
Ο Κινηματογράφος και οι εικόνες του Jacques Tati
Γράφει ο Χρήστος Μαρκαντώνης*
Ο Κινηματογράφος με εικόνες, εικόνες, εικόνες και περισσότερες εικόνες. Σχήματα, γεωμετρία, χιούμορ πρωτότυπο και πολύ διαφορετικό από αυτό που κυριαρχούσε μέχρι τότε. Αναφερόμαστε στην μεταπολεμική περίοδο της Ευρώπης και στην εμφάνιση του Ζακ Τατί στον Γαλλικό Κινηματογράφο και πιο συγκεκριμένα στον τομέα της κωμωδίας.

Jacques Tati – Jour de Fete
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Γαλλία αρχίζουν να πληθαίνουν ξανά οι κινηματογραφικές παραγωγές. Το είδος της κωμωδίας εμφανίζεται κάπως αλλαγμένο και ανανεωμένο. Η κωμωδία του Τατί φαίνεται πως παίρνει αποστάσεις από την επικρατέστερη τάση της κωμωδίας εκείνη την εποχή όπως για παράδειγμα την ρεαλιστική κωμωδία του Αγγλικού Κινηματογράφου. Αυτό που κάνει είναι να αφήνει στην άκρη το κωμικό τού λόγου και να δίνει όμως μεγάλη βαρύτητα στην εικόνα και στον ήχο. Λάτρης της εικόνας και των χρωμάτων μας χαρίζει καταπληκτικές κινηματογραφικές δημιουργίες όπως για παράδειγμα «Ο θείος μου» (1958) και «Playtime» (1967). Δυστυχώς για τους θαυμαστές του Τατί, στα περίπου τριάντα χρόνια καριέρας σκηνοθετεί μονάχα έξι ταινίες μεγάλου μήκους. Καταφέρνει όμως με μεγάλη αφοσίωση και συνέπεια να δημιουργήσει ένα κινηματογραφικό σύμπαν άμεσα αναγνωρίσιμο με καθαρά δικά του χαρακτηριστικά. Θεωρείται συνεχιστής των σημαντικών κωμικών του Κινηματογράφου της βωβής περιόδου όπως είναι ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο αγαπημένος του Μπάστερ Κήτον, Χάρολντ Λόιντ και οι αξιολάτρευτοι Λόρελ (Λιγνός) και Χάρντι (Χοντρός). Βέβαια για να είμαστε ειλικρινείς στην πορεία ο Τατί διαφοροποιείται αρκετά από τον έντονο συναισθηματισμό του Τσάπλιν αλλά και από τους ήρωες της κλασσικής βωβής κωμωδίας.

Jacques Tati – Mon Oncle
Καταφέρνει και δημιουργεί μια καθαρά προσωπική αισθητική που οδηγεί σε ένα κινηματογραφικό σύμπαν άμεσα αναγνωρίσιμο από τον θεατή. Ένας κινηματογράφος μέσα από εικόνες. Όπως αναφέραμε και παραπάνω ο Τατί λατρεύει το χρώμα. Ο τρόπος που το μελετάει και το χρησιμοποιεί στις ταινίες του κάθε άλλο παρά τυχαίος δεν είναι. Αποκορύφωμα της άψογης χρήσης της χρωματικής παλέτας αποτελεί η αριστουργηματική ταινία «Ο θείος μου» (1958) που το χρώμα πλέον αποκτά καθαρά συμβολικό χαρακτήρα όπως για παράδειγμα στις σκηνές με την πλούσια βίλα, όπου οι χρωματικοί όγκοι θυμίζουν μοντέρνο πίνακα. Νοηματοδοτεί τον κινηματογράφο μέσα από την εικόνα. Στις κωμωδίες του, οι λέξεις δεν παίζουν σημαντικό ρόλο και έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Παρατηρούμε πως οι διάλογοι σχεδόν απουσιάζουν. Χωρίς όμως να αφήνει στο περιθώριο τον ήχο που ντύνει την κάθε σκηνή, τουναντίον ο Τατί δουλεύει την ηχητική μπάντα των ταινιών του με απεριόριστη αφοσίωση σε βαθμό τελειότητας. Οι ήχοι στις ταινίες του αποτελούν από μόνοι τους μια ταινία ξεχωριστή. Πολλοί λίγοι σκηνοθέτες δουλεύουν με τόση λεπτομέρεια τους ήχους. Μπορούμε να παρατηρήσουμε πως υπάρχει μια σκηνοθεσία των ήχων που δεν συνοδεύει απαραίτητα την εικόνα. Εννοώ, πως αν προσέξουμε ορισμένα π.χ. γενικά πλάνα που διαδραματίζεται ένα γεγονός, ο ήχος, να μην είναι αυτός που θα περιμέναμε να συνοδεύει το γενικό πλάνο αλλά να είναι ο ήχος από μια λεπτομέρεια της σκηνής. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό θα αναφερθώ στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας«Playtime» (1967), όπου υπάρχει ένα γενικό πλάνο μιας αίθουσας αναμονής αεροδρομίου. Σε αυτό το πλάνο η κάμερα παραμένει ακίνητη, σε γενικό. Παρόλα αυτά ο ήχος δεν αντιστοιχεί σε αυτό το γενικό πλάνο και επιλέγει ο Τατί, να ακούγονται οι ήχοι των βημάτων από τα παπούτσια των ανθρώπων που περνάνε. Στην αρχή δύο καλόγριες, έπειτα ένας αξιωματικός ή αργότερα τα τακούνια μιας κυρίας που μοιάζει να ψάχνει κάτι, ακόμα και το φαράσι και η σκούπα από τον καθαριστή του αεροδρομίου.

Jacques Tati – Playtime
Κάνει δηλαδή κοντινά σε ήχους, ζουμάρει αν μπορούμε να το πούμε έτσι στον ήχο, που λειτουργεί τόσο άψογα με την εξέλιξη της δράσης χωρίς να μας προβληματίσει που δεν ταυτίζεται με το πλάνο της εκάστοτε σκηνής. Είναι τόσο καλοδουλεμένη η ηχητική μπάντα στις ταινίες του και με απόλυτη μαεστρία καθιστώντας τον έναν από τους πιο ευφάνταστους δημιουργούς!

Jacques Tati – Les vacances de Monsieur Hylot
Αυτό που κατορθώνει να κάνει όμως ο Ζακ Τατί και φημίζεται γι’ αυτό, είναι η δημιουργία του κυρίου Υλώ που μάλιστα τον υποδύεται ο ίδιος. Ο κύριος Υλώ είναι ένας ανθρωπάκος με παπιγιόν, γκαμπαρντίνα που το αγαπημένο αξεσουάρ και σχεδόν το κρατάει πάντα είναι μια σβησμένη πίπα. Ο χαρακτήρας του Υλώ θα εμφανιστεί σε παραπάνω από μία ταινίες του Τατί. Πρώτη φορά μας συστήνεται στην ταινία «Οι διακοπές του κυρίου Υλώ» (1954). Ο Υλώ θα πρωταγωνιστήσει ξανά στο αριστούργημα του Τατί «Ο θείος μου»(1958) καθώς επίσης και στις ταινίες «Playtime» (1967) και «Trafic» (1971). Τον κύριο Υλώ θα τον χαρακτηρίζαμε ως ατσούμπαλο ο οποίος προσπαθεί με αδέξιες κινήσεις και εντέλει χωρίς επιτυχία, να προσαρμοστεί σε ένα περιβάλλον πιο σύγχρονο και τεχνολογικά πιο εξελιγμένο από ότι ο ίδιος έχει συνηθίσει. Στις ταινίες που ξετυλίγεται η συγκεκριμένη φιγούρα μας παρουσιάζεται ως ένας κύριος και ολίγον μποέμ που είναι ενάντια στο μοντέρνο και διοικητικό κόσμο που τον περιβάλλει. Μόνο και μόνο η παρουσία του και χωρίς να κάνει σχεδόν τίποτα μπορεί να αποτελέσει σπινθήρα για την αποδιοργάνωση μιας κοινωνικής ζωής. Με αυτές τις ταινίες γίνεται πλέον ξεκάθαρο πως ο Τατί έχει ήδη προσανατολιστεί περισσότερο προς το κωμικό της κίνησης και των σωματικών αντιδράσεων.

Jacques Tati – Trafic
Δυστυχώς όμως όλα τα όμορφα κάποτε τελειώνουν. Κάπως έτσι και στον Τατί αρχίζουν να κάνουν την εμφάνιση τους η κούραση και η έλλειψη ανανέωσης. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 και ο Τατί φαίνεται πως κλείνει το δημιουργικό του κύκλο και μπαίνει σε περίοδο παρακμής, έχοντας όμως αφήσει πίσω του κορυφαία αριστουργήματα του παγκόσμιου Κινηματογράφου.
Jacques Tati
*Info:
O Χρήστος Μαρκαντώνης ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου & Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου. Η μικρού μήκους ταινία του «elsa.» διακρίθηκε με δύο βραβεία στο διεθνές φεστιβάλ κιν/φου Πάτρας 2008 (Α’ Γυναικείου ρόλου & Καλύτερης ταινίας για το Μεταναστευτικό).
Με τη φωτογραφία ασχολείται συστηματικά από το 2010 όπου και παρακολούθησε τα σεμινάρια φωτογραφίας με το Νίκο Δημολίτσα. Το 2013 γίνεται μέλος της Φωτογραφικής Ομάδας Φοζ όπου παραμένει μέχρι και σήμερα βασικό μέλος της ομάδας. Από το 2017 παρακολουθεί τα σεμινάρια του Βασίλη Γεροντάκου. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας και έχει επιμεληθεί φωτογραφικά θεατρικές παραστάσεις.
//www.instagram.com/cmarkantonis/
//foz.photography/christos-markantonis/