
Καιρός να γίνεις τ’ άλλο μου φθινόπωρο (ΙΙ)
photo: Μαρία Ανδρουλιδάκη
“- Βλέπετε αυτό το χάλασμα, το Καλύβι της Λουλούδως, που λένε πως είναι στοιχειωμένο ;
Εδώ τον παλαιόν καιρό εκατοικούσε μια κόρη, η Λουλούδω, όπου την είχαν ονοματίσει για την εμορφιά της, -έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε κι αυτή- μαζί με τον πατέρα της τον γέρο-Θεριά (ελληνικά τον έλεγαν Θηρέα), όπου εκυνηγούσε όλους τους Δράκους και τα Στοιχειά, με την ασημένια σαγίττα και με φαρμακωμένα βέλη.
Ένα βασιλόπουλο από τα ξένα την αγάπησε την όμορφη Λουλούδω.
Της έδωκε το δαχτυλίδι του, κι εκίνησε να πάη στο σεφέρι και της έταξε με όρκον ότι, άμα νικήση τους βαρβάρους, την ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, θα έρθη και θα την σταφανωθή.
Επήγε το βασιλόπουλο.
Έμεινεν η Λουλούδω, ρίχνοντας τα δάκρυά της στο κύμα, στον αέρα στέλνοντας τους αναστεναγμούς της, και την προσευχή στα ουράνια, να βγη νικητής το βασιλόπουλο, να έρθη η ημέρα που θα γεννηθή ο Χριστός, να γυρίση ο σαστικός της και να τον στεφανωθή.
Έφτασε η μέρα που ο Χριστός γεννάται.
Η Παναγία με αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε το Βρέφος μες στη Σπηλιά…- Να ! τώρα θάρθη το βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω !
Ήρθαν οι βοσκοί, δύο γέροι με μακρυά άσπρα μαλλιά, με τις μαγκούρες τους, ένα βοδκόπουλο με τη φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν το θείο Βρέφος…
– Να ! τώρα θάρθη το βασιλόπουλο, να πάρη την Λουλούδω !
Έφτασαν κι οι τρεις Μάγοι, καβάλα στις καμήλες τους… Άνοιξαν τα πλούσια δισάκκια τους, κι επρόσφεραν δώρα: χρυσόν και λίβανον και σμύρναν.
– Να ! τώρα θάρθη το βασιλόπουλο να πάρη την Λουλούδω !
Πέρασαν τα Χριστούγεννα, τελειώθηκε το μυστήριο, έγινε η σωτηρία, και το βασιλόπουλο δεν ήρθε να πάρη την Λουλούδω !
Οι βάρβαροι είχαν πάρει σκλάβο το βασιλόπουλο…
Τα δάκρυα της κόρης επίκραναν το κύμα τ’ αρμυρό, οι αναστεναγμοί της εδιαλύθηκαν στον αέρα, κι η προσευχή της έπεσε πίσω στη γη, χωρίς να φθάση στο θρόνο του Μεγαλοδύναμου.
Ένα λουλουδάκι αόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ανάμεσα στους δυο αυτούς βράχους, οπού το λεν Άνθος του Γιαλού, αλλά μάτι δεν το βλέπει.
Και το βασιλόπουλο, που είχε πέσει στα χέρια των βαρβάρων, επαρακάλεσε να γίνη Σπίθα, φωτιά του πελάγους, για να φτάση εγκαίρως, ως την ημέρα που γεννάται ο Χριστός, να φυλάξη τον όρκο του, που είχε δώσει στη Λουλούδω.
– Μερικοί λένε, πως το Άνθος του Γιαλού έγινεν ανθός, αφρός του κύματος.
Κι η Σπίθα εκείνη, η φωτιά του πελάγου που είδες, Μάνο, είναι η ψυχή του βασιλόπουλου, που έλυωσε, σβύσθηκε στα σίδερα της σκλαβιάς, και κανείς δεν την βλέπει πλέον, παρά μόνον όσοι ήταν καθαροί τον παλαιόν καιρόν, και οι ελαφροήσκιωτοι στα χρόνια μας. “
(Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ” Άνθος του Γιαλού “)