6 + 1 φωτογράφοι αναζητούν τη φωτογραφία | Χριστίνα Καλλιγιάννη
Ερώτηση προς κ. Χριστίνα Καλλιγιάννη: Ο Jeff Wall έχει δηλώσει: «[…] υπάρχουν δύο προεξέχοντες µύθοι για τη φωτογραφία: O ένας ότι λέει την αλήθεια και ο άλλος ότι δεν την λέει».
Τι καταφέρνει να διερευνά τελικά η σύγχρονη φωτογραφία; Την φαινομενικότητα από τις πολλές προσλαμβάνουσες ή την πραγματικότητα;
Η φωτογραφία, κάθε φωτογραφία, δεν διεκδικεί για τον εαυτό της τα σκήπτρα της «μίας και μοναδικής» αλήθειας, αλλά διεκδικεί για τον εαυτό της την αναμφισβήτητη σφραγίδα της ανθρώπινης στιγμής, του τόπου και του χρόνου της.
Η φωτογραφία προέκυψε από την ανάγκη του ανθρώπου αντιληφθεί με τα μάτια αυτό που πληροφορείται με τις λέξεις. Στην αντιπαθητικά κλισέ διαπίστωση «μια εικόνα χίλιες λέξεις» αντιπαρατίθεται η ερώτηση «τι είναι αυτό;». Στο «τι» περικλείονται όλες οι πληροφορίες που ο φωτογράφος μπορεί να δώσει: θέμα, τόπος, χρόνος, περίσταση και αιτία, τα περιβόητα 5W (what, who, where, when, why/ τι, ποιος, πού, πότε, γιατί).
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα «τι;», «ποιος;», «πού», «πότε», προσδιορίζουν τη μία και αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα: αυτός/ή/ό/οί/ές/ά, στο τάδε γεωγραφικό σημείο την τάδε ημερομηνία και ώρα.
Το τελικό ερώτημα «γιατί» είναι αυτό από το οποίο ξεκινούν οι φαινομενικότητες.
Ένα καλό – και αρκούντως χιουμοριστικό παράδειγμα – αποτελεί η φωτογραφία που τράβηξε ο Γιάννης Κολεσίδης για το πρακτορείο Reuters τον Οκτώβριο του 2012 κατά τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για την επίσκεψη της Angela Merkel στην Αθήνα. Ο φωτογράφος βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος, στην οδό Σταδίου κοιτώντας προς τη Βουλή, με το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια στα αριστερά του. Στα πεζοδρόμια εκατέρωθεν την οδού Βασιλέως Γεωργίου Α’ βρίσκονται άντρες των ΜΑΤ και ένας άντρας που φαίνεται να είναι φωτογράφος (αριστερά). Στο κέντρο της εικόνας, σε πρώτο πλάνο, βρίσκεται ένας γυμνός άντρας με στραμμένα τα οπίσθιά του προς τον Κολεσίδη. Ο άντρας κινείται με τα χέρια ανοιχτά μπροστά από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου Α’ προς την κατεύθυνση της Λεωφόρου Αμαλίας και τους άντρες των ΜΑΤ.
Οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που καθορίζουν την πραγματικότητα είναι απλές:
Τι: ένας γυμνός άντρας με τα χέρια ανοιχτά στη μέση του δρόμου υπό το βλέμμα περαστικών και αντρών ΜΑΤ
Ποιος: αγνώστων στοιχείων άντρας
Πού: στην Αθήνα μπροστά από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια επί της οδού Βασιλέως Γεωργίου Α’
Πότε: 9 Οκτωβρίου 2012
Γιατί;
Οι απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα είναι πολλές και αφενός καθορίζουν το γεγονός αφετέρου κατευθύνουν τις περισσότερες φαινομενικότητές του που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο από τις απαντήσεις στην καθεμία αλλά και από την προσωπική στάση του κάθε θεατή προς αυτές.
Α. Πληροφορία:
- Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος;
- Γιατί αυτός ο άνθρωπος έβγαλε τα ρούχα του;
- Ξέρει τι κάνει;
- Διαμαρτύρεται ή είναι απλώς παράφρων;
- Γιατί διαμαρτύρεται;
- Γιατί επέλεξε αυτή τη μορφή διαμαρτυρίας;
- Η μορφή αυτής της διαμαρτυρίας αποτελεί απλώς μια προσβολή στη δημόσια αιδώ ή μήπως έχει κι ένα βαθύτερο νόημα;
- Γιατί ο φωτογράφος επέλεξε να φωτογραφίσει;
- Αν ο φωτογράφος στεκόταν σε άλλο σημείο και φωτογράφιζε τον άντρα από εμπρός με εμφανή τα γεννητικά του όργανα θα δημοσιευόταν η φωτογραφία;
Β. Στάση:
- Πώς ο κάθε θεατής αντιλαμβάνεται την ίδια φωτογραφία;
- Σαν διαμαρτυρία;
- Σαν διαμαρτυρία στο πρόσωπο της επισκέπτριας;
- Σαν διαμαρτυρία στο εν γένει πολιτικό σύστημα;
- Σαν προσβολή;
- Σαν προσβολή στη γενική δημόσια αιδώ;
- Σαν προσβολή στο πρόσωπο της επισκέπτριας;
- Σαν προσβολή στο εν γένει πολιτικό σύστημα;
- Ή σαν απλώς μια εύστοχη φωτογραφία, ασχέτως όλων των πραγματικών, πολιτικών και ψυχολογικών συνισταμένων της;
Ωστόσο, όποιες κι αν είναι οι απαντήσεις, η πραγματικότητά της δεν αλλάζει:
Ένας γυμνός άντρας έχει στραμμένα τα οπίσθιά του στον φωτογράφο και κινείται μπροστά από το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια επί της Βασιλέως Γεωργίου Α’ προς την Λεωφόρο Αμαλίας και τους άντρες των ΜΑΤ με το ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετάνια στα αριστερά του. Στα πεζοδρόμια εκατέρωθεν την οδού Βασιλέως Γεωργίου Α’ βρίσκονται άντρες των ΜΑΤ και ένας άντρας που φαίνεται σαν φωτογράφος (αριστερά). Στο βάθος φαίνεται η Βουλή. Αθήνα, 9 Οκτωβρίου 2012.
Η επίσκεψη της Άνγκελα Μέρκελ δεν αποτελεί πληροφορία που προκύπτει από την εικόνα, αλλά από τις απαντήσεις στο ερώτημα «γιατί».
Οι φαινομενικότητες ωστόσο ποικίλουν ανάλογα με τις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα και σε άλλα ενδεχομένως που μπορεί να γεννηθούν.
Ταυτόχρονα μιλώντας πια για σύγχρονη φωτογραφία, δεν πρέπει να λησμονείται ούτε να παραγνωρίζεται ή να υποτιμάται ο τρόπος με τον οποίο η φωτογραφία χρησιμοποιείται από το εκάστοτε μέσο που την παρουσιάζει και τη σχολιάζει. Στην εποχή της εξαντλητικής υπερμετάδοσης και υπερκατανάλωσης οπτικής πληροφορίας τόσο από άποψη ποσότητας όσο και – κυρίως – από άποψη ταχύτητας ο φωτογράφος είναι ανήμπορος να ελέγξει ποιός θα παρουσιάσει την φωτογραφία του, αν θα παρουσιάσει ορθά τις πληροφορίες που τη συνοδεύουν και πώς θα την σχολιάσει και ερμηνεύσει. Είναι εμφανές αυτό από τις πολλές και διαφορετικές, αντιδιαμέτρου αντίθετες απαντήσεις, που κανείς θα μπορούσε να δώσει στα παραπάνω ερωτήματα σχετικά με το είδος τις διαμαρτυρίας ή προσβολής και πώς αυτή παρουσιάζεται στο κοινό και προσλαμβάνεται από αυτό. Ένας υποστηρικτής της τότε κυβέρνησης ή/και του εν γένει πολιτικού συστήματος θα δει στην φωτογραφία μια προσβολή: έναν τρελλό ή γραφικό ή ενδεχομένως και αλήτη να προσβάλει την κυβέρνηση, το πολιτικό σύστημα, την επισκέπτρια, τη δημόσια αιδώ και ενδεχομένως την πόλη την ίδια.
Ένας πολιτικά αντίθετος με την τότε κυβέρνηση ή/και το εν γένει πολιτικό σύστημα θα δει μια ευφάνταση διαμαρτυρία είτε προσπερνώντας ή απολαμβάνοντας όλα όσα ο προηγούμενος παρατηρητής θα θεωρήσει «προσβολή».
Ένας πιο ψύχραιμος ή και ψυχρός παρατηρητής θα δει απλώς μια εύστοχη φωτογραφία, ασχέτως όλων των πραγματικών, πολιτικών και ψυχολογικών συνισταμένων της και θα ασχοληθεί περισσότερο με την αξία του φωτογράφου παρά με τα ψυχολογικά όσων είδαν έναν γυμνό άντρα να τρέχει στη μέση του δρόμου στο κέντρο της πρωτεύουσας της χώρας στη δεδομένη χρονική στιγμή και ιστορική περίσταση.
Άλλωστε τελικά ο κάθε αποδέκτης προσεγγίζει την εικόνα μπροστά του μέσα από το προσωπικό του συναίσθημα (Susie Linfield, The Cruel Radiance, 2010, σ. 22).
Ξεκινώντας από την πανθομολογούμενη διαπίστωση ότι καμία άλλη μορφή έκφρασης δεν έχει υποστεί ποτέ τόση κριτική, αμφισβήτηση και διαρκή προβληματισμό για το ρόλο και τη λειτουργία της στο ανθρώπινο γίγνεσθαι, οι απαντήσεις στα –πολλές φορές εμμονικά ή και αυτοαναιρούμενα ερωτήματα- βρίσκονται στις απαρχές της ανακάλυψης της φωτογραφίας. Η ανάγκη ή έστω επιθυμία για αποτύπωση αυτού που ορατά βρίσκεται μπροστά μας, ενώ η ζωγραφική, η χαρακτική και η γλυπτική ανθούσαν με ενθουσιώδη αποδοχή επί αιώνες, αποδεικνύει τον ρόλο της φωτογραφίας σαν το μέσο του ανθρώπου για μια διατήρηση στο κατά το δυνατόν διηνεκές αυτού του οτιδήποτε βρίσκεται μπροστά του και αποτελεί την πραγματικότητά του εκείνη τη στιγμή σε εκείνο το σημείο.
Η αντιδιαστολή μεταξύ πραγματικότητας και φαινομενικότητας αφορά στο βλέμμα και όχι στο έργο, αναμετράται το βλέμμα του δημιουργού της εικόνας με το βλέμμα του θεατή και του χειραγωγού της.
Χριστίνα Καλλιγιάννη
Φωτογράφος, Υπ. Δ. Παντείου Παν/μίου, Συγγραφέας
Photo cover: Marc Ribaud, Young girl holding a flower