Jeff Wall: Ο αινιγματικός πρωτοπόρος της εννοιολογικής φωτογραφίας
“I begin by not photographing”
Jeff Wall
Ο Jeff Wall γεννήθηκε το 1946 στο Βανκούβερ του Καναδά, όπου ζει έως σήμερα.
Ξεκίνησε ως ζωγράφος και ιστορικός τέχνης την περίοδο ακμής της Conceptual Art και από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, όντας προπτυχιακός φοιτητής MA στο University of British Columbia, πειραματίστηκε με την εννοιολογική τέχνη.
Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στα 80s, αναγνωρίζεται εύκολα η επιρροή της ζωγραφικής στις φωτογραφίες του, με τη σαφή αναφορά σε μερικά από τα πιο διάσημα έργα της Αναγέννησης. Η έμμεση αφήγηση αλλά και η μνημειακή παρουσίαση φέρνουν έντονα στο νου στοιχεία της ζωγραφικής ιστορίας, όπου οι καλλιτέχνες ζωγράφοι μυθοποιούν άτομα και σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος στις εικόνες τους για να τα δοξάσουν. Οι συνθέσεις τους συχνά αναφέρονται σε καλλιτέχνες όπως ο Diego Velázquez, ο Hokusai και ο Edouard Manet ή σε συγγραφείς όπως ο Franz Kafka, ο Yukio Mishima και ο Ralph Ellison.
Το 1977, έχοντας δει back-lit διαφημίσεις σε στάσεις λεωφορείων κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του μεταξύ Ισπανίας και Λονδίνου, συνέλαβε και παρήγαγε τις πρώτες οπίσθιες φωτεινές διαφάνειές του (backlit color transparencies), ένα μέσο που εκείνη την εποχή είχε ανταπόκριση βάσει κυρίως της δημοσιότητάς του – κι όχι τόσο ως προϊόν φωτογραφικής τέχνης.
Ένα από τα πρώτα του έργα, το «Destroyed Room» – που δημιουργήθηκε και δημοσιεύτηκε το 1978 και εμπνεύσθηκε τόσο από το ζωγραφικό έργο του Eugene Delacroix “The Death of Sardanapalus” (1827) – στο οποίο απεικονίζεται ο Ασσυριανός μονάρχης στο νεκροκρέβατό του, να διατάζει την καταστροφή της περιουσίας του και τη σφαγή των παλλακίδων του ως μια τελευταία πράξη αμφισβήτησης εναντίον στρατιωτικών εισβολέων-, όσο από τις φωτεινές διαφημίσεις και τις εμπορικές βιτρίνες ρούχων και επίπλων – διερευνά θέματα βίας και ερωτισμού, μέσω ενός λεηλατημένου υπνοδωματίου και εκφράζει την άποψη του Wall για την πολιτική κατάσταση των 70ς και το punk. [1]
O Jeff Wall δημιουργεί σκηνές τις οποίες στη συνέχεια φωτογραφίζει. Πρόκειται συνήθως για εικόνες περίπλοκου σχεδιασμού με έμφαση στην κάθε λεπτομέρεια, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα. Κατά ειρωνικό τρόπο, η τελική εικόνα συχνά παρουσιάζεται αυθόρμητη και ειλικρινής, κατά τρόπο που δύσκολα διακρίνεται αν πρόκειται για ζωντανό ή σκηνοθετημένο πλάνο. Επιπλέον, όπως και ένας ζωγράφος, ο Wall συνθέτει πολύ προσεκτικά τα κάδρα του, ώστε να κατευθύνει το βλέμμα του θεατή στα βασικά στοιχεία του σκηνικού. Επαναλαμβανόμενες γραμμές, κίνηση και πολλά ακόμη στοιχεία είναι μέθοδοι που ο φωτογράφος χρησιμοποιεί για να μας οδηγήσει στην περιοχή που εκείνος θέλει να εστιάσουμε.
Η “εικόνα για τις γυναίκες” είναι μια διαφάνεια 142,5 x 204,5 cm τοποθετημένη σε ένα κουτί φωτός (lightbox).
Ο ίδιος ο φωτογράφος παρουσιάζεται έτοιμος να ενεργοποιήσει το κουμπί για την αποτύπωση της φωτογραφίας, για την οποία ποζάρει η σύζυγός του, που στέκεται δίπλα του. Η θέση της φωτογραφικής μηχανής συμπίπτει με το κέντρο της προοπτικά αρθρωμένης σκηνής. Ή καλύτερα με την αντανάκλασή της, καθώς μετά από μία προσεκτικότερη ματιά γίνεται αντιληπτό πως η φωτογραφία απεικονίζει όχι την ίδια τη σκηνή αλλά την αποτύπωσή της σε ένα καθρέφτη[2]. Με αυτόν τον τρόπο ο Jeff Wall κάνει το σχόλιο του αναφορικά με την επιβολή του ανδρικού βλέμματος στη διάρθρωση και στην υποδοχή της γυναικείας εικονογραφίας[3] στη ζωγραφική του παρελθόντος και στη μεταγενέστερη οπτική κουλτούρα. Έτσι θα δικαιολογούνταν και ο τίτλος του έργου «Εικόνα για γυναίκες», που παραπέμπει στον τρόπο κατασκευής της γυναικείας εικόνας, σε σχέση με τον έλεγχο που ασκούν τα μέσα επικοινωνίας, τις δυνατότητες αναπαραγωγής των εικόνων που άνοιξε η φωτογραφία και την εμπορική τους διάσταση[4].
Σύμφωνα με την Tate Modern: “ο Wall αναφέρεται τόσο στη λαϊκή κουλτούρα (τα φωτισμένα σημάδια του κινηματογράφου και τις διαφημιστικές πινακίδες) όσο και την αίσθηση της κλίμακας που θαυμάζει στην κλασική ζωγραφική: ως τρισδιάστατα αντικείμενα, τα lightboxes παίρνουν μια γλυπτική παρουσία, επηρεάζοντας τη φυσική αίσθηση προσανατολισμού του θεατή σε σχέση με το έργο”.
Όπως μια φωτογραφία παραδοσιακά καταγράφει μια μοναδική στιγμή στον χρόνο, έτσι και οι φωτογραφίες του Jeff Wall είναι το αποκορύφωμα μιας χρονοβόρας και επίπονης διαδικασίας για να παραχθεί ένα καλλιτεχνικό όραμα που σκόπιμα ξεπερνά την ίδια τη δημιουργική διαδικασία.
Ένα από τα πιο διάσημα έργα του, το Mimic (1982), είναι επαναδημιουργία ενός φυλετικού περιστατικού, του οποίου ο καλλιτέχνης είχε γίνει μάρτυρας στους δρόμους του Βανκούβερ, αλλά δεν μπόρεσε να φωτογραφίσει εκείνη τη στιγμή.
Η εικόνα έχει ατμόσφαιρα φωτορεπορτάζ, θα μπορούσε να συμβαίνει σε ένα πεζοδρόμιο οποιαδήποτε πόλης, περιέχει το δράμα και τον αυθορμητισμό της φωτογραφίας δρόμου, αλλά έχει κατασκευαστεί με την ακρίβεια μιας κινηματογραφικής σκηνής. Ο φωτογράφος ελέγχει πλήρως την εικόνα: Επιλέγει το ντύσιμο, το χτένισμα και κατευθύνει την κίνηση, τις στάσεις και τις χειρονομίες των ηθοποιών που χρησιμοποιεί. Επιλέγει σημάδια, ως δείκτες, οικεία στο κοινωνικό σύνολο με σαφείς έννοιες, όπως είναι οι φυλετικές χειρονομίες και η κοινωνική τάξη των χαρακτήρων. Ο θεατής αφήνεται να ερμηνεύσει τα σημάδια και να κάνει τις δικές του υποθέσεις, δημιουργώντας προσωπικές σημασίες για την «τυχαία» συνάντηση.
Ο Wall αποφεύγει την ένταση στα κάδρα του και χρησιμοποιεί το μυστήριο, ώστε να προκαλέσει τον θεατή και να κερδίσει την προσοχή του. Χρησιμοποιεί μια μεγάλου φορμά φωτογραφική μηχανή 8 × 10 για να τραβήξει σε στατικές φωτογραφίες γεγονότα που θα μπορούσαν να είναι πραγματικά και τις εμφανίζει σε μεγάλη κλίμακα ως tableaux σε φωτεινό κουτί. Για τον ίδιο, συνήθως, οι φωτογραφίες προορίζονται εξ αρχής για να προβληθούν στον τοίχο μιας γκαλερί ή ενός μουσείου, ως μεμονωμένες εικόνες και όχι ως αφήγηση, και καθεμία από αυτές να μπορεί να ιδωθεί με τους δικούς της όρους, σε δικό της πλαίσιο, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι φωτογράφοι τείνουν να παρουσιάζουν μια ακολουθία εικόνων – σειρές ή έργα – προτάσσοντας την σκέψη ότι δεν είναι αρκετή μια μεμονωμένη φωτογραφία για να μας τραβήξει την προσοχή ή να καλύψει ένα θέμα.
Η σύγχρονη καθημερινή ζωή ως θέμα, σε συνδυασμό με τις εκτυπώσεις σε πραγματικό μέγεθος, κάνουν τις εικόνες του να φαίνονται αληθινές. Οι φωτογραφίες του είναι πάντα συναρπαστικές. Τα επιμέρους στοιχεία, η ιστορία που αφηγούνται, τα μυστικά τους, αποκαλύπτονται καθώς ο θεατής τις κοιτάζει, τις παρατηρεί και τις σκέφτεται. Οι εικόνες του απαιτούν ανάλυση και σκέψη. Δημιουργεί συχνά στους θεατές του ψυχολογική φόρτιση, επικαλείται το συναίσθημά τους, «παίζει» με τις ψευδαισθήσεις.
Είναι ένας φωτογράφος που ακροβατεί μεταξύ της αληθοφάνειας και της πραγματικότητας, της τέχνης και του ντοκουμέντου και αναμφίβολα, οι πολλές μικρές λεπτομέρειες που εντάσσονται στο κάδρο του συνθέτουν μια ή και περισσότερες σιωπηλές ιστορίες, μια αφήγηση που ποτέ δεν εξηγείται πλήρως και αφήνει τους θεατές να αναρωτιούνται τι συνέβη τις στιγμές πριν και μετά το κλικ.
Ο ίδιος ο Wall αποκαλεί ένα μέρος της δουλειάς του ως «κοντά στο ντοκιμαντέρ» (“near documentary”). Πρόκειται για εικόνες που μοιάζουν με φωτογραφίες ντοκιμαντέρ ως προς το ύφος και την προσέγγιση, αλλά γίνονται σε συνεργασία με τους ανθρώπους που εμφανίζονται σε αυτά, οι οποίοι είναι κυρίως μη επαγγελματίες μοντέλα. Η μέθοδός του θυμίζει τον νεορεαλισμό του ιταλικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1950 και του 1960, με «κατασκευές» εικόνων καθημερινότητας που περιέχουν πολύπλοκες έννοιες.
Η φωτογραφία εξακολουθεί να εξελίσσεται
Jeff Wall
Η φωτογραφία An Eviction, 1988 /2004 είναι μια αναθεώρηση της εικόνας Eviction Struggle του 1988. Ο Wall αναφέρει “όταν έκανα αυτή την εικόνα, βρισκόμασταν ακόμα σε προ-ψηφιακές εποχές, και αυτό σήμαινε ότι μια φωτογραφία ήταν κάτι που καταγράφηκε μία φορά και ό,τι συνέβη σε αυτό το αρνητικό γίνονταν η τελική εικόνα. Ποτέ δεν ένιωσα απόλυτα ικανοποιημένος με την πρώτη έκδοση. Νόμιζα ότι ήταν αρκετά καλή για να την παρουσιάσω, αλλά ποτέ δεν ήμουν πραγματικά ευχαριστημένος. Ήξερα ότι είχα αρκετό σχετικό υλικό σε άλλα αρνητικά που δυστυχώς δεν μπορούσα να χρησιμοποιήσω, για παράδειγμα διαφορετικούς ανθρώπους στο παρασκήνιο. Όταν άρχισα να δουλεύω στον υπολογιστή, συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να απελευθερώσω αυτούς τους ανθρώπους από την αιχμαλωσία τους στο άλλο αρνητικό και να ξανακάνω την εικόνα. Χρειάστηκε λίγος χρόνος, αλλά τελικά, το 2004, σκάναρα τα πάντα, κατάφερα να την ξαναφτιάξω και νομίζω ότι άλλαξα την εικόνα προς το καλύτερο. Το παλιό δεν υπάρχει πλέον, αν και υπάρχουν αναπαραγωγές του, αλλά αυτά δεν είναι πια η εικόνα Eviction”.
Το έργο του (επανα)συνθέτει τα βασικά στοιχεία της φωτογραφίας, εμπλουτισμένα με στοιχεία από άλλες μορφές τέχνης, τη ζωγραφική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Οι εικόνες ποικίλουν και μπορεί να είναι σκηνές που θυμίζουν κλασσικό ρεπορτάζ, αλλά και περίτεχνες κατασκευές.
Ο Wall κάνει συχνά αναφορές στον κινηματογράφο, στον ρόλο της φωτογραφίας στον (λαϊκό) πολιτισμό, στη μαζική διαφήμιση και το έργο του είναι από εκείνα που μας αναγκάζουν να μην προσπερνούμε βιαστικά, αλλά να σκεφτόμαστε ξανά και ξανά τις εικόνες που βλέπουμε καθημερινά και με πολλαπλές αναγνώσεις. Είναι φανερή η επιρροή του από μεγάλους κινηματογραφιστές, ιδιαίτερα από τα έργα του Jean-Luc Godard, του Luis Bunuel, αλλά και του Rainer Werner Fassbinder.
“Υποθέτω ότι θα μπορούσε κάποιος να πει ότι είμαι σαν σκηνοθέτης αλλά οι ταινίες μου έχουν μόνο ένα καρέ”
Jeff Wall
Ο Wall λέει για τα κινηματογραφικά του κάδρα: «Δίνουν μια ορισμένη ελευθερία να αναδημιουργήσω ή να αναδιαμορφώσω αυτό που είδα».
Αναφέρεται στην τεχνική του ως «καταφανή τεχνική» και μιλά με εικόνες που προσδίδουν τη θεατρική θεματολογία τόσο του αντικειμένου όσο και της παραγωγής τους.
Αφού για πολλά χρόνια «έστηνε» τις εικόνες του, στη δεκαετία του 1990, ο Wall μεταπήδησε στο χειρισμό των ψηφιακών εικόνων μέσω του μοντάζ και της μετα-επεξεργασίας (post-processing), δουλεύοντας αρχικά με παραδοσιακές ασπρόμαυρες εκτυπώσεις και, ακολούθως, με έγχρωμες εκτυπώσεις.
Παραδείγματα του έργου αυτού είναι η νεκρή συνομιλία των στρατιωτών “Dead Troops Talk” (1991-92), μια εικόνα που απεικονίζει μια στιγμή από τον σοβιετικό πόλεμο στο Αφγανιστάν. Η φωτογραφία δημιουργήθηκε με ηθοποιούς σε στούντιο, έχει φωτογραφηθεί σε επιμέρους εικόνες που ενώθηκαν αργότερα ψηφιακά, καταλήγοντας σε μια μίμηση μιας μνημειώδους εξωτερικής φωτογραφίας. Η εικόνα αυτή αποτελεί ένα από τα πρώτα έργα που χρησιμοποίησαν τεχνολογία ψηφιακής απεικόνισης (digital-imaging technology), μεταμορφώνοντας το τοπίο της φωτογραφίας. Ο Jeff Wall ήταν από τους πρωτοπόρους στην εξερεύνηση αυτής της διάστασης της φωτογραφικής τέχνης.
Λεπτομέρειες από την εικόνα Dead Troops Talk
Δεν πρόκειται για αναφορά σε κάποιο ιστορικό γεγονός και, παρόλο που φαίνεται ρεαλιστική, είναι μια μυθοπλασία που απεικονίζει νεκρούς στρατιώτες που μοιάζουν να μιλάνε και να αστειεύονται. Η Susan Sonntag αναφέρθηκε σε αυτήν την εικόνα ως το «αντίθετο από ένα έγγραφο» (opposite of a document) (Susan Sonntag, Regarding the Pain of Others, New York, 2003) [5]. Η εικόνα του Wall είναι μια θεμελιώδης κριτική της βίας των ανθρώπων, καθώς και της καταστροφικής ενέργειας και του ασυνείδητου του πολέμου.
H φωτογραφία Dead Troops Talk πωλήθηκε στη δημοπρασία του Christie’s τον Μάιο του 2012 έναντι $3,666,500 και είναι η 5η ακριβότερη φωτογραφία που έχει ποτέ πουληθεί.
Το 1995, ο Wall άρχισε να κατασκευάζει παραδοσιακές ασπρόμαυρες εκτυπώσεις αργυροτυπίας (silver gelatin printing), οι οποίες απέκτησαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο έργο του. Παραδείγματα παρουσιάστηκαν στην documenta X, την έκθεση σύγχρονης τέχνης που διοργανώνεται κάθε πέντε χρόνια στο Kassel της Γερμανίας.
Κεντρική εικόνα: © Jeff Wall After ‘Invisible Man’ by Ralph Ellison, the Prologue,1999 – 2000 Transparency in lightbox 174 x 250.5 cm.
Στο παρακάτω video από το San Francisco Museum of Modern Art, o Jeff Wall υποστηρίζει τη staged photography και εξηγεί πώς η σκηνοθεσία και ο κινηματογράφος επηρέασαν τις μεθόδους εργασίας του.
Το 2002, ο Jeff Wall τιμήθηκε με το βραβείο Hasselblad. Το 2006, έγινε μέλος της Royal Society of Canada. Πήρε τον τίτλο του Αξιωματικού του Τάγματος του Καναδά (Order of Canada) το Δεκέμβριο του 2007. Τον Μάρτιο του 2008, τιμήθηκε με το βραβείο Audain Prize for Lifetime Achievement, το ετήσιο βραβείο του University of British Columbia, για τις εικαστικές τέχνες.
Οι μεγάλες εικόνες του Wall και οι μελετημένες συνθέσεις άσκησαν σημαντική επιρροή στην ομάδα του Ντίσελντορφ με επικεφαλής τους Andreas Gursky, Thomas Struth, Thomas Ruff και Candida Höfer. Μάλιστα, ο Gursky αναφέρει τον Wall ως “ένα καλό μοντέλο”.
Στην παρακάτω συνέντευξη ο Jeff Wall συζητά με τον Βέλγο Thierry de Duve για τις καλλιτεχνικές του διαδικασίες.
Έχει συμμετάσχει σε δεκάδες εκθέσεις ανά τον κόσμο, ομαδικές και ατομικές. Η πρώτη του ατομική ήταν στη Nova Gallery του Vancouver το 1978. Ακολούθησαν πολλές εκθέσεις στην ICA, London (1984), Irish Museum of Modern Art, Dublin, Ireland (1993), Whitechapel Gallery, London (2001), Kunstmuseum Wolfsburg, Wolfsburg, Germany (2001), Museum für Moderne Kunst Frankfurt (2001/2002), Hasselblad Center, Göteborg, Sweden (2002), Astrup Fearnley Museum, Oslo, Norway (2004), καθώς και αναδρομικές στα Schaulager, Basel (2005), Tate Modern (2005) and MoMA, New York (2007), Art Institute of Chicago (2007), SFMoMA, San Francisco (2008), Tamayo Museum, Mexico City and Vancouver Art Gallery, Vancouver (2008), and Staatliche Kunstsammlungen, Dresden (2010). Έργα του Wall συμπεριελήφθησαν στις documenta X και XI.
Στην αναδρομική του στο Palais des Beaux Arts στις Brussels το 2011, ο Wall επέλεξε να συνοδεύσει 25 δικές του εικόνες με 130 έργα των αγαπημένων του καλλιτεχνών από τα 1900s και τον φωτογράφο Eugène Atget μέχρι και αποσπάσματα ταινιών των Fassbinder, Bergman αλλά και έργα των Thomas Struth και David Claerbout.
8.3.2020
Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της μακρόχρονης πορείας του παρουσιάζεται, μέχρι τον Απρίλιο, στην πρώτη ατομική έκθεση του Jeff Wall στην Ελλάδα στη συλλογή Γιώργου Οικονόμου, σε επιμέλεια Philipp Kaiser
https://www.photologio.gr/photodromena/ekthesi-toy-jeff-wall-stin-athina-syllogi-giorgoy-oikonomoy/
[1] Photography Reinvented: The Collection of Robert E. Meyerhoff and Rheda Becker, National Gallery of Art (U.S.)
[2] Τhierry De Duve, Jeff Wall, Phaidon, Νιου Χέηβεν&Λονδίνο 2002,σ. 30-1 και Marie-Laure Bernadac, Histoires de l’œil, “Fémininmasculin: le sexe de l’art”, Gallimard- Electa : Éditions du centre Georges Pompidou, Παρίσι 1995,σ.165.
[3] Tony Godfrey, Conceptual art, Phaidon Press Limited, Λονδίνο 1998, σ.335.
[4] Η διαφάνεια της φωτογραφίας και η γυναικεία εικονογραφία: «Εικόνα για γυναίκες» του Jeff Wall | Εύη Παπαδοπούλου
[5] http://www.medienkunstnetz.de/works/dead-troops-talk/