Ο άνεμος του Νοεμβρίου (ΙΙΙ)

Ο άνεμος του Νοεμβρίου (ΙΙΙ)

Επιμέλεια στήλης: ζωή μπέλα

Photo: Erle Kyllingmark

Ι.

Στα ήρεμα και κατάμαυρα νερά εκεί όπου τ’ άστρα αποκοιμιούνται
η λευκή Οφηλία πλέει σα μεγάλο κρίνο,
πλέει πολύ αργά, ξαπλωμένη επάνω στα μακριά της πέπλα
-πέρα στα μακρινά ξερόκλαδα μπορείς ν’ ακούσεις το σάλπισμα του θανάτου.
Για πάνω από χίλια χρόνια η θλιμμένη Οφηλία
περνούσε, άσπρο φάντασμα, το μαύρο ποτάμι.
Για πάνω από χίλια χρόνια η γλυκιά της τρέλα
ψιθύριζε το τραγούδι στο νυχτερινό αγέρι.
Ο άνεμος φιλά το στήθος της και ξεμπλέκει το λουλουδένιο στεφάνι
τα μακριά της πέπλα λικνίζονται στο νερό·
θροΐζοντας η ιτιά δακρύζει στον ώμο της,
τα καλάμια λυγίζουν στο φαρδύ κι ονειρεμένο μέτωπό της.
Τα νούφαρα αναστενάζοντας μπερδεύονται γύρω της·
που και που ξυπνά, στις καλαμιές,
σε κάποια φωλιά δραπετεύουν ήχοι από φτερά
– ένας μυστηριακός ύμνος φτάνει από τα χρυσαφένια άστρα.

ΙΙ.

Ω χλωμή Οφηλία! Όμορφη σαν το χιόνι!
Ναι είσαι νεκρή, μικρή μου, νικημένη απ’ το ποτάμι!
– ήταν ο άνεμος που κατέβηκε από τα μεγάλα βουνά της Νορβηγίας
και σου ψιθύρισε για μιαν άλλη καλύτερη ελευθερία.
Ήταν η ανάσα του ανέμου, που, ανακατεύοντας τα υπέροχα μαλλιά σου,
έφερε στ’ όνειρό σου εκείνη την παράξενη βουή·
ήταν η καρδιά σου που αφουγκραζόταν το τραγούδι της Φύσης
τα βογγητά του δέντρου και τους αναστεναγμούς της νύχτας·
ήταν η φωνή των τρελαμένων θαλασσών, ο μέγας βρυχηθμός,
που θρυμμάτισε την παιδική καρδιά σου, τόσο ανθρώπινη και τόσο γλυκιά·
ήταν μια όμορφη ωχρή νυχτιά, χαράματα τ’ Απρίλη,
που ένας φτωχός τρελός κάθισε βουβός στα γόνατά σου!
Ουρανέ! Έρωτα! Ελευθερία! Τι όνειρο, ω φτωχή μου τρελή!
Που λιώνεις για χάρη του σαν το χιόνι στην φωτιά:
τα μεγάλα σου οράματα πνίγονται μέσα στα λόγια
– και το άλγος του Αέναου τα γαλάζια σου μάτια έχει τρομάξει!

ΙΙΙ.
– κι ο ποιητής είπε ότι μέσα απ’ τ’ αστεριών το φως
έρχεσαι, την νύχτα, αναζητώντας τα λουλούδια που κρατούσες
κι ότι είδε μέσα στο νερό την Λευκή Οφηλία, ξαπλωμένη στα μακριά της πέπλα,
να πλέει, σαν ένα μεγάλο κρίνο.

(Αρθούρος Ρεμπώ, ” Οφηλία ” Μετάφραση, Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος)