χρόνου μπερδεύει τις μνήμες, τις εικόνες του παρελθόντος και τις αναμνήσεις, πέφτει σε όλα, μεγάλα και μικρά γεγονότα…
“Οι πρωταγωνιστές της «Σκόνης» δίνουν ραντεβού σε ένα φαινομενικό πέρας των πάντων. Αφού άλλαξαν γεωγραφικές συντεταγμένες, προσωρινές πατρίδες, δωμάτια σπιτιών και ξενοδοχείων, οι διαρκείς αυτοί οδοιπόροι συναντούν μετέωροι το τέλος ενός αιώνα και μαζί ένα θλιμμένο τέρμα των ιδεολογιών και των επαναστάσεων”. (Από την κριτική του Λουκά Κατσίκα)
Η άλλη θάλασσα
(ημιτελής λόγω του αιφνίδιου θανάτου του …)
Φώτα, κάμερα … και στις 24.1.2021 … έφυγε…
“… Ξεχάστε με στη θάλασσα.
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία”.
(Θ. Αγγελόπουλος)
“.. Ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί, και γενικά η αρχαία ελληνική γραμματεία, αποτελούσαν την εποχή μου μέρος της σχολικής μας παιδείας. Οι αρχαίοι μύθοι μας κατοικούν και τους κατοικούμε. Ζούμε σ’ ένα τόπο γεμάτο μνήμες, αρχαίες πέτρες και σπασμένα αγάλματα. Ολη η νεότερη ελληνική τέχνη φέρει τα σημάδια αυτής της συμβίωσης. Η διαδρομή μου, η πορεία μου, η σκέψη μου θα ήταν αδύνατο να μην έχουν ποτιστεί από όλα αυτά. Όπως λέει ο ποιητής «έβγαιναν απ’ το όνειρο, καθώς έμπαινα στο όνειρο. Έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα’ ναι δύσκολο πολύ να ξαναχωρίσει». Η σχέση μου με τη λογοτεχνία και την ποίηση μ’ έφεραν πολύ νωρίς κοντά σ’ όλες τις αναζητήσεις γλωσσικές ή αισθητικές του μοντερνισμού. Αργότερα, στις αρχές του ’60 στο Παρίσι, την εποχή της πολιτικοποίησης, το επικό θέατρο του Brecht, που αναιρούσε, ως ένα σημείο, τον ορισμό του Αριστοτέλη για την δραματική τέχνη, γινόταν σημείο αναφοράς. Πέρασαν χρόνια για να επιστρέψω στον Αριστοτέλη και στον ορισμό του για την τραγωδία: Έστιν ουν τραγωδία, μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας… Πέρασαν χρόνια για να ανακαλύψω ότι ο μονόλογος της Μόλλυ στο τελευταίο κεφάλαιο του «Οδυσσέα» του Τ. Τζόυς, δεν είναι παρά η μακρινή ηχώ της εκπληκτικής περιγραφής, των όπλων του Αχιλλέα στην Ιλιάδα του Ομήρου.
Η «Αναπαράσταση», η πρώτη μου ταινία, γεννήθηκε την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών ως απόπειρα ανασύνθεσης της αλήθειας, από τα θραύσματά της. Η αναπαράσταση όχι ως σκοπός αλλά ως δρόμος. Οι μικρές ιστορίες όπως αντανακλώνται αλλά και καθορίζονται από τη μεγάλη Ιστορία. Ο πατέρας ως σύμβολο, ως παρουσία και απουσία, ως μεταφορική έννοια και ως σημείο αναφοράς. Το ταξίδι, τα σύνορα, η εξορία. Η ανθρώπινη μοίρα. Η αιώνια επιστροφή. Θέματα που ακολούθησαν και μ’ ακολουθούν. Όλες μου οι εμμονές μπαίνουν και βγαίνουν στις ταινίες μου, όπως μπαίνουν και βγαίνουν, όπως σωπαίνουν για να ξαναεμφανιστούν αργότερα, τα όργανα μιας ορχήστρας. Είμαστε καταδικασμένοι να λειτουργούμε με τις εμμονές μας. Δεν κάνουμε παρά μόνο μια ταινία, δεν γράφουμε παρά μόνο ένα βιβλίο. Παραλλαγές και φούγκα πάνω στο ίδιο θέμα.
Πολλοί που μου έχουν κάνει την τιμή να ασχοληθούν με την δουλειά μου νομίζουν ότι ο τρόπος που γράφω είναι αποτέλεσμα μιας πολιτικής επιλογής. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Βέβαια, όταν γύριζα τις «Μέρες του ‘36», μια ταινία πάνω στη δικτατορία, την εποχή της δικτατορίας, και ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσω άμεσες αναφορές, αναζήτησα μια κρυφή γλώσσα. Υπονοούμενα της Ιστορίας. Νεκροί χρόνοι μιας συνωμοσίας. Αποσιωπήσεις. Ο ελλειπτικός λόγος σαν αισθητική αρχή. Μια ταινία που όλα τα σημαντικά μοιάζουν να γίνονται εκτός κάδρου. Αλλά δεν ξεκινάει από αυτό το γεγονός η επιλογή των μεγάλων πλάνων. Δεν αποφάσισα λογικά να δουλεύω με μεγάλα πλάνα. Σκέφτομαι πάντα ότι ήταν μια φυσική επιλογή. Μια ανάγκη ένταξης του φυσικού χρόνου στο χώρο, ως ενότητα χώρου και χρόνου. Μια ανάγκη, οι λεγόμενοι νεκροί χρόνοι ανάμεσα στη δράση και την αναμονή της, που συνήθως εξαφανίζει το ψαλίδι του μοντέρ, να λειτουργήσουν μουσικά σαν παύσεις. Μια αντίληψη του πλάνου ως ζωντανού κυττάρου με εισπνοή, εκφορά του κυρίως λόγου και εκπνοή. Γοητευτική και επικίνδυνη επιλογή που συνεχίζεται ως τώρα.
Δουλεύω με την ίδια ομάδα συνεργατών από τότε που άρχισα. Με ξέρουν, τους ξέρω. Με τα χρόνια έχουν γίνει οικογένειά μου. Με θυμώνουν συχνά την ώρα της δουλειάς, μου λείπουν όταν δεν τους βλέπω. Αισθάνομαι αβέβαιος όταν ένας καινούριος τεχνικός μπει στην ομάδα, σαν από αυτόν να εξαρτώνται όλα. Μιλάω μαζί τους για τα σχέδια και τις αβεβαιότητες μου. Πέρασαν τόσα χρόνια κι ακόμα η ίδια ταραχή η ίδια συγκίνηση, η ίδια ανάγκη να είμαστε κοντά, κρατώντας την αναπνοή μας, περιμένοντας το τέλος ενός πλάνου.
Ταξίδια, χωρισμοί, περιπλανήσεις. Ένα αυτοκίνητο, ένας φίλος φωτογράφος να οδηγεί σιωπηλά, κι ο δρόμος. Πολλές φορές σκέφτομαι ότι το μοναδικό μου σπίτι, το μοναδικό μέρος πού αισθάνομαι ότι ισορροπώ, που γαληνεύω, είναι δίπλα στο φίλο που οδηγεί. Το παράθυρο ανοιχτό, το τοπίο να φεύγει. Οι εικόνες γεννιούνται σ’ αυτά τα ταξίδια. Δεν χρειάζεται να κρατάω σημειώσεις. Γεννιούνται με τις γραμμές τους, με τα χρώματά τους, με το ύφος τους, πολλές φορές και με τις κινήσεις της μηχανής, με τις αισθητικές τους ισορροπίες, με το φως τους. Οι εκατοντάδες φωτογραφίες χρησιμεύουν ως μνήμες. Όμως τίποτα δεν τελειώνει πριν από το γύρισμα. Στο γύρισμα αναπλάθονται όλα με βάση την καινούργια πραγματικότητα. Ηθοποιοί, απρόβλεπτα, ευτυχή ή ατυχή, ξαφνικές ιδέες. Κι όμως, η αρχή έχει προηγηθεί. Καιρό πριν. Τότε που από το τίποτα γεννιέται η ιδέα μιας ταινίας.
Πέρασαν τριάντα χρόνια σχεδόν από την πρώτη ταινία. Παραφράζοντας τον Eliot, θα μπορούσα να πω: Να ’μαι λοιπόν πιο πέρα, πιο μακριά από του δρόμου τα μισά. Τα χρόνια μου σπαταλημένα τα πιο πολλά ανάμεσα σε θυμούς της Ιστορίας, πασχίζοντας ακόμα να μάθω να χρησιμοποιώ εικόνες. Και κάθε μου προσπάθεια μια καινούργια αρχή και μια μορφή αποτυχίας γιατί μαθαίνουμε μόνο όταν δεν χρειάζεται να εκφραστούμε πια. Έτσι το κάθε τόλμημα ένα ξεκίνημα καινούργιο μέσα στης ανακρίβειας των αισθημάτων τον γενικό χαμό. Μέσα στου πάθους τις ασύντακτες ορδές. Μια έφοδος στο άναρθρο. Να βρεθεί ξανά αυτό που χάθηκε, και βρέθηκε, και χάθηκε πάλι. Να βρεθεί ξανά… In my end is my beginning.”
(απόσπαμα από ένα σημείωμα του Θ. Αγγελόπουλου για την τελευταία του ταινία “Η σκόνη του χρόνου”).
Η πιο ουσιαστική, προσφορά του Θόδωρου Αγγελόπουλου, είναι ο τρόπος που μέσα από το έργο του προκάλεσε την Ελλάδα να κοιτάξει την Ελλάδα. Ο τρόπος που μέσα από τη θεματική των ταινιών του και την σκηνοθετική του τοποθέτηση, προκάλεσε την Ελλάδα να αναμετρηθεί με την ταυτότητα της και να την συλλογιστεί.
Με υλικά την ποίηση και τη μυθολογία της, το βάρος του αρχαίου της κλέους, τις πληγές της σύγχρονης ιστορίας της, τις πολιτικές καταστάσεις που την σημάδεψαν ανεξίτηλα και με οδηγό ένα βλέμμα βαθιά διεισδυτικό και οραματικά προφητικό πάνω στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας, ο Αγγελόπουλος κατέθεσε την ψυχή και το είναι του στη χώρα που τον γέννησε, μέσα από ένα έργο που αποδείχτηκε διαχρονικό και αποδεικνύεται παντοτινά επίκαιρο.
Διαβάστε ακόμη:
Θεόδωρος Αγγελόπουλος – Ο Σκηνοθέτης της σιωπής (της Σοφίας Δαλαμάγκα) | Μια μέρα … για μια αιωνιότητα (αφιέρωμα στον Θεόδωρο Αγγελόπουλο)
Πηγές πληροφοριών: www.maxmag.gr, www. tvxs.gr, www. cinephilia.gr, www.culturebook.gr