Τάκης Τλούπας – Ο ποιητής του Θεσσαλικού κάμπου
«Η φωτογραφία αυτοπροσδιορίζεται. Η ίδια η φωτογραφία ορίζει την τέχνη της. Εγώ αναζητώ εκείνο που υπάρχει μέσα μου και αυτή η αναζήτηση μπορεί να κρατήσει χρόνια. Πολλές φορές μπορεί να σταθώ απέναντι σε ένα αντικείμενο αλλά να μην αποφασίζω να το φωτογραφίσω, περιμένοντας εκείνη την ιδανική, για τα δικά μου μάτια στιγμή. Δεν μπορώ να πω τι είναι φωτογραφία, μπορώ να πω όμως πως με γοητεύουν οι ομίχλες όπως και οι αντικατοπτρισμοί, τα καθρεφτίσματα και οι αντανακλάσεις. Με συναρπάζουν τα παιχνίδια με το φως. Σίγουρα η φωτογραφία είναι φως, αλλά και άλλα πολλά». (Τάκης Τλούπας)
Ο Τάκης Τλούπας γεννήθηκε στη Λάρισα.
Γιος ξυλογλύπτη, μαθαίνει την τέχνη κοντά στον πατέρα του και συνεχίζει να την εξασκεί μέχρι την κατοχή.
Με αφορμή μια εκδρομή του ορειβατικού συλλόγου στον Όλυμπο έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την τέχνη της φωτογραφίας.
«Την πρώτη επαφή με τη φωτογραφία την είχα όταν διάβασα σε ένα περιοδικό, το “Θεατή”, ένα άρθρο που έλεγε: “Πώς να φωτογραφίζετε καλαίσθητα”. Εδινε διάφορες συμβουλές, πώς να κάθεσαι, τι να προσέχεις. Το 1936, ή κάπου εκεί γύρω, έγινε μια εκδρομή του Ορειβατικού… Στις εκδρομές αυτές με τον Ορειβατικό γνώρισα ανθρώπους που είχαν φωτογραφική μηχανή. Τον Ανέστη Καΐρη, ένα σοφό άνθρωπο, τον Βασίλη τον Γραμμενόπουλο… Τότε απόκτησα και την πρώτη μου μηχανή. Με 600 δραχμές αγόρασα ένα κουτί «Μποξ Ζαγκόρ», πολύ απλή μηχανή».
Μετά το 1945 αποφασίζει να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία και ανοίγει στη Λάρισα το φωτογραφείο του.
Για 50 και πλέον συνεχή χρόνια αποτυπώνει φωτογραφικά χαρακτηριστικές απόψεις της μεταπολεμικής και νεότερης Λάρισας και εικόνες από την καθημερινή ζωή, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων του Θεσσαλικού χώρου.
Με το φακό του απαθανατίζει στιγμές της ζωής, τόσο από τις μετακινήσεις των νομαδικών φυλών (Βλάχων, Σαρακατσαναίων) όσο και των ντόπιων αγροτών σε παραδοσιακές εργασίες.
Καταγράφει επαγγέλματα που έχουν χαθεί μέσα στον ιλιγγιώδη ρυθμό εκβιομηχάνισης του σύγχρονου κόσμου.
«Ένιωθα ότι θα γίνουν καταστροφές, ότι θα χαθεί ένα κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Έβλεπα σε κάποιες εκκλησίες και μοναστήρια, λεπτομέρειες αρχιτεκτονικές, τις οποίες δεν τις έβλεπαν οι ειδικοί κι έλεγα πως θα μπορούσαν να διασωθούν έστω ως εικόνες στη μνήμη των ανθρώπων. Ίσως τελικά να μην ήθελα να διασώσω μόνο την εικόνα του κτίσματος, αλλά εκείνη την αγωνία του μάστορα για το δημιούργημα του και για την πορεία του στο πέρασμα του χρόνου».
Αγαπημένα θέματά του, η ζωή του Θεσσαλικού Κάμπου και των βουνών της Πίνδου και του Ολύμπου.
Με τη βέσπα του γυρίζει όλη την Ελλάδα φωτογραφίζοντας τις πιο όμορφες γωνιές της,από τον Πηνειό και τη λίμνη Κάρλα μέχρι τη Σκόπελο και την Κρήτη.
«Το 1952 φωτογράφισα για πρώτη φορά την Κάρλα. Πήγα κι άλλες δυο φορές και τη φωτογράφισα. Τελευταία το 1962, μαζί με τον Λέτσιο, όταν πια είχε ξηρανθεί. Θυμάμαι πως μια φορά που πήγαμε με το γιατρό τον Μάκη Λαχανά, κοιμηθήκαμε μαζί με τους ψαράδες στρωματσάδα στην καλύβα. Οι ψαράδες είχαν ανάψει φωτιά για να μαγειρέψουν κι ο καπνός είχε ντουμανιάσει. Καθόμασταν χάμω με τον αγκώνα στηριγμένο στο δάπεδο, κρατώντας το κεφάλι χαμηλά μέσα στη χούφτα μας για να μη μας πνέγει ο καπνός που αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια μας… Εκανα καμιά εικοσαριά φωτογραφίες για την Κάρλα και τη ζωή των ψαράδων».
Η αγάπη του για τη φύση τον οδηγεί στον Όλυμπο όπου φωτογραφίζει ακόμη και τις πιο δύσβατες περιοχές του.
Δεινός πεζοπόρος όργωσε τις όχθες του Πηνειού και το έδαφος της Θεσσαλίας, όπου μαζί με τη φωτογραφία ασχολήθηκε και με τη συλλογή λίθινων εργαλείων και ειδωλίων νεολιθικής εποχής.
«Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές έβλεπα πράγματα που δεν έβλεπαν οι άλλοι και που ένιωθα πως θα χαθούν. (…) Έτσι γεννήθηκε μέσα μου η αγωνία της απαθανάτισης. Η συνεχιζόμενη φθορά που παρατηρούσα γύρω μου αποτέλεσε επίσης την αιτία για να φωτογραφήσω τα έργα των ανθρώπων».
«Στην Κατοχή έβγαλα μερικές φωτογραφίες κάποιους σκοτωμένους εδώ έξω στο δρόμο, αλλά τις κατέστρεψα γιατί φοβήθηκα. Ο πατέρας μου ήταν σοσιαλιστής και… Μετά την απελευθέρωση γνωρίστηκα με τον [Κώστα] Μπαλάφα που ήταν διερμηνέας στη Λάρισα. Με αυτόν κάναμε πολλές συζητήσεις για τη φωτογραφία. Μου έδειχνε τη δουλιά του, του έδειχνα και εγώ τη δικιά μου… Μετά με ανακάλυψαν οι ερασιτέχνες φωτογράφοι της Αθήνας. Είχαν νοικιάσει ένα χώρο στη Φιλελλήνων κι εκθέτανε τις φωτογραφίες τους. Πήγαινε εκεί και ο Σπύρος Μελετζής και τους έκανε διαλέξεις για τη φωτογραφία»…
Γράφει γι’ αυτόν ο φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας: «Πληθωρικό και πολύμορφο είναι το έργο του και διαπνέεται από έναν άκρατο λυρισμό που υμνεί το θεσσαλικό τοπίο και τον κόσμο του», ο δε άλλος, μεγάλος φωτογράφος της εποχής του Σπύρος Μελετζής σημειώνει πως: «Το έργο του έχει τα γνωρίσματα της άνοιξης. O Τλούπας ακόμα κι όταν θέλει ή προσπαθεί να μας δώσει κάτι διαφορετικό σε έκφραση, (πόνο, σκληρή δουλειά ή ακόμη κι ένα δυστύχημα) κι αυτό θα μας το δώσει πάλι χαρούμενα και παιχνιδιάρικα. Δηλαδή, ακόμα και σε τραγικά θέματα υπάρχει στο έργο του διάχυτος ένας τόνος αισιοδοξίας».
Σημαντική είναι η σειρά πορτρέτων του με προσωπικότητες της εποχής του αλλά και απλών αγροτών.
Ο Τάκης Τλούπας έκανε πολλές ατομικές εκθέσεις και με τα έργα του έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχουν εκδοθεί πολλά φωτογραφικά λευκώματα, λογοτεχνικά και ιστορικά βιβλία με φωτογραφίες του.
Ξεχωριστή αξία αποκτά το λεύκωμα με τίτλο « Η Ελλάδα του Τάκη Τλούπα» το οποίο περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά έργα από όλες τις ενότητες που συνθέτουν το έργο του.