6 + 1 φωτογράφοι αναζητούν τη φωτογραφία | Ερμής Κασάπης

6 + 1 φωτογράφοι αναζητούν τη φωτογραφία | Ερμής Κασάπης

6+1 φωτογράφοι αναζητούν τη φωτογραφία

6+1 φωτογράφοι απαντούν σε 6+1 ερωτήσεις

Αφιέρωμα για την Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας από το Photologio, που έθεσε 6 + 1 ερωτήματα σε φωτογράφους

6 +1 φωτογράφοι απαντούν … 

Ερώτηση προς κ. Ερμή Κασάπη: Ο Vilém Flusser θέτει το δίλημμα: Φωτογραφικές μηχανές και φωτογράφοι.

Ποιος πιστεύετε ότι κυριαρχεί;

 

Ο Vilém  Flusser, όπως είναι γνωστό, ισχυρίζεται πως ο φωτογράφος κατά τη φωτογραφική δραστηριότητα λειτουργεί ως ενεργούμενο της φωτογραφικής συσκευής [1]. Ενώ είναι ελεύθερος να φωτογραφίσει ό,τι θέλει, εντούτοις μπορεί να φωτογραφίσει μόνο ό,τι μπορεί να φωτογραφηθεί. Και μπορεί να φωτογραφηθεί μόνο ό,τι ο προγραμματισμός της μηχανής επιτρέπει τη φωτογράφισή του. Η ίδια η φωτογραφική συσκευή, είναι μια προηγμένης τεχνολογίας συσκευή, συγκροτημένη και προγραμματισμένη ώστε να παράγει φωτογραφικές εικόνες. Ο φωτογράφος χρησιμεύει για να εισάγει δεδομένα και ρυθμίσεις στο πρόγραμμα της μηχανής ώστε αυτή να επιτύχει τον σκοπό της.

Ο προγραμματισμός της μηχανής, κατά τον Flusser, βασίζεται σε «κατηγορίες χωρο-χρονικών δεδομένων». Τα δεδομένα αυτά πληροφορούν τη μηχανή για τις συνθήκες της φωτογράφισης, και τα χρειάζεται προκειμένου να ολοκληρώσει τον σκοπό για τον οποίο έχει προγραμματιστεί. Ο φωτογράφος κάνει απλώς τη δουλειά του data entry. Απλοϊκά ειπωμένο, ο φωτογράφος δεν ξέρει (τις περισσότερες φορές, κυριολεκτικά) πώς ακριβώς γίνεται μια φωτογραφική εικόνα. Η μηχανή ξέρει και διαθέτει τη λειτουργία για να το κάνει, αρκεί να της δοθούν οι αναγκαίες πληροφορίες.

Για τους περισσότερους από εμάς αυτή η θεώρηση είναι απλώς αντιστροφή της πραγματικότητας. O ίδιος ο Flusser αντιλαμβάνεται αυτή την αντίδραση. Κατά μία έννοια την αναμένει και την επιδιώκει. Ασχέτως όμως αυτού πιστεύω, πως ακόμα και ως προβοκάτσια να τη δει κανείς, είναι ουσιωδώς λαθεμένη. Δεν παραβλέπω το γεγονός πως ο Flusser χαρακτηρίζει ως φωτογράφο κάθε χρήστη φωτογραφικής μηχανής. Το θεωρώ λογικό ως ένα βαθμό και το λαμβάνω σοβαρά υπόψιν. Πιστεύω όμως πως ακόμα και για τον αδαή στον χειρισμό μιας φωτογραφικής μηχανής, ή για αυτόν που προτιμά να έχει τις ρυθμίσεις της στο auto, o βασικός παραγωγός μιας εικόνας, δεν είναι ποτέ η μηχανή αλλά ο άνθρωπος που τη χειρίζεται. Κατά βάση θεωρώ πως δεν φωτογραφίζουμε κάτι επειδή μπορεί να φωτογραφηθεί, αλλά επειδή μας ενδιαφέρει να φωτογραφηθεί. Αν η φωτογραφική συσκευή μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό, έχει καλώς. Διαφορετικά ή αλλάζουμε μηχανή ή επεκτείνουμε τις δυνατότητές της.

Επιπλέον, οι χωροχρονικές πληροφορίες, όπως χαρακτηρίζει ο Flusser τις ρυθμίσεις μιας φωτογράφισης, σε καμιά περίπτωση δεν περιλαμβάνουν την πλέον ουσιώδη και απολύτως προσωπική επιλογή του φωτογράφου, που είναι το κάδρο. Το κάδρο δεν είναι μια μαθηματικά ή γεωμετρικά σταθμισμένη χωροχρονική επιλογή. Αντίθετα είναι άμεσα συναρτημένη με την υποκειμενικότητα του φωτογράφου –ό,τι και αν σημαίνει αυτό– και αποτελεί τη βασική πράξη που νοηματοδοτεί μια εικόνα. Δεν είναι μία πράξη αλγοριθμικής λογικής ή διαδικαστικής λειτουργίας αλλά μια πράξη αισθητικού προσδιορισμού. Σαν τέτοια, αισθητοποίεί ένα νόημα ή αποτυγχάνει ως προς αυτό. Μεταβιβάζει δηλαδή την αίσθηση που προκαλεί στον φωτογράφο μια όψη της περιβάλλουσας πραγματικότητας, και την καθιστά αισθητή και μεταβιβάσιμη στον καθένα ως εικόνα. Ως προς το κάδρο, η μηχανή δεν διαθέτει τίποτα στον προγραμματισμό της εκτός από το οφθαλμοσκόπιο. Και αυτό δεν είναι παρά μια μηχανική-εργαλειακή προέκταση του ανθρώπινου βλέμματος και μια αντικειμενοποίηση του εποπτικού του ρόλου.

Το βλέμμα, όπως εξηγεί θαυμάσια ο Μερλώ-Ποντύ[2], ασκεί εποπτεία και κινεί το σώμα όταν δεν αρκεί για το ενδιαφέρον του μόνο η δική του κίνηση, κατευθύνοντάς το προς το αντικείμενο του ενδιαφέροντός του. Και ακριβώς, είναι το μάτι του φωτογράφου αυτό που στρέφει τη μηχανή σε μια όψη της περιβάλλουσας πραγματικότητας. Και η φωτογραφική πράξη ξεκινά ακριβώς από αυτή την κίνηση. Όσο τυχαία και αν είναι η παρουσία του φωτογράφου, η φωτογράφιση μιας όψης του κόσμου είναι, έστω αντανακλαστική, εκδήλωση του ενδιαφέροντός  του προς κάτι που σχετίζεται με την ύπαρξή του. Ακριβώς γι’ αυτό η φωτογραφική μηχανή και ο όποιος προγραμματισμός της τίθενται εξαρχής στην υπηρεσία του σώματος του φωτογράφου. Και λειτουργεί ως εξελιγμένη μορφή εξωσωματικής προέκτασης αυτού του σώματος, υπό την εποπτεία του βλέμματός του. Στην παραγωγή μιας εικόνας, αυτό που κατά τον Μερλώ-Ποντύ[3] συνιστά έμπνευση και στον Καντ αισθητική ιδέα[4], θεμελιώνεται στο ενδιαφέρον που εκδηλώνεται από την εποπτεύουσα αίσθηση, δηλαδή το βλέμμα, του υποκειμένου. Όλα τα υπόλοιπα έπονται και το υπηρετούν.

Να συμπληρώσω επίσης ότι και οι υπόλοιπες ρυθμίσεις που παραμετροποιούν όντως, όπως λέει ο Flusser, χωρικές και χρονικές πληροφορίες: απόσταση, ταχύτητα κλείστρου, διάφραγμα, έκθεση, ισορροπία λευκού, εστιακή απόσταση κ.λπ., είναι στο σύνολο τους και αυτές αισθητικού τύπου. Συνιστούν δηλαδή, ορθολογική απόδοση αισθητικών ιδιοτήτων με τεχνικά μέσα. Με την έννοια αυτή είναι τεχνικές διευθετήσεις και λειτουργίες για την αναπαράσταση του ορατού κόσμου και όχι για τη συμβολική του απόδοση. Και οι λειτουργίες αυτές τίθενται στην υπηρεσία του φωτογράφου, του οποίου η αίσθηση είναι και η μόνη επιτρεπτή και επιθυμητή διαμεσολάβηση στην εικόνα του κόσμου.

Θα συμφωνήσω με τον Flusser στην αναγκαιότητα της πολιτισμικής, αισθητικής και φιλοσοφικής εν γένει συγκρότησης του φωτογράφου, καθώς ο ρόλος των φωτογραφικών εικόνων, ανεξάρτητα από τη δική τους θέληση, είναι σημαντικός στη διαμόρφωση του σύγχρονου πολιτισμού. Δυστυχώς όμως αυτό δεν θα μας απαλλάξει από το φαινόμενο της μαζικής παραγωγής οπτικού θορύβου. Ούτε αρκεί για την αλλαγή στην αντιμετώπιση των φωτογραφικών εικόνων ως μέσου παραπληροφόρησης και εσκεμμένης διαστρέβλωσης της πραγματικότητας. Κατά πρώτον επειδή η αντιμετώπιση του πλαισίου όπου ευδοκιμούν αυτές οι χρήσεις, είναι άλλης τάξης πρόβλημα. Κατά δεύτερον και όχι λιγότερο σημαντικό, επειδή οι αντιλήψεις των συνειδητοποιημένων φωτογράφων ως προς αυτό, διαφέρουν. Η φιλοσοφία δεν οδηγεί σε ταυτόσημα συμπεράσματα και συμπεριφορές. Τουναντίον είναι μέσον αμφισβήτησης και αμφιβολίας προς κάθε κατεστημένο που τείνει στο ταυτόσημο συμπερασμάτων και συμπεριφορών.

Γι’ αυτό, το να μπορούμε να αναζητούμε και να ανακαλύπτουμε τη φύση και την αλήθεια των πραγμάτων μέσα και πίσω από την όψη των φωτογραφικών εικόνων, είναι κάτι που  μπορούμε και πρέπει να κάνουμε. Αν αυτό έχει σχέση με οποιαδήποτε επανάσταση, όπως θα ήθελε ο Flusser, είναι επειδή για ένα φωτογράφο συνιστά τρόπο ζωής. Και αυτό προϋποθέτει –εκτός από το ταλέντο και την καλλιτεχνική ευαισθησία–, κριτικό πνεύμα και ενεργή συμμετοχή στο κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι.

 Ερμής Κασάπης

Φωτογράφος,

Συντάκτης στα “Φωτογραφικά τετράδια”

Photo cover: Nan Goldin
“Αυτό που καθιστά αυτή την όψη μιας πραγματικότητας φωτογραφίσημη δεν είναι ότι μπορεί να φωτογραφηθεί αλλά επειδή στην αντίληψη της φωτογράφου αποκτά ένα νόημα που με τη σειρά του ως εικόνα δεν μεταφέρεται ως “πληροφορία” αλλά ως αίσθηση την οποία και αναπαριστά” (Ερμής Κασάπης). 


[1] Vilém  Flusser, Προς μια φιλοσοφία της Φωτογραφίας, ΜαΜΣΤ-University Studio Press, 2015. Η βασική θέση στην οποία στηρίζει το έργο αυτό ο Flusser είναι η εξής: «(…) ο άνθρωπος δεν αποτελεί πια ούτε σταθερά ούτε μεταβλητή, αλλά αυτός και η συσκευή σχηματίζουν μια ενιαία λειτουργία-μονάδα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο φωτογράφος θα έπρεπε να αποκαλείται ενεργούμενο της συσκευής», σελ. 30.

[2] Maurice Merleau-Ponty, Το μάτι και το πνεύμα, Νεφέλη, 1991

[3] ό.π. σελ. 74-76

[4] Immanuel Kant, Κριτική της κριτικής δύναμης, §49.193, ΣΜΙΛΗ, 2013, σελ. 249