
Όταν μιαν Άνοιξη χαμογελάσει (ΙΙ)
Επιμέλεια στήλης: ζωή μπέλα
photo: Manon Weiser
Σου λέω, γιατί έφυγα με τον άλλο ! Κλέφτηκα ! Κι εσύ το ίδιο θα έκανες. Ένιωθα φωτιές κι ένιωθα πληγές και στο πετσί και στα σωθικά μου. Κι ο γιος σου ήτανε μόνο μια σταλαματιά νερό, που απ’ αυτήν περίμενα παιδιά, χτήματα, ευτυχία.
Όμως ο άλλος ήτανε ποτάμι σκοτεινό, γεμάτο κλαριά, που ερχόταν βουερό και μου τραγούδαγε μουρμουριστά ανάμεσα στις καλαμιές.
Έτρεχα να βρω το γιο σου, που ήταν τρυφερός σαν νεραιδογέννημα του νερού, κι ο άλλος μου ‘στελνε χιλιάδες πουλιά, που δεν μ’ αφήνανε να προχωρήσω και μου ρίχναν στάχτες πάνω στις πληγές μου, τις πληγές μιας άμοιρης, μιας μαραμένης κοπέλας που είχε χαιδεμένη η φωτιά.
Δεν το ‘θελα – μ’ ακούς ;
Δεν το ‘θελα !
Ο γιος σου ήταν αυτό που ήθελα, ήταν η λύτρωσή μου. Και δεν τον γέλασα ! Όμως, το μπράτσο του αλλουνού με άρπαξε σαν το κύμα της θάλασσας και με συντάραξε σαν κουτουλιά μουλαριού.
Δεν είχα γλιτωμό, ο άλλος θα μ’ έσερνε μαζί του για πάντα, κι ας είχα γίνει γριά με κρεμασμένα στα μαλλιά μου όσα παιδιά θα μου ‘χε κάνει ο γιος σου!.
(Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα: «Ματωμένος Γάμος»
Μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές)