Κυριακή μεσ’ τον χειμώνα (Ι)

Κυριακή μεσ’ τον χειμώνα (Ι)

photo: Diane Arbus

Ζήσαμε πάντα σε υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες

Στα σιωπηλά καφενεία με τις ετοιμοθάνατες καρέκλες

Τα σούρουπα έρχονται και ξανάρχονται κι η θάλασσα είν’ ατέλειωτη

Με τα θαμπά καράβια που φεύγουν και πλανιούνται στο σκοτάδι.

Είναι ωραίο και θλιβερό να θυμάσαι τόσα βράδια

Δεμένα μ’ απέραστους καπνούς και με δυο κατάμαυρα μάτια

Κι ένα χέρι που μάκραινε και χαιρετούσε απ’ το λιμάνι

Πορτ ΣάιδΑλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη)

Ζήσαμε εκείνα τα θλιβερά και μονότονα καλοκαίρια

Κλεισμένοι πίσω από τα σίδερα της θάλασσας

Μετρώντας ένα ένα τα κύματα και τ’ άστρα

Δοσμένοι στην πικρή μας προσμονή.

Άγονες μνήμες. […]

Ήταν τα μάτια της θλιμμένα σαν τα καλοκαιριάτικα απογέματα

Κλεισμένα βαθιά στα μυστικά της θάλασσας

Κι ένα χέρι μαλακό και λεπτό σαν τη στοργή

Ένα χέρι μαλακό μπορεί να σε τραβήξει

Τραγουδώντας στα βάθη του πέλαγου στις μακρινές πολιτείες.

Ζήσαμε πάντα στις υγρές κι ανεξερεύνητες παραλίες

Με τη μνήμη πληγωμένη από μάτια και ταξίδια

Δεμένη πίσω απ’ ένα καράβι που δε θα γυρίσει

Μες στους απέραστους καπνούς και τα βραχνά τραγούδια

Πορτ Σάιδ ‒ Αλεξάνδρεια» στις 20 του Ιούλη).

(Μανώλης Αναγνωστάκης)