6 + 1 φωτογράφοι αναζητούν τη φωτογραφία | Χάρης Κακαρούχας
Ερώτηση προς κ. Χάρη Κακαρούχα: Κατά τον László Moholy-Nagy: «… ο εχθρός της φωτογραφίας είναι η σύμβαση, οι σταθεροί κανόνες του “πώς να κάνεις”. Η σωτηρία της φωτογραφίας έρχεται από το πείραμα».
Πειραματισμός τόσων χρόνων. Έχει φτάσει κάπου η φωτογραφία; Έχει σωθεί ή αναζητούμε ακόμη τη σωτηρία της;
Από την αναπηρία της διανοητικής στην αλήθεια της άμεσης θέασης
Ο László Moholy-Nagy είναι μια εμβληματική φιγούρα στα εγχειρίδια ιστορίας της φωτογραφίας. Δάσκαλος στο Bauhaus μετέφερε την φιλοσοφία της σχολής στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ιδρύοντας το New Bauhaus. Ασχολήθηκε με την γλυπτική, ζωγραφική, κολάζ, και την φωτογραφία όπου επίσης έγινε γνωστός κυρίως από τα φωτογράμματα. Εξαιρετικά ευφυής και αφιερωμένος στην τέχνη του, που θα έλεγα ότι είναι η επιτομή του πειραματισμού.
Ωστόσο ανατρέχοντας στο έργο του βλέπω πολύ ενδιαφέρουσες εικόνες με όρους πρωτοτυπίας, εξαιρετικά φτιαγμένες αλλά που απευθύνονται στο μυαλό μου. Μου προξενούν ένα ενδιαφέρον αν τις συγκρίνω με τις άλλες φωτογραφίες που αποτελούν την τράπεζα πληροφοριών σχετικά με την ιστορία του μέσου. Αλλά αυτό το ενδιαφέρον εξαντλείται άμεσα μια που δεν “ακουμπάει” καμιά βαθύτερη πτυχή του εαυτού μου.
Νομίζω ότι ο Moholy-Nagy αποφάσισε από το μυαλό του ότι η αφαίρεση είναι καλύτερη της αναπαράστασης, και προβάλλοντας αυτό το ιδεολόγημα στη ζωή την άδειασε από τον χυμό της καταλήγοντας σε ενδιαφέρουσες μεν – μια που είναι ευφυής και έχει γνώση – αλλά στεγνές – διακοσμητικού χαρακτήρα εικόνες. Εικόνες όπου ο χρόνος απουσιάζει και απομένουν τα οπτικά στοιχεία. Με άλλα λόγια κατασκευάζει μηχανικά εικόνες με την γνώση και τη λογική συνεπαγωγή.
Η μηχανική αναπαραγωγή των εικόνων που παράγει προϊόντα χωρίς αύρα, είναι γεγονός. Με την διαφορά ότι δεν οφείλεται στα εργαλεία όπως μέρος της θεωρίας υποστηρίζει αλλά στην μηχανική λειτουργία των καλλιτεχνών.
Στις μέρες μας 100 χρόνια αργότερα η συγκεκριμένη αντίληψη εξελίχθηκε αφού πρώτα ανέδειξε σε τέχνη το οτιδήποτε (ready made) μετά το εξαφάνισε τελείως υποκαθιστώντας το με την σκέψη η την πρόθεση του δημιουργού και πλέον μεσουρανεί. Είναι προφανές αν ρίξουμε μια ματιά στα μουσεία και τα μεγάλα φεστιβάλ. Μάλιστα ο όρος φωτογράφος έχει σχεδόν αντικατασταθεί με τον όρο εικαστικός που νομιμοποιεί κάθε είδους εξυπνακίστικη “εφεύρεση” και πάντρεμα μέσων, συχνά από ανθρώπους που αγνοούν πλήρως τα μέσα που χρησιμοποιούν. Τα ψηφιακά μέσα κάνουν όλο αυτό ευκολότερο. Η λογική συνεπαγωγή ψάχνει απεγνωσμένα για πρωτοτυπίες μια που μόνο αυτές μπορεί να αντιληφθεί.
Έτσι αντιστρέφοντας τη ρήση του Worhol ότι το παντοπωλείο είναι ένα μουσείο θα έλεγα ότι το σημερινό μουσείο είναι ένα σουπερμάρκετ που έχει απ όλα, κάτι σαν ριάλιτι η δελτίο ειδήσεων. Σ’αυτό λοιπόν το μουσείο, στην ελαφρότητα της ποπ και τον κυνισμό του κιτς, η κοινωνία καθρεφτίζει τις αξίες της, τον εαυτό της. Και να μην ξεχνάμε ότι οι αξίες που ενώνουν τον πλανήτη σήμερα είναι οι αξίες της ελεύθερης αγοράς. Η δύναμη σε κάθε έκφανση της. Έτσι η καλλιτεχνική αξία έγινε χρηματιστηριακή και όλο το αλισβερίσι στον κόσμο της φωτογραφίας δεν είναι παρά ένα παιχνίδι εξουσίας.
Μ’ αυτά και αυτά φτάσαμε κάπου εδώ την φωτογραφία: Μηχανικές κατασκευές διακόσμησης και εκφράσεις δυσλειτουργιών της προσωπικότητας. Και νομίζω ότι οι περισσότεροι κατά βάθος συμφωνούν αν και οι συμβάσεις ορίζουν παλαιόθεν να μην εκθέτει κανείς τον βασιλιά ιδίως όταν δεν φοράει τα ρούχα του.
Αυτές οι εικόνες μου φαίνονται σαν μια κραυγή απόγνωσης από έναν πολιτισμό που οδηγήθηκε εδώ επειδή έχασε τον δρόμο προς το αληθινό. Και αν πρέπει να αναρωτηθούμε για κάτι είναι πώς τον έχασε.
Θα προσπαθήσω να αναφέρω μερικούς από τους λόγους:
Τον έχασε όταν εξοβέλισε το μαγικό, το άρρητο και κράτησε μόνο το λογικά αποδεδειγμένο. Όταν μετέτρεψε την άμεση σχέση με το πνεύμα σε ηθική και θεολογία των θρησκειών, στο φολκλόρ της νέας εποχής. Έκανε δηλαδή το πνεύμα από πραγματικότητα ιδεολογία, και στη συνέχεια θέαμα.
Τον έχασε από τότε που βάφτισε τις Πλατωνικές ιδέες ιδεώδη δηλαδή ουτοπία. Το έκανε γιατί αντιλήφθηκε τον Σωκράτη τον Πλάτωνα ή τον Πλωτίνο ως φιλοσόφους ενώ στην πραγματικότητα είναι μύστες. Μετέχουν δηλαδή μιας αλήθειας που δεν μεταφέρεται με τον ορθό λόγο, μόνο περιγράφεται. Οι Πλατωνικές ιδέες δεν είναι ιδέες αλλά καταστάσεις ύπαρξης που βιώνονται. Η αλήθεια μας λέει ο Χριστός δεν βρίσκεται στα κείμενα αλλά την βιώνουμε ως ενσώματη ζώσα κατάσταση.
Τον έχασε από τότε που απαξίωσε τον μύθο κάνοντας τον συνώνυμο του ψεύδους, και έτσι αποκόπηκε από την σοφία που μεταφέρεται με την ποίηση των λόγου στους αιώνες. Αντί να καταλάβει ότι ο μύθος του Πλατωνικού σπηλαίου αφορά αυτόν και τη ζωή του αποκλειστικά, το εκλαμβάνει ως φιλοσοφικό κείμενο. Αντί να ψάξει τον τρόπο να βγει από το σπήλαιο κάθεται μέσα και φιλοσοφεί.
Τον έχασε από τότε που χώρισε τον άνθρωπο σε πνεύμα και σώμα και το πνεύμα υποκαταστάθηκε από τη λογική σκέψη. Η πραγματικότητα του ανθρώπινου όντος περιλαμβάνει λογική σκέψη, συναίσθημα, αίσθηση (σώματος) και ουσία η πνεύμα. Όλα σε αδιαχώριστη ενότητα. Ο σύγχρονος άνθρωπος ωστόσο δείχνει να αγνοεί τα τρία τελευταία και να προσλαμβάνει το μυστήριο της ζωής μόνο διά της λογικής συνεπαγωγής. Ενώ πρωτίστως καλείται να ζήσει αυτό το μυστήριο, αυτός εμμένει (πράγμα αδύνατο) να το εκλογικεύσει πρώτα. Για να μπορέσει μετά να πορευτεί με ασφάλεια.
Έτσι εκφύλισε την εικόνα κατακερματίζοντας τη σε φόρμα και περιεχόμενο. Και προσπαθεί να την κατανοήσει με ατελείωτες επιμέρους αναλύσεις. Φαντασιώνεται ότι το οπτικό στοιχείο είναι εκείνο που παράγει τον χρόνο-ενέργεια, της εικόνας ενώ στην πραγματικότητα ο χρόνος χρησιμοποιεί το οπτικό στοιχείο για να μεταφέρει τον εαυτό του. Γι’ αυτό και η εμμονή με την πρωτοτυπία και την συνεχή ανανέωση της φόρμας η του περιεχομένου. Έτσι η εικόνα είναι πια μια υπόθεση νοητικού σχολίου, κοινωνικού, πολιτικού, ψυχολογικού η άλλου είδους. Αυτός είναι ο ορισμός και η αναπηρία της διανοητικής θέασης.
Η θέαση ενός ασώματου ανθρώπου διαχωρισμένου από το πνεύμα.
Αυτή η θέαση αναπαράγεται στα ακαδημαϊκά ινστιτούτα διδασκαλίας της φωτογραφίας συνήθως από ανθρώπους που μιλάνε περί φωτογραφίας χωρίς να έχουν κάνει ποτέ καμία, η εμπίπτουν στο κωμικοτραγικό ανακόλουθο του εγώ δεν είμαι καλός φωτογράφος αλλά είμαι καλός δάσκαλος φωτογραφίας. Και η διδασκαλία εξαντλείται στη γνώση τεχνικής και ιστορίας του μέσου η άλλα ιδεολογήματα περί φωτογραφίας.
Με άλλα λόγια ένας πολιτισμός που ξεκινώντας από το μέγα ψεύδος του σκέφτομαι άρα υπάρχω εξελίσσεται με στήριγμα την γνωσιακή αγνωσία, σ αυτόν της εικονικής πραγματικότητας που με την βοήθεια της ισχυρής τεχνολογίας ο άνθρωπος υλοποιεί και ζει το matrix.
Τώρα για το πως θα προκύψει η σωτηρία της φωτογραφίας νομίζω ότι προηγείται η σωτηρία του φωτογράφου μια που το έργο μας δεν είναι παρά ο καθρέφτης μας.
Για να εξηγήσω το παραπάνω θα αναφερθώ στη δική μου ιστορία. Το κάνω αυτό γιατί δεν είμαι ιστορικός η φιλόσοφος αλλά φωτογράφος και αυτό που έχω να μοιραστώ είναι οι φωτογραφίες μου. Η ιστορία μου είναι η ιστορία ενός ανθρώπου με τις καταβολές και τις συνθήκες του “σπηλαίου” σχεδόν για σαράντα χρόνια. Που εισήλθε στον κόσμο της φωτογραφίας με την διανοητική θέαση. Ποιο συγκεκριμένα θα αναφερθώ στην ιστορία της διαδρομής των πορτρέτων που έκανα και συνεχίζω να κάνω.
Το πιο καθοριστικό σημείο αυτής της διαδρομής ήταν όταν προσπάθησα να φέρω συνειδητότητα σ’αυτήν τη διαδικασία. Να καταλάβω δηλαδή επί της ουσίας τι στο καλό έκανα. Μέχρι τότε μπορούσα να αναγνωρίσω αυτό που ήθελα μόνο όταν το έβλεπα. Και αυτό που ήθελα ήταν ένα βάθος στο βλέμμα που να αγκαλιάζει ζωή και θάνατο μαζί. Το έβλεπα στα φαγιούμ που ήταν σημείο αναφοράς για μένα, αλλά δεν είχα ιδέα πως γίνεται στη φωτογραφία. Στην καθημερινότητα, δεν συναντάει κανείς ανθρώπους με τέτοιο βλέμμα. Πώς θα μπορούσα να προκαλέσω αυτό το βαθύ βλέμμα στον άνθρωπο που φωτογραφίζω, αφού δεν είχα προσωπική εμπειρία αυτού που αναγνώριζα; Πώς θα μπορούσα να φέρω στην επιφάνεια αυτή καθαυτή την αλήθεια τού ανθρώπου; Και θα ήταν εφικτό να συμβεί αυτό με κάποιον που γνώριζα καλά η με κάποιον άγνωστο; Το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν άραγε όντως η αλήθεια τού ανθρώπου ή απλώς και μόνο μια προβολή τής δικής μου αλήθειας;
Στην Κούβα έκανα πολλές εκατοντάδες πορτρέτα και είχα μερικά όπως αυτά που έψαχνα. Εκείνο το βλέμμα όμως ερχόταν όποτε ήθελε εκείνο. Και δεν είχε να κάνει ούτε με το φύλο ούτε με τη γνωριμία ούτε με τις κοινωνικές συνθήκες. Το μόνο που χρειάζονταν, ήταν να με ενδιαφέρει ο άνθρωπος που είχα απέναντι μου, ώστε να συμβεί μια αυθόρμητη διαδικασία παιχνιδιού, εξερεύνησης, δεκτικότητας, ενσυναίσθησης. Αυτή η δημιουργία ενός χώρου οικειότητας, μερικές φορές συνέβαινε αμέσως, άλλες φορές ήθελε χρόνο και άλλοτε δεν συνέβαινε ποτέ. Κάποιες φορές αυτή η διαδικασία ήταν τόσο δυνατή, που με οδηγούσε σε μια άλλη πρωτόγνωρη διάσταση μέσα μου, πολύ όμορφη και ταυτόχρονα κάπως φοβιστική, γιατί ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από τη συνηθισμένη αντίληψη τής πραγματικότητας.
Τα επόμενα πέντε χρόνια, άφησα τη φωτογραφική μηχανή στο ντουλάπι και αναζήτησα μια βαθύτερη κατανόηση τής φωτογραφικής διαδικασίας, μέχρι που βρέθηκα με ένα διδακτορικό στη φωτογραφία, με θέμα την προσωπογραφία, και πτυχίο θεραπευτή. Και αυτό γιατί παράλληλα με τις ακαδημαϊκές έκανα σπουδές σε διάφορα είδη art therapy και ανθρωπιστικής ψυχοθεραπείας. Αυτό μου έδωσε μια ουσιαστική προσωπική σύνδεση με τη φωτογραφική δημιουργία. Και ακόμη είδα καθαρά ότι ο καλλιτεχνικός δρόμος από μόνος του δεν οδηγεί πουθενά αν δεν ξέρεις ποιος είσαι. Ότι το καλλιτεχνικό έργο δεν είναι παρά η οπτική υλοποίηση της εσωτερικής μας πραγματικότητας. Που συνήθως αγνοούμε καλώντας τη υποσυνείδητο η ασυνείδητο.
Τότε συνειδητοποίησα όλα τα παραπάνω περί διανοητικής θέασης. Τότε κατανόησα ότι φωτογραφία δεν είναι φόρμα και περιεχόμενο αλλά μια κυψέλη χρόνου η ενέργειας και νοήματος. Ένα νόημα που έρχεται με αποκαλυπτικό τρόπο στον θεατή όταν την συναντάει ολόκληρος. Γιατί πια ήμουν ολόκληρος. Η σχέση μου με την φωτογραφία δεν ήταν μόνο νοητική αλλά περιλάμβανε το συναίσθημα την αίσθηση του σώματος και το αίσθημα της Ουσίας η του πνεύματος. Ανακάλυψα συνειδητά την “άμεση θέαση”. Αυτή που προκύπτει αυθόρμητα όταν αφήνεσαι με εμπιστοσύνη στην αλήθεια των ματιών σου, χωρίς νοητικές παρεμβολές, και τα φίλτρα της γνώσης. Όταν στέκεσαι σε σύνδεση με ολόκληρο το είναι σου, ανοιχτός στο μυστήριο που σε περιβάλλει.
Ξαναβρίσκοντας την φωτογραφία από την αρχή άρχισα να φωτογραφίζω ανάμεσα στα άλλα τους ανθρώπους μου, αυτούς δηλαδή που βρίσκονταν στην ίδια “εσωτερική” αναζήτηση, όχι σαν ένα καινούργιο “project” αλλά γιατί αυτή ήταν η ζωή μου. Σε φυσικό περιβάλλον αφού πνευματικές κοινότητες και σχολεία βρίσκονται στη φύση. Αναφέρομαι στις φωτογραφίες του βιβλίου “Φυσική Παρουσία” (Natural Presence).
Η φωτογραφική διαδικασία παραμένει αυτή η αυθόρμητη χορογραφία όπου κυριαρχεί ο ρυθμός. Το γεγονός επίσης ότι τώρα “γνωρίζω” τι κάνω και τι είναι αυτό που ψάχνω ήταν μικρής σημασίας μια που η φωτογράφιση έχει να κάνει με την ζωή που είναι μυστηριωδώς απρόβλεπτη. Η μόνη ουσιαστική διαφορά είναι ότι είμαι πλέον ένας άλλος άνθρωπος από αυτόν της Κούβας. Ο όρος “θεραπευτής” δεν αναφέρεται σε κάποιον που έχει γνώση τεχνικών θεραπείας, αλλά σε κάποιον που μπορεί να σταθεί απολύτως δεκτικά, αγαπητικά, μπροστά σε ένα άλλο ανθρώπινο ον. Και βέβαια για να το κάνει αυτό πρέπει πρώτα να το έχει κάνει για τον εαυτό του. Η αγαπητική διάσταση είναι που θεραπεύει και πλέον δεν είναι κάτι φοβιστικό αλλά ευλογία από μόνη της.
Και το ταξίδι συνεχίζεται με μια καινούργια ενότητα πορτρέτων όπου τα πρόσωπα καταλαμβάνουν σχεδόν όλο το κάδρο. Αυτό προέκυψε τελείως αυθόρμητα. Δεν ήταν κάτι που σκέφτηκα. Είναι σαν να θέλω να αφήσω όλες τις φιοριτούρες και να εικονίσω την ουσία όσο πιο καθαρά γίνεται. Είναι μια διαδικασία που η αφαίρεση συμβαίνει με έναν τρόπο μέσα μου και βγαίνει στην εικόνα. Είναι κάτι οργανικά βιωμένο, δεν είναι ιδεολόγημα, δεν είναι νοητική-μηχανική κατασκευή.
Όλο αυτό φαίνεται στα βλέμματα των ανθρώπων που σε κάθε επόμενη ενότητα πορτρέτων βαθαίνει. Αυτό συμβαίνει γιατί ο χώρος μέσα από τον οποίο συναντώ αυτά τα πρόσωπα όσο περνάει ο καιρός αλλάζει, γίνεται ποιο ουσιαστικός αποκτά υπόσταση και βάθος. Έτσι το πορτρέτο γίνεται προσωπογραφία. Εικόνα προσώπου, της καθ’ ολοκληρία ύπαρξης του άλλου.
Παραθέτω ακόμη μικρό δείγμα της δουλειάς μου από διαφορετικές περιόδους και θεματικές. Απλά για να δείξω ότι ο χρόνος η η ενεργειακή συχνότητα των εικόνων είναι κοινή. Αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να κατασκευαστεί νοητικά-μηχανικά. Είναι η οπτική υλοποίηση του δικού μου αισθήματος ο τρόπος που ζω την ύπαρξη. Είναι εκεί που η Ουσία μου αναγνωρίζει τον εαυτό της σε μια εικόνα. Είναι αυτό που καλούμε φωτογραφικό βλέμμα και που δίνει υπόσταση στο φωτογραφικό καλλιτεχνικό έργο. Πλάθει αυτόν τον προσωπικό σύμπαν του δημιουργού. Που όταν βρίσκεται σε επαφή με την Α-λήθεια του αυτό το έργο συν-κινεί και όλους μας γιατί αυτή η Α-λήθεια είναι κοινό συστατικό όλων μας.
Και δεν χρειάζομαι να χρησιμοποιήσω έξυπνα πειράματα και εφευρέσεις η άλλα μέσα. Το υποκείμενο και ταυτόχρονα αντικείμενο της έρευνας μου είναι ο εαυτός μου. Και βέβαια το φωτογραφικό μέσο έχει την δύναμη να μεταφέρει την Α-λήθεια μου – η καλύτερα την πορεία προς την Αλήθεια – στην αιωνιότητα και αυτό μου αρκεί.
Όλα αυτά δεν τα γράφω για να πείσω για κάτι, είναι απλά ένα μοίρασμα με όλους όσους συντονίζονται σ’ αυτές τις συχνότητες. Και ταυτόχρονα κατανοώ την αδυναμία των λέξεων. Ο ορθός λόγος περιγράφει κάτι που μόνο βιωματικά μπορεί να γίνει αντιληπτό. Η αλήθεια είναι ως γνωστόν κάτι που προϋπάρχει εντός μας, γι’αυτό αναφέρεται ως το στερητικό της λήθης. Και για να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο – κάτι που όλοι δικαιούμαστε – χρειάζεται μόνο η πρόθεση μας. Η πρόθεση μας να ανακαλύψουμε ποιοι πραγματικά είμαστε. Όλα τα υπόλοιπα έρχονται ως φυσικό επακόλουθο.
Χάρης Κακαρούχας
Φωτογράφος, Δάσκαλος φωτογραφίας, Επιμελητής
Για περισσότερα:
Haris Kakarouhas. Prosopography:Mapping the Self. Ph.D thesis University of Derby U.K 2008
Για το τι σημαίνει φωτογραφία και πως “διδάσκεται” κάτι που δεν μπορεί να διδαχτεί:
https://www.photologio.gr/photo%ce%b8%ce%ad%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82/ti-einai-en-telei-afto-pou-leme-fotografia-haris-kakarouchas/
Χάρης Κακαρούχας