Οι φωτογράφοι του ’40 και της κατοχής
″Ξημερώνοντας τ′ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη που δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ′ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω. στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ′ αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γαύγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων. Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ′ τον άλλο, ίδια τυφλοί”.
(Οδυσσέας Ελύτης, Πορεία προς το μέτωπο από το Άξιον έστί”)
Τέτοια μέρα πριν από 84 χρόνια, 28η Οκτωβρίου του 1940, η Ελλάδα έπαιρνε το βάπτισμα του πυρός στην πιο αιματοβαμμένη πολεμική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Η φασιστική Ιταλία απαιτεί να αναλάβει τον έλεγχο στρατηγικών σημείων της χώρας- στα βουνά της Ηπείρου αρχίζει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Το Έπος του ’40.
Φωτογράφοι, φωτορεπόρτερ και κινηματογραφιστές, βρέθηκαν με την κήρυξη του πολέμου στην πρώτη γραμμή, για να απαθανατίσουν τον ελληνοιταλικό πόλεμο.
Οι φωτογραφίες της εποχής του ’40 οπτικοποιούν ιστορίες που έχουμε ακούσει με συναρπαστικό τρόπο, όπως μόνο η ορατή μνήμη και το φωτογραφικό στιγμιότυπο μπορούν. Μια εικόνα, χίλιες λέξεις. Διηγούνται όχι μόνο ηρωικές, εφ′ όπλου λόγχη επιθέσεις, αλλά και την καθημερινότητα στο μέτωπο και τα μετόπισθεν. Το ξεψείρισμα, τα γράμματα στη μάνα και στη γυναίκα, οι πετσοκομμένοι τραυματίες, οι αιχμάλωτοι, οι νεκροί με τα ανοιχτά μάτια. Δεν αντηχούν μόνο ”Αέρα!” αλλά και ”Όι, όι μάνα μου…”.
Α. Οι Φωτογράφοι του Ελληνοϊταλικού πολέμου και της Αντίστασης
Λίγο μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το Γενικό Επιτελείο Στρατού με ανακοινώσεις του ζητούσε για εθελοντική κατάταξη φωτογράφους και κινηματογραφιστές για το μέτωπο.
Μέσα στο γενικό κλίμα ενθουσιασμού που επικρατούσε τότε, πολλοί ήταν αυτοί που ανταποκρίθηκαν άμεσα. Ανάμεσά τους και ο Σμυρνιός ζωγράφος Γιώργος Προκοπίου, που είχε έρθει πρόσφυγας μετά το 1922. Ενώ ορισμένοι πολιτικοί και μεγαλοαστοί «θυμήθηκαν» ότι έπρεπε να στείλουν τα παιδιά τους στο εξωτερικό για σπουδές, για να αποφύγουν τη στράτευση, ο Προκοπίου, σε προχωρημένη πια ηλικία και πάσχοντας από άσθμα και βρογχίτιδα, επιδιώκει με κάθε τρόπο να πάει. Μετά την αρχική απόρριψη της αίτησής του δεν το βάζει κάτω. Χρησιμοποιεί διάφορα μέσα και φτάνει μέχρι τον Μεταξά για να του δοθεί η άδεια. Και τελικά το πετυχαίνει. Στο μέτωπο ο Προκοπίου τράβηξε έναν ικανό αριθμό φωτογραφιών, που θα αποτελούσαν τη βάση για αντίστοιχους ζωγραφικούς πίνακές του. Θα πεθάνει τελικά στα παγωμένα βουνά της Βόρειας Ηπείρου, στις 20 Δεκεμβρίου 1940, ενώ ζωγράφιζε εκ του φυσικού το χιονισμένο Αργυρόκαστρο.
Αίτηση για να πάει στο μέτωπο έκανε και η Βούλα Παπαϊωάννου, αλλά απορρίφθηκε. Hταν ακόμα πολύ νωρίς για τις γυναίκες. Mόνη εξαίρεση αποτελεί η Mαρία Xρουσάκη, που βρέθηκε όμως στο Aλβανικό Mέτωπο ως εθελόντρια του Eρυθρού Σταυρού στα κινητά χειρουργεία του Yγειονομικού, ταυτίζοντας έτσι την ιδιότητα της αδελφής νοσοκόμου με εκείνη της φωτογράφου.΅
Λάζαρος Ακερμανίδης
Από τους πρώτους που προσήλθαν ήταν ο Λάζαρος Ακερμανίδης. Είχε έρθει πρόσφυγας το 1932 και εργαζόταν σαν φωτορεπόρτερ. Στον Εύξεινο Πόντο όπου ζούσε ήταν χειμερινός κολυμβητής και συνηθισμένος στις κακουχίες. Λίγο πριν καταταγεί και ενώ βρισκόταν στην Κατερίνη, πήγε στο εργαστήρι του αδελφού του, που ήταν γουναράς, και του ζήτησε να του φτιάξει ένα καπέλο που να σκεπάζει τα αυτιά του «γιατί μόνον αυτά κρύωναν».
Ο Ακερμανίδης παρέμεινε στο μέτωπο σε όλη τη διάρκεια του βαρύτατου χειμώνα του 1940-1941, σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους υπόλοιπους φωτογράφους και κινηματογραφιστές που πήγαιναν περιοδικά και για σύντομα διαστήματα. Τράβηξε περισσότερες από 2.500 φωτογραφίες, οι οποίες χάθηκαν μετά τον θάνατό του το 1947. Εντοπίστηκαν το 1993 από τον ‘Α. Ξανθάκη στην Κατερίνη και 200 από αυτές παρουσιάστηκαν σε έκθεση στην Αθήνα, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου. Το έργο του μπορεί να θεωρηθεί σημαντικό γιατί δεν αρκέστηκε μόνο στη λήψη στημένων φωτογραφιών αλλά φωτογράφησε και κάτω από πραγματικές συνθήκες. Εκείνο επίσης που διαφοροποιεί τη δουλειά του από πολλούς άλλους είναι η καταγραφή της σκληρής καθημερινής ζωής του Eλληνα φαντάρου στο μέτωπο.
Κώστας Μπαλάφας
Δημήτριος Χαρισιάδης
Σπύρος Μελετζής
Σε ορισμένους από τους κινηματογραφιστές και τους φωτογράφους με την κατάταξή τους έπαιρναν τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού και υπάγονταν στη ΓΥΣ (Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού). Oλες οι φωτογραφίες και οι ταινίες τους έπρεπε πρώτα να περάσουν από αυστηρότατη λογοκρισία. Αυτός είναι ο λόγος που πολλές φωτογραφίες που έδειχναν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν στο μέτωπο δεν επιτράπηκε να δημοσιευτούν. Το καθεστώς κάτω από το οποίο λειτουργούσαν ήταν περίπου όμοιο με αυτό του γερμανικού στρατού: οι φωτογράφοι έδιναν τις φωτογραφίες τους για λογοκρισία, ορισμένες από τις οποίες κρατούσε ο στρατός, ενώ είχαν και αυτοί το δικαίωμα να τις διοχετεύσουν στις εφημερίδες και τα περιοδικά με τα οποία συνεργάζονταν.
Aλλοι φωτογράφοι που βρέθηκαν στο μέτωπο ήταν ο Βασίλης Τσακιράκης, «ο φωτογράφος της Αλβανίας», όπως τον αποκαλούσαν οι συνάδελφοί του, ο Τάκης Φλώρος, ο Ιωάννης Νισυρίου, ο Κυριάκος Κουρμπέτης, ο Δημήτρης Φωτεινόπουλος, ο Τάκης Τριανταφύλλου, ο οποίος τράβηξε 2.000 αρνητικά που πιθανό να βρίσκονται μαζί με το αρχείο του Κυριάκου Κουρμπέτη, ο Τασος Μελετόπουλος, ο Σπύρος Τράνακας και άλλοι. Για σύντομο χρονικό διάστημα, προφανώς λόγω της ηλικίας του, βρέθηκε εκεί και ο Δημήτρης Γιάγκογλου. Ορισμένα αρνητικά του που προφανώς δεν πέρασαν από τη λογοκρισία δείχνουν νεκρούς στρατιώτες, το πιθανότερο Ιταλούς.
Και οι τρεις αδελφοί Μεγαλοκονόμου (Κων/νος, Μανώλης και Χαράλαμπος) πήγαν σαν φωτογράφοι και κινηματογραφιστές για τα «Επίκαιρα» τα λεγόμενα «Ζουρνάλ».
Ανάμεσα στους κινηματογραφιστές ήταν ακόμα ο Δημητροκάλης, ο Ράφας, ο Μαλαβίτης, ο Γ. Παπαδούκας, ο Πρόδρομος Μεραβίδης και ο Σπύρος Κοκόλης.
Ονομαστικός κατάλογος καταγεγραμμένων φωτογράφων του Αλβανικού έπους
Λάζαρος Ακερμανίδης
Αλεξίου
Δημήτρης Γιάγκογλου
Κυριάκος Κουρμπέτης
Λόγκος
Ιωάννης Νισυρίου
Τάσος Μελετόπουλος,
Δημήτρης Μελισίδης
Γιάννης Μπίρης
Δήμος Πατρίδης
Πέτρος Πουλίδης
Ευστράτιος Στελίγκος
Βασίλης Τσακιράκης
Δημήτρης Τριανταφύλλου
Σπύρος Τράνακας
Δημήτρης Φλώρος
Δημήτρης Φωτεινόπουλος
Σπύρος Χαλκίδης
Αδελφοί Μεγαλοκονόμου (Κωνσταντινος, Μανώλης και Χαράλαμπος)
πηγή: Άλκης Ξ. Ξανθάκης, φωτογράφος, Ιστορικός Φωτογραφίας «Ιστορία της ελληνικής Φωτογραφίας», Huffing Post
Β. Οι Φωτογράφοι της Κατοχής
Όλοι σχεδόν οι επαγγελματίες φωτογράφοι δηλώνουν ότι τράβηξαν φωτογραφίες που αποτύπωναν την τραγική πραγματικότητα κατά την περίοδο της Κατοχής, και δεν αμφισβητείται ότι ίσως αυτό να είναι γεγονός, σε πολύ μικρή όμως κλίμακα, και περιστασιακά. Όπως, για παράδειγμα, ο Δημήτρης Τριανταφύλλου, ο οποίος επιβίωνε δουλεύοντας ως εκτυπωτής. Παρά τον κίνδυνο που διέτρεχε, φωτογράφιζε κρυφά, όποτε του δινόταν η ευκαιρία. Οι φωτογραφίες του αυτές −ντουκουμέντα μιας δραματικής για την Ελλάδα εποχής− συμπεριλήφθηκαν στις εκθέσεις για τις θυσίες των Ελλήνων στον πόλεμο οι οποίες έγιναν στο Σαν Φρανσίσκο (1945), στο Παρίσι (1946) και στο Λονδίνο (1948).
Εκείνοι όμως που κατέγραψαν συστηματικά τις τραγικές εικόνες, που ούτε η φαντασία θα μπορούσε να συλλάβει, ήταν βασικά δύο ερασιτέχνες φωτογράφοι μέλη μιας άγνωστης σχεδόν υπηρεσίας της Αστυνομίας καθώς και ένας ερασιτέχνης κινηματογραφιστής. Όλοι τους εργάστηκαν συστηματικά καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, γι’ αυτό και δίκαια αποκαλούνται «οι φωτογράφοι της Κατοχής».
Κώστας Παράσχος (1912−1997)
Ο νεαρός Παράσχος, Μικρασιάτης στην καταγωγή, εργαζόταν ως δημοσιογράφος στην Πρωία. Παράλληλα ήταν και ερασιτέχνης φωτογράφος. Η πρώτη του ιδιότητα ήταν μάλλον εκείνη που τον ώθησε να φωτογραφίσει κατά την περίοδο της Κατοχής. Η μηχανή του ήταν μια ρωσική Zorki, 35 mm, φτηνό αντίγραφο της Leica του 1932. Με αυτήν τράβηξε συνολικά 850 φωτογραφίες, από τις οποίες ένα μικρό μέρος δημοσιεύτηκε, τριάντα χρόνια αργότερα, στο λεύκωμά του με τίτλο Η Κατοχή. Φωτογραφικά τεκμήρια 1941-1944.
Βούλα Παπαϊωάννου
Αμέσως μετά την είσοδο των Γερμανών ο διευθυντής της Αστυνομίας Πόλεων Αριστείδης Κουτσουμάρης μαζί με τον πρόεδρο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Αλέξανδρο Ζάννα οργάνωσαν μια μυστική υπηρεσία, που σκοπό είχε την καταγραφή και τη φωτογράφιση των βιαιοτήτων των Γερμανών και των Ιταλών. Ανάμεσα σε αυτούς που εργάστηκαν αθόρυβα ήταν οι εξής:
Δημήτριος Κατσιμακλής
Υπαστυνόμος προϊστάμενος του Φωτογραφικού Τμήματος των Εγκληματολογικών Υπηρεσιών. Την περίοδο της Κατοχής ήταν ένας από αυτούς που φωτογράφιζαν «σκηνές του λιμού και του θανάτου» στην Αθήνα και τον Πειραιά. Από τις φωτογραφίες αυτές μία σειρά έφτασε στα χέρια του Κ. I. Τσουδερού, που ήταν τότε πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στο Κάιρο (Απρίλιος 1941 − Απρίλιος 1944). Τυπώθηκαν τότε σε ένα μικρό λεύκωμα το οποίο κυκλοφόρησε στην Αγγλία και Αμερική.
Πέτρος Παπανικολάου
Αρχιφύλακας του Γραφείου Σήμανσης Πειραιώς κατά την περίοδο 1941−1944. Την περίοδο της Κατοχής ήταν ένας από αυτούς που φωτογράφιζαν στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Παναγιώτης Τζελέπης
Αρχιτέκτονας και ερασιτέχνης φωτογράφος. Συνεργάστηκε με τον Κατσιμακλή και τον Παπανικολάου στη φωτογράφιση νεκρών από την πείνα στους δρόμους και τα νεκροτομεία. Αυτοί οι τρεις αλλά και οι υπόλοιποι της υπηρεσίας αυτής παρέμειναν για πολύ μεγάλο διάστημα άγνωστοι, αφού δεν επεδίωξαν την προβολή τους μετά τη λήξη του πολέμου.
Στις λήψεις των φωτογραφιών συμμετείχαν επίσης και οι αστυνόμοι Γεώργιος Σερμιέν και Ανδρέας Φολίδας, οι υπαστυνόμοι Ευάγγελος Πέτσης και Χρήστος Κάλλιας, ο ανθυπαστυνόμος Γεώργιος Παναγιωτόπουλος, οι αρχιφύλακες Βασίλειος Μοίρας, Δημήτριος Γκαμαρλιάν, Ευστράτιος Σπύρου και Νικόλαος Κατσαρός, ο αστυφύλακας Γεώργιος Παπαϊωάννου, ο υπενωμοτάρχης Ιωάννης Σταθακόπουλος, ο χωροφύλακας Δημήτριος Σταυρόπουλος, η εισηγήτρια Μαρία Πέτση και η Αλίκη Αξιώτου. Συντονιστής της όλης αυτής προσπάθειας ήταν ο πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Αλέξανδρος Ζάννας, ο οποίος τότε συνελήφθη και καταδικάστηκε.
Αντίγραφα των φωτογραφιών μαζί με τις σχετικές αναφορές είχαν σταλεί, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στην ελληνική κυβέρνηση, στην Αίγυπτο. Ένα μέρος από τις φωτογραφίες τους αυτές παρουσιάστηκε μετά τον πόλεμο στις Εκθέσεις του Παρισιού και του Σαν Φρανσίσκο καθώς και στην Πολεμική Έκθεση που έγινε στην Αθήνα. Επειδή η αποστολή τους ήταν άκρως απόρρητη και οι φωτογραφίες τους ανώνυμες, αυτοί ίσως να είναι οι λόγοι που αρκετές φωτογραφίες τους αποδίδονται σήμερα στον Κώστα Παράσχο ή στη Βούλα Παπαϊωάννου.
Άγγελος Παπαναστασίου (1897−1959) – κινηματογραφιστής
Πλωτάρχης του Πολεμικού Ναυτικού, ερασιτέχνης φωτογράφος και κινηματογραφιστής, ο Παπαναστασίου ξεκίνησε να κινηματογραφεί από τη στιγμή που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα. Διακινδυνεύοντας τη ζωή του κατέγραψε σε ταινία ό,τι έκαναν η Βούλα Παπαϊωάννου, ο Κώστας Παράσχος και η σχετική υπηρεσία της αστυνομίας με φωτογραφικές εικόνες. Την εμφάνιση των ερασιτεχνικών αυτών ταινιών, των 8 mm, έκανε ο Νίκος Κοκόλης, που ήταν φίλος του, στο φωτογραφικό εργαστήριό του.
πηγή: Άλκης Ξ. Ξανθάκης, φωτογράφος, Ιστορικός Φωτογραφίας «Ιστορία της ελληνικής Φωτογραφίας», Huffing Post