Stephen Shore: Ο επιδραστικός εξερευνητής της καθημερινότητας
(All images in this article are copyrighted by Stephen Shore)
Ήθελα να κάνω εικόνες που να μοιάζουν φυσικές, όπως αυτό που έβλεπα, που να μην παίρνουν κάτι από τον κόσμο και να το μετατρέπουν σε έργο τέχνης πέρα από αυτόν
Ο Stephen Shore γεννήθηκε το 1947 και μεγάλωσε στην Upper East Side της Νέας Υόρκης. Ως μοναδικό παιδί μιας ευκατάστατης εβραϊκής οικογένειας, ιδιοκτήτριας εμπορικής εταιρείας, έζησε προνομιούχα, με ετήσια ταξίδια στην Ευρώπη και τακτικές επισκέψεις σε εκθέσεις τέχνης και πολιτισμού. Όταν ο Stephen ήταν έξι ετών, του χάρισε ο θείος του έναν σκοτεινό θάλαμο, τον οποίο χρησιμοποίησε για να εμφανίσει στιγμιότυπα της οικογένειάς του, τραβηγμένα με μία απλή και φθηνή Kodak Brownie, ενώ συχνά πειραματιζόταν με διαφορετικούς τρόπους εκτύπωσης, χρησιμοποιώντας μάσκες από χαρτόνι.
Ο ίδιος είχε ελάχιστη εμπειρία στο να τραβάει ο ίδιος φωτογραφίες μέχρι την ηλικία των εννέα, όταν του αγόρασαν οι γονείς του μια φωτογραφική μηχανή 35 mm. Στα δέκα του, ένας γείτονας, πρόεδρος μιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρίας, τού έδωσε το “American Photographs” του Walker Evans, το τεράστιο αυτό έργο της documentary φωτογραφίας, που έμελλε να παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στην φωτογραφική προσέγγιση του Stephen.
Μόλις 11 ετών είχε ήδη μια Leica και μια Nikon. “Παίρνοντας τη Leica ξεκίνησα να κάνω street photography”, λέει ο ίδιος.[1]
Το 1959, ο Shore πήγε σχολείο στο Tarrytown της Νέας Υόρκης, όπου ο διευθυντής William Dexter, μανιώδης φωτογράφος, τον ενθάρρυνε προσφέροντάς του πρόσβαση στον σκοτεινό του θάλαμο. Ο Shore θεωρεί ότι οι πρώτες επιτυχημένες φωτογραφίες του τραβήχτηκαν στο Tarrytown. Αργότερα επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, για να παρακολουθήσει το γυμνάσιο του Columbia Grammar.
Στα δεκατέσσερά του, ο Shore υπέβαλε ένα φωτογραφικό portfolio στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (MoMA) και ο επιμελητής του, Edward Steichen, εντυπωσιάστηκε από την ποιότητα του έργου του και αγόρασε τρεις φωτογραφίες, με σκηνές από τις καθημερινές εμπειρίες του φωτογράφου στη Νέα Υόρκη. Η σχέση με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης συνεχίστηκε και αφού τη θέση του Steichen πήρε, το 1962, ο Szarkowski τον οποίο ο Shore περιέγραψε αργότερα ως έναν από τους μεγαλύτερους δασκάλους του, που του πρόσφερε μια ευρύτερη προοπτική στον κόσμο της φωτογραφίας, δίνοντάς του συμβουλές και καθοδηγώντας την εξέλιξή του. [1]
Σαν έφηβος, ο Stephen Shore ενδιαφέρθηκε και για τον κινηματογράφο – παράλληλα με τη φωτογραφία – και στο τελευταίο έτος του γυμνασίου, μια από τις μικρού μήκους ταινίες του, με τίτλο «Elevator», παρουσιάστηκε στο Jonas Mekas’ Film-Makers’ Cinematheque. Εκεί, γνωρίστηκε με τον Andy Warhol και δεν έχασε την ευκαιρία να του ζητήσει να φωτογραφίσει στο στούντιό του, το Factory. Άρχισε να περνάει αρκετό χρόνο εκεί, φωτογραφίζοντας τον Warhol και πολλούς άλλους, που περνούσαν από το στούντιο. Ο Shore είδε το Factory ως μοναδική ευκαιρία, ισοδύναμη μιας επίσημης καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, αφού του επέτρεπε να έχει πρόσβαση σε πολλούς καλλιτέχνες, από τους οποίους μπορούσε να πάρει γνώση, αλλά και ως έναν χώρο φωτογραφικών πειραματισμών. Ο ίδιος θεωρεί τη φιλία του με τον Warhol ως ξεχωριστή επιρροή, καθώς του δίδαξε να εκτιμά την καθημερινή εικόνα της βορειοαμερικανικής ζωής. Εικόνες του Shore χρησιμοποιήθηκαν στην έκθεση του Moderna Museet του 1968 για το έργο του Andy Warhol. [1]
Λίγο αργότερα, σταμάτησε να περνάει χρόνο στο Factory, θέλοντας να αποφύγει τη δημιουργική στασιμότητα και να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία του ως καλλιτέχνης. Άρχισε να κινείται πέρα από το παραδοσιακό ντοκιμαντέρ, εστιάζοντας στις εννοιολογικές ακολουθίες, για τις οποίες θα γινόταν γνωστός. Το 1971, επιμελούμενος το “All the Meat You Can Eat” (“Όλο το Κρέας που μπορείτε να φάτε”) σε μια σοφίτα στο in a SoHo, σκανδάλισε τους επισκέπτες, με μια έκθεση φωτογραφίας που περιελάμβανε και διαφημίσεις, πορνογραφικές εικόνες, καρτ-ποστάλ, οικογενειακά αναμνηστικά και επίσημα πορτρέτα πολιτικών, επικολλημένα στον τοίχο. Την ίδια χρονιά, ο Shore έδωσε φωτογραφίες του στον John McKendry, επικεφαλής των εκτυπώσεων και φωτογραφιών του Metropolitan Museum of Art, και λίγο αργότερα φιλοξενήθηκε έκθεσή του στο ίδρυμα, το οποίο μόλις το ίδιο έτος είχε αλλάξει την πολιτική του, επιτρέποντας πλέον ατομικές εκθέσεις ζώντων καλλιτεχνών. Ήταν μόλις είκοσι τριών ετών και ακόμα δεν είχε ξεκινήσει το έργο του, για το οποίο κυρίως θα αναγνωριζόταν. [1] Το 1976, στην ηλικία των 29, ο Stephen Shore πραγματοποίησε ατομική έκθεση έγχρωμων φωτογραφιών στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και έγινε μόλις ο δεύτερος εν ζωή φωτογράφος που τα κατάφερνε, μετά τον Alfred Stieglitz.
Νομίζω ότι η πρόθεση του φωτογράφου είναι να κάνει μία επιφάνεια διάφανη και μία αδιαφανή. Μερικές εικόνες προορίζονται να ιδωθούν ακριβώς ως επιφάνειες που πρέπει να δεις και άλλες για να μπορέσει κάποιος να “μπει μέσα” και να αναζητήσει τον προβληματισμό της εικόνας.
Ξεκίνησε να κάνει ένα φωτογραφικό project (αυτό που αργότερα πήρε τον τίτλο «American Surfaces») που θα είχε την αίσθηση του snapshot με μια Mick-o-Matic κάμερα – στην πραγματικότητα ένα μεγάλο πλαστικό αντικείμενο, με τη μορφή ενός κεφαλιού Mickey Mouse με φακό στη μύτη του.
“Μου άρεσαν τα snapshots και η φυσική ποιότητα. Από τη στιγμή που φωτογράφιζα, είχα την πρόθεση όλες οι φωτογραφίες να δείχνουν στιγμιότυπα. Είχα πολλές άλλες κάμερες στην κατοχή μου, αλλά πήρα αυτή επειδή ήταν ερασιτεχνική. H Mick-o-Matic ήταν απλά μια εκπληκτική και ευχάριστη κάμερα στιγμιότυπων. Όταν κάνεις πορτρέτα με μια Mick-a-Matic, τα πρόσωπα πάντα χαμογελούν, επειδή κοιτάζουν ένα μεγάλο, πλαστικό κεφάλι του Mickey Mouse. Ήθελα να συνεχίσω με αυτό, αλλά δεν ένιωθα ότι έπρεπε να περιοριστώ στον μηχανισμό χρήσης της Mick-o-Matic”, εξηγεί.
Κι έτσι το μέσο άλλαξε και τη θέση της πήρε μια Rollei 35mm, πρόδρομος των point-and-shoot.
Το 1972, ο Shore ξεκίνησε ένα φωτογραφικό ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες, οδηγώντας από τη Νέα Υόρκη μέσω της Καρολίνα και πέρα από το Τέξας και το Νέο Μεξικό, επιστρέφοντας μέσω του Midwest. O ίδιος πιστεύει ότι το μέσο έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στο αποτέλεσμα, η χρήση δηλαδή μιας πολύ μικρής φωτογραφικής μηχανής, ανεπιτήδευτης και εντελώς ερασιτεχνικής. Τράβηξε σχεδόν 100 φιλμ, τα οποία στη συνέχεια συμπεριλήφθηκαν στη σειρά “American Surfaces”.
Σε όλο το roadtrip φωτογράφιζε απλά καθημερινά θέματα. “Φωτογράφιζα τα άτομα που γνώριζα, κάθε γεύμα που έτρωγα, κάθε κρεβάτι που κοιμόμουν, τις τουαλέτες που επισκεπτόμουν, παράθυρα, τηλεοράσεις…”, διηγείται.
Για πολλούς ο Stephen Shore είχε ανακαλύψει την αισθητική του Instagram δεκαετίες πριν.
Στο τέλος του 1972 είχε περάσει σε μια κάμερα 4×5 Crown Graphic. Το έργο συνεχίστηκε τον χειμώνα του 1973.
To American Surfaces παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην The Light Gallery, το φθινόπωρο του 1972.
“Εάν μπορώ να εντοπίσω διαφορά μεταξύ του πώς βλέπω τα πράγματα βιώνοντας τον κόσμο και πώς τα βλέπω στη συνέχεια στις φωτογραφίες, αυτή είναι η διαφορά που με ενδιαφέρει. Ένα μέρος των προθέσεών μου στο American Surfaces, αλλά και ολόκληρη η ορολογία του mediation (“της διαμεσολάβησης”) είναι κάτι που άρχισα να συζητώ εκ των υστέρων. Τότε είχα πρόθεση να τραβήξω φωτογραφίες που μου φαίνονταν φυσικές, αλλά τελικά αυτή η διάκριση είναι αυτό που ήμουν μετά”, λέει ο Stephen Shore.
Με μια διαφορετική πλέον κάμερα, μια 8×10 μεγάλου φορμά view κάμερα, ξεκίνησε το Uncommon Places, παρόλο που υπήρξαν κάποια έργα του American Surfaces που φωτογραφήθηκαν μέχρι και το τέλος του 1973. Με την αλλαγή στον τύπο φωτογραφικής μηχανής, οι αποφάσεις στη σύνθεση του Shore έγιναν περισσότερο σκεπτόμενες και με μελέτη, απομακρύνοντάς τον από την αισθητική στιγμιότυπου των πρώιμων έγχρωμων εικόνων του.
Ο ίδιος λέει:
«Μεταξύ 1973 και 1979 πραγματοποίησα μια σειρά ταξιδιών στη Βόρεια Αμερική, φωτογραφίζοντας με μια view κάμερα. Ήταν ουσιαστικά ταξίδια εξερεύνησης: εξερεύνηση του μεταβαλλόμενου πολιτισμού της Αμερικής και διερεύνηση του πώς μια φωτογραφία απεικονίζει το τμήμα του χρόνου και του χώρου μέσα από το σκόπευτρό της».
Επέλεξα μια view κάμερα επειδή περιγράφει τον κόσμο με απαράμιλλη ακρίβεια. Επειδή η αναγκαστικά αργή, προμελετημένη μέθοδος εργασίας που απαιτεί, οδηγεί σε συνειδητή λήψη αποφάσεων και επειδή είναι το φωτογραφικό μέσο που επικοινωνεί πώς μοιάζει ο κόσμος σε κατάσταση αυξημένης ευαισθητοποίησης.
© Stephen Shore – American Surfaces – St. Louis, Missouri, July 1972 (Uncommon Places)
Και συνεχίζει για το πώς το μέσο αλλάζει τον τρόπο που φωτογραφίζουμε:
«Το είδος των πορτρέτων που έκανα για το American Surfaces οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι κανείς δεν ήξερε ότι ήμουν σοβαρός φωτογράφος. Ήμουν απλά ένας τύπος, ένα παιδί, με αυτή τη μικρή κάμερα, με την ερώτηση, “Μπορώ να τραβήξω μια φωτογραφία σας;” Όταν πηγαίνω τώρα σε ένα μουσείο και τραβάω φωτογραφίες με το μικρό μου ψηφιακό κινητό, κανένας φρουρός ποτέ δεν με σταματά, γιατί είμαι απλώς ένας ακόμη τουρίστας. Και αυτή ήταν και η αντίδραση προς εμένα νωρίτερα, όταν έκανα φωτογραφίες ανθρώπων. Αν βγάλω μια φωτογραφική μηχανή 4×5 και τη βάλω σε τρίποδο, με ένα σκοτεινό πανί πάνω από το κεφάλι μου για να εστιάσω, αυτό αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ανταποκρίνονται σε μένα. Από την άλλη πλευρά, οι φωτογραφίες που έκανα με σπίτια, καταστήματα και δρόμους έγιναν πιο έντονες. Δεν είχα δει εκτυπώσεις από τα αρνητικά χρώματα της view camera πριν. Έκανα τα πρώτα τυπώματα από αυτά, και ήταν απλά καταπληκτικά. Είχε έναν τόνο που δεν είχα δει ποτέ σε μια έγχρωμη φωτογραφία πριν. Το αγάπησα. Αυτή η επιλογή φωτογραφικής μηχανής με οδήγησε στη φωτογράφιση των διασταυρώσεων, των δρόμων και των κτιρίων, με τρόπο που εκμεταλλεύτηκα το τι έκανε η ίδια η κάμερα». [2]
Το 1975, οι εικόνες της Βόρειας Αμερικής του Shore συμπεριλήφθηκαν στη σημαντική έκθεση «New Topographics», στο George Eastman House στο Rochester της Νέας Υόρκης, μαζί με έργα των Robert Adams, Bernd και Hilla Becher και Lewis Baltz, μεταξύ άλλων. Η έκθεση ήταν αξιοσημείωτη για την δημιουργία ενός κινήματος στο οποίο οι φωτογράφοι έδειξαν τόπους όπως ήταν, αντί να εξιδανικεύονται στην ρομαντική παράδοση.
Ο Shore στις φωτογραφίες του είναι ένας ουδέτερος παρατηρητής που δεν εμπλέκεται συναισθηματικά, όμως ο θεατής αισθάνεται την παρουσία του έντονα. Οι εικόνες του με το φαγητό, τα άδεια δωμάτια ξενοδοχείων είναι μια “deadpan” προσέγγιση, και ενώ μπορεί να δείχνουν αδιάφορες, η προσέγγιση δείχνει τη μεγάλη του προσοχή.
Η έκθεση ήταν επίσης η αρχή της φιλίας του Shore με τους Bernd και Hilla Becher, η οποία συνεχίστηκε για πολλά χρόνια και οδήγησε στη χρήση των εικόνων του κατά τη διδασκαλία τους στο Ντίσελντορφ. Η επίδραση του Uncommon Places στην αποτύπωση του περιβάλλοντος σε αντι-ρομαντικό ύφος, είναι σαφώς ορατή στο έργο του Andreas Gursky και του Thomas Struth, ο οποίος ονόμασε το πρώτο βιβλίο του Unconscious Places (1987), μια ευθεία αναφορά στο έργο του Shore.
Ο Shore διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην καθιέρωση της έγχρωμης φωτογραφίας ως μορφής τέχνης, οδηγώντας σε πιο εκτεταμένη αμφισβήτηση της διάκρισης μεταξύ του στιγμιότυπου και του υποτιθέμενου καλλιτεχνικού έργου. Η χρήση του χρώματος από τον Shore άνοιξε ορίζοντες στους επόμενους καλλιτέχνες και έδωσε νέες δυνατότητες.
«Τα περισσότερα έργα έγχρωμης φωτογραφίας ήταν, εν ολίγοις, είτε χωρίς φόρμα είτε απλά όμορφα. Στην πρώτη περίπτωση η σημασία του χρώματος είχε αγνοηθεί΄ στη δεύτερη είχε ληφθεί υπόψιν σε βάρος της σημασίας που υπαινισσόταν. Παρόλο που, η φωτογραφία αποτελεί επεξεργασία απευθείας της ζωής, οι φωτογράφοι δεν έχουν κατορθώσει να δουν ταυτόχρονα και το μπλε χρώμα και τον ουρανό»,
γράφει ο John Szarkowski το 1976.
H Nan Goldin μίλησε για τη δουλειά του Shore, χρησιμοποιώντας “ειλικρινείς” έγχρωμες εικόνες σε διαφάνειες, ενώ η χρήση του χρώματος από τον Joel Sternfeld για να απαθανατίσει τις αγροτικές Ηνωμένες Πολιτείες αντλεί έντονα στοιχεία από το παράδειγμα του Shore.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ο Stephen Shore παντρεύτηκε την Ginger Cramer, την οποία είχε γνωρίσει το 1976 και τον συνόδευσε στα ταξίδια του και μετακόμισαν στο Bozeman της Montana. Προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας, ο Shore άρχισε να αισθάνεται ότι είχε αλλάξει ως φωτογράφος και ως άτομο.
Συνέχισε να δουλεύει με μια κάμερα 8×10 για τις επόμενες δύο δεκαετίες, αλλά άλλαζε την προσέγγισή του κάθε λίγα χρόνια, πιστεύοντας ότι η δημιουργία νέων προκλήσεων ήταν ουσιαστικός παράγοντας για να είσαι καλλιτέχνης. Κατοικώντας στη Μοντάνα, βρήκε την ευκαιρία να επικεντρωθεί σε τοπία, χωρίς την παρεμβολή ενδείξεων ανθρώπινης επίδρασης στις εικόνες.
Μετά την επιστροφή στη Νέα Υόρκη, στη δεκαετία του 1990, άρχισε να πειραματίζεται με τη φωτογραφία δρόμου, χρησιμοποιώντας ασπρόμαυρο φιλμ για να συντομεύσει τον εκτεταμένο χρόνο έκθεσης που χρειαζόταν με τη μεγάλου φορμά φωτογραφική μηχανή του. Άρχισε να εργάζεται ως φωτογράφος μόδας, συνεργαζόμενος με περιοδικά και οίκους μόδας, όπως το AnOther Magazine, Elle και Bottega Veneta.
Από το 2000, ο Shore πειραματίζεται με την ψηφιακή φωτογραφία. Άρχισε να χρησιμοποιεί μια compact ψηφιακή φωτογραφική μηχανή για να φωτογραφίσει χρονικά βεβιασμένες ακολουθίες εικόνων, που τυπώθηκαν σε βιβλία, πολλές από τις οποίες ξεκινούσαν με τίτλους από τους The New York Times και εστίαζαν στην ημέρα εκτύπωσης της εφημερίδας.
Το 2014 προσχώρησε στο Instagram, θέλοντας να διερευνήσει τους περιορισμούς και τις συμβάσεις της πλατφόρμας. Τραβώντας φωτογραφίες ειδικά προορισμένες για το instagram, επέστρεψε στη μορφή οπτικού ημερολογίου για την οποία έγινε γνωστός, παρέχοντας πρόσβαση στη διαδικασία του και ενθαρρύνοντας τον διάλογο με το κοινό του.
Λόγω της ποικιλίας των διαφορετικών σειρών και έργων του κατά τη διάρκεια της καριέρας του, με την πρώτη ματιά το έργο του Stephen Shore φαίνεται να ταιριάζει εύκολα σε κλασικές ντοκιμαντερίστικες και αφηγηματικές φωτογραφικές παραδόσεις. Ωστόσο, για τον Shore, η “αποφασιστική στιγμή” είναι άσχετη, και η τύχη παίζει δευτερεύοντα ρόλο.
Μαζί με άλλους, ιδιαίτερα τον William Eggleston και τον Joel Sternfeld, ο Shore αναγνωρίζεται ως ένας από τους κορυφαίους φωτογράφους που καθιέρωσαν την έγχρωμη φωτογραφία ως σημαντικό αισθητικό μέσο τέχνης, όπως γράφει ο David Frankel.
Η έγχρωμη φωτογραφία δεν γινόταν αποδεκτή ως καλλιτεχνική στα 60s και τα 70ς. O ίδιος ο Shore εκμηστηρεύτηκε ότι ο φωτογράφος Paul Strand τον είχε προειδοποιήσει ότι θα ήταν “μια καταστροφική κίνηση σταδιοδρομίας” να δείξει έγχρωμη δουλειά το 1971 στο Met show.
Ο τρόπος που φωτογράφιζε ο Shore άνοιξε τον δρόμο για ένα νέο είδος φωτογραφίας ντοκιμαντέρ, όπου νιώθεις ότι οι φωτογραφίες είναι βγαλμένες από ένα οικογενειακό άλμπουμ.
Το βιβλίο του Uncommon Places (1982) επηρέασε νέους φωτογράφους, τόσο της δικής του εποχής όσο και των επόμενων γενιών, που δούλευαν με χρώμα.
Στον κατάλογο της αναδρομικής έκθεσης του Shore στο MoMA ο επιμελητής Quentin Bajac γράφει:
Δεν υπάρχουν ήρωες στις εικόνες του Shore, αλλά μάλλον μια ποιητική του συνηθισμένου και του καθημερινού.
Αν και ο ίδιος ο Shore δεν έλαβε ποτέ επίσημη εκπαίδευση, διαδραμάτισε αξιοσημείωτο ρόλο του στη διαμόρφωση του προγράμματος σπουδών και στην προσέλκυση φωτογράφων υψηλού επιπέδου στο Bard College, όπου είναι διευθυντής του τμήματος φωτογραφίας από το 1982. Υπό την καθοδήγησή του , το Bard College έγινε γνωστό για τον πανηγυρισμό της Straight Photography σε μια εποχή που τα προγράμματα φωτογραφίας όλο και περισσότερο εστίαζαν στις προσεγγίσεις των μικτών μέσων, όπως π.χ. το κολάζ. Το πρόγραμμα σπουδών του είναι αυστηρά ρυθμισμένο και οι μαθητές εισάγονται στο χρώμα μόνο στο δεύτερο έτος σπουδών και στις ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές στο τρίτο έτος, ενώ είναι υποχρεωτικό ένα εξάμηνο με χειροκίνητη κάμερα μεγάλου φορμά. Πολλοί φοιτητές του, μεταξύ των οποίων οι Lucas Blalock, Paul Salveson, Shannon Ebner, Tim Davis και Matthew Porter, έχουν αναπτύξει τις δικές τους μορφές φωτογραφίας. Η εκπαιδευτική προσέγγιση του Shore έχει επηρεάσει και άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, πέρα από το Bard. Ο Shore διδάσκει συχνά και σε άλλες σχολές και το βιβλίο του “The Nature of Photographs” που βασίζεται στο μάθημά του, έχει καθιερωθεί ως σημαντικό κείμενο διδασκαλίας.
Website: http://stephenshore.net/
Stephen Shore | HOW TO SEE the photographer
By The Museum of Modern Art
Οι κάμερες του Stephen Shore σε βιτρίνες στο MOMA, NY:
Τα βιβλία του Stephen Shore: http://stephenshore.net/books.php
Οι πρώτες εκδόσεις των American Surfaces & Uncommon Places έχουν εξαντληθεί και κυκλοφορούν επανεκδόσεις με νέα edit
Κι ένα video με το ξεφύλλισμα του Amercan Surfaces
Πηγές:
[1] https://www.theartstory.org/artist/shore-stephen/
[2] https://erickimphotography.com/blog/2012/08/13/5-things-stephen-shore-can-teach-you-about-street-photography/
[3] Gil Blank: Interview with Stephen Shore, Originally published in Whitewall magazine, Volume 7, 2007 http://www.gilblank.com/texts/intvws/shoreintvw.html
[4] https://www.lensculture.com/stephen-shore
[5] https://www.artsy.net/article/artsy-editorial-stephen-shores-unorthodox-photography-teaches-celebrate-everyday