Κυριακή μεσ’ τον χειμώνα (VII)

Κυριακή μεσ’ τον χειμώνα (VII)

photo: Πάνος Κοκκινιάς

[…] Οι αλήτες κοιτάζουν τα τραίνα που φεύγουν και τα μάτια τους για μια στιγμή μένουν ορφανά και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών,
δεν είναι η βροχή αλλά τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε.
Οι μεθυσμένοι τρικλίζουν κάτω απ’ το βάρος της απεραντοσύνης, έξω απ’ τα ορφανοτροφεία,
σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια κι η γυναίκα στο παράθυρο τόσο θλιμμένη,
που είναι έτοιμη να φύγει για τον ουρανό.
Όλα θολά συγκεχυμένα… Οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση… ποιοί είμαστε; …
άγνωστο… και μόνο καμιά φορά μέσα στους εφιάλτες μας βρίσκουμε κάτι απ’ τον αληθινό εαυτό μας.
Χέρια που γκρεμίστηκαν σε αδέξιες χειρονομίες, μενεξεδένια ευσπλαχνία του δειλινού που σκορπίζει λίγες βασιλικές δαντέλες στα γηροκομεία.
[…]
Φίλοι παιδικοί που είστε; με ποιούς θα συνεχίσω τώρα την περιπλάνησή μου στο άπειρο;
Οι μεγάλοι κάθονται στα καφενεία, οι γρύλοι τα βράδια προσπαθούν να συλλαβίσουν το ανείπωτο,
η μητέρα άνοιγε τα γράμματα με τη φουρκέτα της…
Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε…
μια θλίψη τ’ απογεύματα σαν άρωμα από παλιά βιβλία και κάθε φορά που προσπερνάμε ένα διαβάτη,
είναι σαν να λέμε αντίο σ’ όλη τη ζωή.
Θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας Άννα; Το φύλο σου σαν ένα μισανοιγμένο όστρακο που τ’ ακούμπησε εκεί μια μακρινή τρικυμία,
τα στήθη σου δύο μικρά ηλιοτρόπια μες τ’ αλησμόνητο πρωινό.
Οι επαναστάτες είναι ανήσυχοι για το μέλλον, οι εραστές για το παρελθόν, οι ποιητές έχουν επωμιστεί και τα δύο.
Κάποτε θα αυτοκτονήσω μ’ έναν τρόπο συνταρακτικό, με χαμηλόφωνα λόγια από παλιές συνωμοτικές μέρες…
Α ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα…
Τα παιδιά ξέρουν καλά ότι το αδύνατο είναι η πιο ωραία λύση…
ενώ στο βάθος του δειλινού οι δύο οργανοπαίχτες με τ’ ακορντεόν παίζανε τώρα για την τύχη και τα καπέλα τους επιπλέανε ναυαγισμένα στη μουσική…
(Τάσος Λειβαδίτης, Τα μοναχικά βήματα)