Καιρός να γίνεις “τ’ άλλο μου φιθινόπωρο” (IV)
photo: Δημήτρης Χαρισιάδης
(Ο Γεώργιος Σεφέρης καταγράφει συμβάντα από τις πρώτες μέρες του ’40… από το Ημερολόγιό του φαίνεται πως η πρώτη εγγραφή γίνεται στις 30 Οκτώβρη με αναφορά στις 26 Οκτώβρη και μετέπειτα …)
Τετάρτη βράδυ, 30 Οκτώβρη
Τώρα, μια στιγμή έξω από τη ζάλη, προσπαθώ να σημειώσω όσα θυμάμαι από τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου. Έχω την εντύπωση πως πρόκειται για αναμνήσεις χρόνων:
Νύχτα Σαββάτου προς Κυριακή (26-27). Κατά τη μία μού τηλεφώνησαν την είδηση του «Στέφανι»: Μια συμμορία ελληνική μπήκε στο αλβανικό έδαφος και χτυπήθηκε με τους Ιταλούς κατά τα μέρη της Βίγλιστας. Δύο μπόμπες στην κατοικία του Ιταλού διοικητή στους Αγίους Σαράντα. Οι δράστες, λένε οι Ιταλοί, είναι Έλληνες ή ‘Αγγλοι κατάσκοποι. Ο Νικολούδης είναι στην ιταλική πρεσβεία που έχει δεξίωση, ύστερα από την πρεμιέρα μιας όπερας του Πουτσίνι στο «Βασιλικό». Είπα να τον ειδοποιήσουν αμέσως. Οι διαψεύσεις βγήκαν τη νύχτα, καθαρές και ξάστερες. Ο Νικολούδης μου διηγήθηκε πως ο ίδιος ο σινιόρ Γκράτσι τον οδήγησε στο τηλέφωνο, και, όταν τέλειωσε, τον ρώτησε: «Mauvaises nouvelles?» Τ’ αποκρίθηκε: «Rien d’ extraordinaire», κι έφυγε μετά πέντε λεπτά για να πάει στον πρόεδρο.
Κυριακή πρωί, 27. Στο Υπουργείο Εξωτερικών. Συζητούμε ατέλειωτα και ζυγιάζουμε τις φράσεις της απάντησής μας σε μια νότα γερμανική εξαιρετικά θυμωμένη και πικρόχολη, που διαμαρτύρεται για τη δημοσίευση στις εφημερίδες του λόγου του Churchill προς τους Γάλλους.
Στο μεταξύ ο πρόεδρος, που πρέπει να την εγκρίνει, έχει ξεκινήσει· βλέπουμε τον αυτοκίνητό του να βγαίνει από την καγκελόπορτα του υπουργείου. Ο Παπαδάκης αρπάζει το χαρτί, τρέχει από την αριστερή πόρτα και σταματά το αυτοκίνητο που είχε στρίψει προς τους Αμπελοκήπους. Πίσω σταματά όλη η κίνηση· μοτοσικλέτες, μεγάλα κίτρινα μπούσια, ποδήλατα. Ο Μελάς, νευρωμένος, ψιθυρίζει: «Ωραία, ωραία! Ένας υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών σταματά το αυτοκίνητο του προέδρου, μ’ ένα χαρτί στο χέρι. Όλος ο κόσμος θα πει πως είναι το ιταλικό τελεσίγραφο, πώς εκηρύχθη ο πόλεμος».
Δευτέρα, 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Έχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.
Ντύθηκα κι έφυγα αμέσως. Στο Υπουργείο Τύπου δυο-τρεις υπάλληλοι. Ο Γκράτσι είχε δει τον Μεταξά στις τρεις. Του έδωσε μια νότα και του είπε πως στις 6 τα ιταλικά στρατεύματα θα προχωρήσουν. Ο πρόεδρος του αποκρίθηκε πως αυτό ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου, και όταν έφυγε κάλεσε τον πρέσβη της Αγγλίας.
Αμέσως έπειτα με τον Νικολούδη στο Υπουργείο Εξωτερικών. Ο πρόεδρος ήταν μέσα με τον πρέσβη της Τουρκίας. Στο γραφείο του Μαυρουδή, ο Μελάς έγραφε σπασμωδικά ένα τηλεγράφημα. Ο Μαυρουδής μέσα στο παλτό του σαν ένα μικρό σακούλι. Διάβασα τη νότα του Γκράτσι. Ο Γάφος κι ο Παπαδάκης τηλεφωνούσαν. Καθώς ετοίμαζα το τηλεγράφημα του Αθηναϊκού πρακτορείου, μπήκε ο Τούρκος πρέσβης για να ιδεί τη νότα και σε λίγο ο πρόεδρος με όψη πολύ ζωντανή. Έπειτα άρχισαν να φτάνουν οι υπουργοί, χλωμοί περισσότερο ή λιγότερο, καθένας κατά την κράση του. Το υπουργικό συμβούλιο κράτησε λίγο. Ο Μεταξάς πήγε αμέσως στο γραφείο του κι έγραψε το διάγγελμα στο λαό . Το πήραμε και γυρίσαμε στο υπουργείο τύπου. Μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου, η αυγή μ’ ένα παράξενο μυστήριο χυμένο στο πρόσωπό της. Έγραψα μαζί με το Νικολούδη το διάγγελμα του βασιλιά. Καμιά δακτυλογράφος ακόμη· πήγα σπίτι μια στιγμή και το χτύπησα στη γραφομηχανή μου. Η Μαρώ μού είχε ετοιμάσει καφέ. Γύρισα στο Υπουργείο καθώς σφύριζαν οι σειρήνες… Στη γωνιά Κυδαθηναίων μια φτωχή γυναίκα με μια υστερική σύσπαση στο πρόσωπο.
Τώρα όλοι ήταν μαζεμένοι στα υπόγεια της «Μεγάλης Βρετανίας». Ο βασιλιάς, με ύφος νέου αξιωματικού· υπόγραψε το διάγγελμά του και φύγαμε.
Τηλεφώνησα στο τηλεγραφείο να σταματήσουν τα τηλεγραφήματα και των Γερμανών ανταποκριτών. Οι υπάλληλοι εκεί είναι ακόμη ουδέτεροι. Δεν μπορούν να πιστέψουν τη φωνή μου:
-Είστε βέβαιος; και των Γερμανών;
–Και των Γερμανών είπα.
-Τι δικαιολογία να δώσουμε;
Δεν έχω καιρό για συζητήσεις.
–Πέστε τους πως τώρα είναι χαλασμένα τα σύρματα με το Βερολίνο, κι αν φωνάζουν πολύ στείλτε τους σ’ εμένα. .
Πήρα και έδωσα το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν μας και κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της «Άλα Λιτόρια*».
(*Σημ. Η Αλα Λιτόρια ήταν αεροπορική εταιρία, προκάτοχος της Αλιτάλια)
Παρασκευή, 1 Νοέμβρη
Πολύ πρωί, πριν απ;o το γραφείο, πάνω στου Κωστάκη. Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, μόλις γύρισε από την εξορία· πρόσωπο αδυνατισμένο, ρουφημένο· μια φλόγα στα μάτια. Λέει δυο σονέτα που έγραψε, μέσα σε λίγες στιγμές, προτού φύγει· κορόνα στο τέλος· αγαπά τη φωνή του· είναι ο άνθρωπος μιας φωνής. Καθώς μιλάμε, συναγερμός· είναι συγκινημένος που βρίσκεται με φίλους τέτοιες στιγμές. Κούφιοι κρότοι, μακριά, κατά τον Πειραιά· οι μπόμπες.
Δεν καταλαβαίνεις πώς περνά η μέρα· προχωρείς χωρίς να πάρεις ανάσα.
[…]
Έπειτα στην «Μπριτάνια», που έχει μεταβληθεί σ’ ένα μεγάλο μελίσσι υπουργείων. Στο πάτωμα του Υπουργείου Εξωτερικών, οι συνάδελφοι βγαίνουν σαν ποντικοί από τις πόρτες μέσα στους σκοτεινούς διαδρόμους. Έφαγα κάτω στο εστιατόριο στη μεγάλη σάλα, λίγοι αξιωματικοί, λίγοι διπλωμάτες, ένας-δυο υπουργοί, ο αρχιστράτηγος μόνος στο βάθος, ονειροπόλος, ο Άγγλος στρατιωτικός ακόλουθος με στολή εκστρατείας μαζί μ’ ένα στρατηγό που ήρθε σήμερα. Δημοσιογράφοι. Τα νέα: μπομπαρδίσαμε την Κορυτσά, υποψιάζουνται κινήσεις των Ιταλών για την Κέρκυρα· κάποιοι μιλούν, κιόλας, για νησιωτικό κράτος.
Έξω, μέσα στο σκοτάδι, ο ουρανός γεμάτος άστρα· τον κοιτάζω σαν ξένος.
[…]
Κυριακή, 10 Νοέμβρη
[…]
Νίκες όλες τούτες τις πρώτες μέρες του πολέμου. Απίστευτα πράγματα, που κανείς δεν τα περίμενε. Συλλογίζομαι τις κακές μέρες που δεν είναι απίθανο να ρθουν, αύριο, μεθαύριο, σε τρεις μήνες -δεν ξέρω πότε. Και τότε να μπορέσω να κάνω το χρέος μου· τίποτε άλλο.
Κυριακή, 17 Νοέμβρη
Ακατανόητη αναξιοσύνη των Ιταλών. Ρωτιέται κανείς τι λογάριαζαν όταν αποφάσισαν να πολεμήσουν με την Ελλάδα*
[* Σημ. του 1950: Μετά τον πόλεμο έμαθα πως ο Γκράτσι τούς είχε δημιουργήσει την πεποίθηση πως δε θα ρίχναμε μια τουφεκιά και πως η εισβολή τους θα ήταν απλός στρατιωτικός περίπατος].
[…]
Σάββατο, 14 Δεκέμβρη
Μόλις σταματήσω με πιάνει πλήξη. Η δουλειά είναι τέτοια που δεν μπορείς μήτε να αισθανθείς: όταν πάψει μια στιγμή, είσαι ολότελα άδειος. Ωστόσο γίνουνται μεγάλα πράγματα γύρω μου. Το γύρισμα του κύκλου έφερε τον ελληνικό λαό σε μια από τις πιο υψηλές στιγμές του. Χτες μου διηγήθηκαν τούτο:
Ρωτούν έναν πατέρα τέσσερων παιδιών, που δεν είχε στρατιωτική υποχρέωση και μολαταύτα ντύθηκε, γιατί πήρε τέτοιαν απόφαση: «Ντράπηκα τους συχωριανούς μου» αποκρίθηκε, «για το κρίμα που θα ‘πεφτε πάνω μου, αν τύχαινε κι έμπαιναν οι Ιταλοί στο χωριό».
Αίσθημα ευθύνης, που είχαμε ξεσυνηθίσει να βλέπουμε στους λαούς. Υπάρχει τριγύρω μου ένα ανώνυμο θαύμα, που κανείς πριν δεν το υποψιαζότανε. Ένα πράγμα που ξεμυτίζει και φυτρώνει σαν το φρέσκο χορτάρι. Πιο πάνω, ο κόσμος ο δικός μας δεν έχει αλλάξει: παλιές συνήθειες, παλιοί τρόποι· οι ανταποκρίσεις από το μέτωπο θυμίζουν ανταποκρίσεις των πολέμων του ’12.
Ένας κόσμος χαλασμένος.
(Γεώργιος Σεφέρης / αποσπάσματα από το “Ημερολόγιο” του)