Ενός λεπτού μαζί …
Πιστεύω ότι η ποίηση βοηθάει όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σε ένα έρημο, καταργημένο ξωκκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους … (Kική Δημουλά)
Έρεβος
Ερήμην
Επί τα ίχνη
Το λίγο του κόσμου
Το τελευταίο σώμα μου
Χαίρε ποτέ
Η εφηβεία της λήθης
Ενός λεπτού μαζί
Ήχος απομακρύνσεων
Χλόη θερμοκηπίου
Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως
Τα εύρετρα
Δημόσιος καιρός
Άνω τελεία
Οι τίτλοι των ποιητικών της συλλόγων θα μπορούσαν να αποτελέσουν και να σταθούν σαν ένα ενιαίο ποίημα …
και η “ΑΝΩ ΤΕΛΕΙΑ”, η τελευταία της ποιητική συλλογή, θα μπορούσε να είναι η τελευταία της ποιητική ανάσα …
Όμως η ανάσα της είναι ακόμα ζεστή και ίσως δεν θα μπορέσουμε να πούμε αυτό το “ΧΑΙΡΕ ΠΟΤΕ” σ’ αυτήν και στην ποίησή της.
Μάς έμαθε να αγαπούμε την ποίηση για την απώλεια …
Αν προσπαθήσει κάποιος να θυμηθεί πότε πρωτογνώρισε την ποίηση της Δημουλά, ίσως να μη θυμάται … γιατί η θλίψη προϋπάρχει μέσα μας κι οι στίχοι της Δημουλά ήλθαν “ΕΡΗΜΗΝ” μας σπαρακτικά να μας τη θυμίσουν όταν εμείς προσπαθούσαμε να απωθήσουμε τη θλίψη μέσα μας πιο βαθιά …. Μας έμαθε πώς να τη φέρουμε στην επιφάνεια ξανά με μια άλλη διάθεση πιο ποιητική, πώς να ζούμε μ’ αυτή και πώς να την αγαπήσουμε ξανά από την αρχή … κι αυτό είναι το κέρδος: “ΤΑ ΕΥΡΕΤΡΑ”, δηλ. Να ξέρεις να χειρίζεσαι την απώλεια, τη θλίψη μέσα από τη δική μας αιώνια ποιητική εφηβεία …
Τής χρωστάμε “ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΜΑΖΙ” για όσα μας έμαθε να αγαπούμε … για όσες εικόνες μας έντυσε με τους στίχους της κι αυτές επιλέξαμε γι αυτό το αφιέρωμα … και ό,τι αγαπήσαμε κι αγαπούμε δεν το αποδίδουμε ποτέ στην “ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ”.
Δεν θα σταθούμε απέναντί σας ειδήμονες της ποίησής της … Από χθες πολλά γράφονται γι αυτή … Εμείς δεν ξέρουμε τι να γράψουμε. Άλλωστε σαν άλλοθι μας παρηγορεί το γεγονός ότι κάποτε είπε πως “εντελώς μόνος, στρώνεις κάτω ένα μεγάλο χαρτί, το στερεώνεις με ένα υπομονετικό μολύβι, και περιμένεις. Μήπως η ετοιμασία σου προσελκύσει εκείνες τις σαύρες – λέξεις που τρέχοντας περνούν και με τη θαυμαστή προσαρμοστικότητά τους πάνε και κρύβονται στο άλλο χρώμα κάθε φορά, του άλλου νοήματος μέσω του οποίου διαφεύγουν”.
Ο ποιητής … εντελώς μόνος γράφει …
Ο φωτογράφος … εντελώς μόνος φωτογραφίζει …
Κι αυτή η μοναξιά συναντιέται στην Τέχνη, γιατί η Τέχνη παράγει συναίσθημα, αγάπη, πόνο …
Τα όσα μοιραστήκαμε μαζί της και όσα μοιραστήκαμε εμείς μαζί σας μέσα από εικόνες και λόγια, αυτά θέλουμε να επικοινωνήσουμε σήμερα σαν ένα μικρό “ΗΧΟ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΕΩΝ” …
Για όσους δεν ήταν λάτρεις της ποίησής της, πείτε απλά “ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΩΣ”…
Για εμάς, που τη λατρέψαμε, ας κρατήσουμε μαζί της ένα λεπτό αιωνιότητας στη ζεστή ακόμη “ΧΛΟΗ ΘΕΡΜΟΚΗΠΙΟΥ” ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΩΜΑ της.
«Ένα βιογραφικό σημείωμα πρέπει, αφού γραφτεί, να μείνει επ’ αρκετόν καιρό κρεμασμένο στον αέρα από ένα τσιγκέλι αυστηρότητας, ώστε να στραγγίξουν καλά τα στερεότυπα, οι ωραιοποιήσεις, η ρόδινη παραγωγικότης και ο πρόσθετος ναρκισσισμός, πέραν εκείνου που ενυπάρχει στη φύση μιας αυτοπαρουσίασης. Μόνον έτσι βγαίνει το καθαρό βάρος: το ήθος που επέβλεπες να τηρεί η προσπάθειά σου.
Τα πόσα βιβλία έγραψε κανείς, πότε τα εξέδωσε, ποιες μεταφράσεις τα μεταναστεύουν σε μακρινές ξένες γλώσσες και ποιες διακρίσεις τα χειροκροτούν είναι τόσο τρέχοντα, όσο το να πεις ότι μέσα σ’ έναν βαρύτατο χειμώνα υπήρξαν και κάποιες μέρες με λαμπρή λιακάδα.
Ωστόσο, επειδή αυτό είναι το υλικό της πεπατημένης, που δεν μπορεί να συνεχίσει τη χάραξή της με συνεσταλμένες καινοτόμες επιφυλάξεις, γεννήθηκα στην Αθήνα το 1931. Η παιδική ηλικία πέρασε χωρίς να αναδείξει το «παιδί θαύμα».
Το 1949, τελειώνοντας το Γυμνάσιο, υπέκυψα εύκολα στο “πρέπει να εργαστείς”, και εργάστηκα στην Τράπεζα της Ελλάδος είκοσι πέντε χρόνια.
Ανώτερες σπουδές: η μακρά ζωή μου κοντά στον ποιητή Άθω Δημουλά. Χωρίς εκείνον, είμαι σίγουρη ότι θα είχα αρκεστεί σε μια ρεμβαστική, αμαθή τεμπελιά, προς την οποίαν, ίσως και σοφά, ακόμα ρέπω.
Του οφείλω το λίγο έστω που της ξέφυγα, την ατελή έστω μύησή μου στο τι είναι απλώς φωνήεν στην ποίηση και τι είναι σύμφωνον με την ποίηση, του οφείλω ακόμα την πικρότατη δυνατότητα να μπορώ σήμερα, δημόσια, να τον μνημονεύω εις επήκοον της πολυπληθούς λήθης.
Αυταπαρνητική, παραχωρήθηκα στο ρόλο της μητέρας και με τρυφερή γενναιότητα άκουσα να προσφωνούμαι “γιαγιά”.
Κυλώ τώρα με ψυχραιμία και χωρίς βλέψεις διαιωνίσεως μέσα σ΄ αυτές τις νέες παρακαμπτήριες του αίματός μου.
Κυλώ και, όσο πλησιάζω στις εκβολές, όλο και ονειρεύομαι ότι θα μου πετάξει η ποίηση ένα σωσίβιο ποίημα.
Δεν νιώθω δημιουργός. Πιστεύω ότι είμαι ένας έμπιστος στενογράφος μια πολύ βιαστικής πάντα ανησυχίας, που κατά καιρούς με καλεί και μου υπαγορεύει κρυμμένη στο ημίφως ενός παραληρήματος, ψιθυριστά, ασύντακτα και συγκεκομμένα, τις ακολασίες της με έναν άγνωστο τρόπο ζωής.
Όταν μετά αρχίζω να καθαρογράφω, τότε μόνον, παρεμβαίνω κατ’ ανάγκην: όπου λείπουν λέξεις, φράσεις ολόκληρες συχνά και το νόημα του οργίου, προσθέτω εκεί δικές μου λέξεις, δικές μου φράσεις, το δικό μου όργιο στο νόημα, ότι τέλος πάντων έχει περισσέψει από δικές μου ακολασίες με έναν άλλον, άγνωστο τρόπο ζωής.
Τόσο μεταχειρισμένη και υπηρεσιακή είναι η ανάμειξή μου στη δημιουργία.
Φύσει ολιγογράφος, εξέδωσα οκτώ ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια. Η σημασία τους είναι ακόμα συμβατική. Είναι γραμμένη στη λίστα αναμονής των μεγάλων επερχόμενων κυμάτων του μετα-κριτή χρόνου.»
Κική Δημουλά
… Χαμογελώ.
Η καμπύλη του χαμόγελου,
το κοίλο αυτής της διαθέσεως,
μοιάζει με τόξο καλά τεντωμένο,
έτοιμο.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε στόχος κάποτε.
Και προδιάθεση νίκης.
Το βλέμμα βυθισμένο
στο προπατορικό αμάρτημα:
τον απαγορευμένο καρπό
της προσδοκίας γεύεται.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασε πίστη κάποτε.
Η σκιά μου, παιχνίδι του ήλιου μόνο.
Φοράει στολή δισταγμού.
Δεν έχει ακόμα προφθάσει να είναι
σύντροφός μου ή καταδότης.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
πέρασ’ επάρκεια κάποτε.
Συ δεν φαίνεσαι.
Όμως για να υπάρχει γκρεμός στο τοπίο,
για να ’χω σταθεί στην άκρη του
κρατώντας λουλούδι
και χαμογελώντας,
θα πει πως όπου να ’ναι έρχεσαι.
Φαίνετ’ απ’ τη ζωή μου
ζωή πέρασε κάποτε.
Κική Δημουλά
«Πιστεύω ότι η ποίηση βοηθάει όσο το κερί που ανάβουμε μπαίνοντας σε
ένα έρημο, καταργημένο ξωκκλήσι, με φευγάτους όλους τους αγίους. Ωφελεί όσους
την αγαπούν, επειδή βρίσκουν εντός της μικρά κομματάκια από σκισμένες
φωτογραφίες του ψυχισμού τους. Περισσότερο και πιο σωστά ωφελεί εκείνους που
πιστεύουν στη μαγεία της. Που δεν θέλουν να θέσουν τον δάκτυλό τους επί τον
τύπον της κατανόησής της. Ωφελεί τη γλώσσα. Την περισυλλέγει από τους μεγάλους
κάδους της βιασύνης και τη μεταγγίζει με σέβας στο τόσο δα μπουκαλάκι του
αγιασμού, μια γουλιά, όσο ακριβώς χρειάζεται να πιει η ουσία. Τέλος ωφελεί όσο
μια παυσίπονη σταγόνα η ποίηση, σε έναν ωκεανό λύπης. Δεν είναι λίγο».
Κική Δημουλά
Κάτι ορθάνοιχτα παράθυρα
ανεβάζουν καλοκαίρι με το γερανό της μύγας.
Μετρώ και λείπουνε μιά δυό συλλαβές του
και το πόδι του λάμδα σπασμένο
Κουνιότανε από πέρυσι.
Τώρα που θα καθίσει τόση ελάττωση
κι όλη η συνοδεία των ευνούχων της.
Πάντως είναι στέρεο το ελαττούμενο
σηκώνει τόνους άλγη. Κάτσε άφοβα.
Καλού κακού θα προσθέσω στον κατάλογο
μια ξαπλώστρα εις αντικατάστασιν
του σπασμένου λάμδα.
Χρειάζομαι επίσης
Τρανζιστοράκι κολλητό στ’ αυτάκια των κυμάτων
ν’ ακούνε μουσική από σταθμούς πειρατικούς της άμμου.
Ένα τραγούδι ευσυγκίνητο κομίζει συλλαβές
ίδιες σχεδόν μ’ αυτές που βρέθηκαν να λείπουν από
το καλοκαίρι και παραπανίσιες μάλιστα. Μην τύχει
να θυμηθείς και άλλους. Να έχουν να καθίσουν.
Γυαλιά απορροφητικά, μη θυμηθώ περισσότερους.
Αν και φορώ πότε πότε καπνούς επαφής.
Ποια θάλασσα;
Σκέτο νερό πειρατής οφθαλμαπάτης.
Πρόσφυγας εκ της μακρινής κοσμογονίας.
Εκμαυλιστικά απέραντο χάρη στις βαραθρώσεις
σχιζοειδής οξυθυμίες αρχικά του σύμπαντος.
Οφθαλμοπόρνος της ιερόδουλης φυγής.
Ποια θάλασσα;
Καιρός να επικρατήσει η λογική
του σώματος ετούτου που διαθέτεις.
Ντύσου και κολύμπα.
(Απαγορεύεται η ρίψις δακρύων.
Είναι που είναι από μόνη της αλμυρή
λύσσα η ωριμότης).
Κική Δημουλά “Εξοπλισμός θερινών αναγκών” (απόσπασμα)
… Βροχή στα βόρειά μου του Μαϊου.
Ένα δάσος εκφωνεί τον πανηγυρικό
κίνδυνο της πυκνότητας. Παπαρούνες
ντυμένες το παραδοσιακό τους
δηλητήριο χορεύουν τοπικό κατακόκκινο.
Συγκινημένο το άγαλμα της απορίας μου:
τι θα πει Μάιος σιγά σιγά
με την πάροδο των λέξεων;…
Κική Δημουλά (Β΄ προβολή)
Ακόμα κι από τη νεότητα σχεδόν κρυφά γερνάμε.
Σα να ’ναι εμπιστευτικό το ολοφάνερο.
Πάντα τελευταία το μαθαίνει – απ’ τη νεότητα
των άλλων.
Μήπως μαθαίνουμε ποτέ ότι δε ζούμε;
Κρυφό μας το κρατάει για πάντα ο θάνατός μας.
Το ξέρει μόνον η ζωή που συνεχίζεται των άλλων.
Κουτσομπολιά ονείρων παρεξήγηση οι άλλοι.
Κική Δημουλά
(…) Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Κική Δημουλά
Ο μόνος αξιόπιστος μάρτυρας ότι ζήσαμε είναι η απουσία μας …
Κική Δημουλά
«Δε με ενδιαφέρει τι θα γίνουν τα ποιήματά μου όταν πεθάνω. Δε με ενδιαφέρει τι θα συμβεί όταν δεν θα ζω.
Ο θάνατος είναι απόλυτος. Άμα τελειώνουμε, να τελειώνουμε. Τελεία και παύλα. Όχι αποσιωπητικά. Τα αποσιωπητικά φτάνουν όσο ζούμε. Αν αυτό λέγεται εγωπάθεια, το δέχομαι προθύμως.»
Κική Δημουλά