Δημήτρης Κεχρής: “Η αβεβαιότητα είναι η ίδια η συνθήκη της ελευθερίας”
Ο Günther Anders, ήδη από το 1960 φοβόταν πως δεν μπορούμε να σχηματίσουμε γνώμη και εμπειρία, αφού γνωρίζουμε τον κόσμο μόνο μέσα από τις εικόνες από τις οποίες βομβαρδιζόμαστε. Ο κόσμος έρχεται σε εμάς σαν αντικείμενο για κατανάλωση.
Κατευθείαν στα βαθειά, ε! Ενδιαφέρουσα προσωπικότητα ο Anders. Αν με ρωτούσες λίγα χρόνια πριν κάτι τέτοιο, νομίζω ότι θα βιαζόμουν να χαρακτηρίσω και να κατατάξω κάτι τέτοιο ως ιδεαλιστικό φιλοσοφικά. Και μάλλον να κρατήσω αποστάσεις. Επειδή τυχαίνει μάλιστα να έχω σπουδάσει και Φυσική, μπορεί να έντυνα την απάντησή μου και με έναν επιστημονικό μανδύα σχετικά με το κατά πόσο ο κόσμος είναι γνώσιμος. Σήμερα, νιώθω ότι όντως, διατύπωσε τρομερά διορατικούς ισχυρισμούς πολλές δεκαετίες πριν. Οι αφορισμοί του σχετικά με την κυριαρχία της αναπαραγώγιμης εικόνας ενός γεγονότος σε σχέση με το ίδιο το γεγονός, καθώς και το ότι η εικόνα αυτή παίρνει τη μορφή εμπορεύματος, είναι κάτι που πρέπει να κρατήσουμε. Το facebook και το instagram τον επιβεβαιώνουν κάθε μέρα. Δεν είναι τυχαίο ότι η σκέψη του ήταν βασική επιρροή για τον Guy Debord και την Καταστασιακή Διεθνή και κατά κάποιο τρόπο εφάπτεται με το ζήτημα της προσομοίωσης που βάζει ο Baudrillard. Σπέρματα αυτής ίσως θα μπορούσαμε να βρούμε και σε πιο Pop και δημοφιλείς εκδοχές όπως στο Matrix των Wachowski, που όμως επικεντρώνεται περισσότερο στη φιλοσοφική αναζήτηση σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας. Τώρα για το αν αποκτούμε εμπειρία του κόσμου μιας και αυτός έρχεται σε εμάς μόνο μέσα από αντίγραφα, μέσα από ομοιώματα, θα έλεγα ότι καθώς τείνει να γίνει δυσδιάκριτη η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πραγματικότητα και την προσομοίωση και καθώς η προσομοίωση καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο έδαφος, τελικά μάλλον γίνεται αυτή ο κόσμος μας. Και ίσως το ερώτημα που θέτεις σε κάποια χρόνια να μην έχει νόημα καν να τεθεί. Και αυτό μου φαίνεται δυσοίωνο. Μια γεύση επ’ αυτού μάς δίνει το Black Mirror.
«Ιδού η ομορφιά, ιδού και η κατανάλωση!» λέγανε οι Καταστασιακοί και «η κουλτούρα είναι το άλλοθι του ιμπεριαλισμού» ισχυρίζεται ο αγαπημένος Godard. Αν υπάρχει η ανάγκη για κουλτούρα υπάρχει και η ανάγκη για υποκουλτούρα και για αντικουλτούρα. Πώς μπορεί να ξεπεραστεί η επίδραση των νόμων της ζήτησης πάνω σε όλα αυτά τα προϊόντα (sic), και στη φωτογραφία εννοείται;
Νομίζω ότι εντός του υπάρχοντος δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Η αφομοιωτική ικανότητα του συστήματος σε επίπεδο κουλτούρας φαίνεται ανεξάντλητη μέχρι τώρα. Κάθε έργο που μπορεί να φέρει ένα ψήγμα ριζοσπαστισμού τελικά κάποια στιγμή απονευρώνεται όσον αφορά στο πολιτικό του περιεχόμενο εκ μέρους πολιτιστικών οργανισμών/εταιρειών που αποτελούν τμήμα των ελίτ και σερβίρεται μέσα από μία αισθητικοποίηση, η οποία αφενός το καθιστά ακίνδυνο και αφετέρου συμβάλλει ώστε αυτό να τοποθετηθεί με ευκολία στην κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Από τους Sex Pistols μέχρι τον Manu Chao, από τον Jim Jarmusch μέχρι το V for Vendetta, το εναλλακτικό, το «ανατρεπτικό» και το underground «πουλάνε». Και πουλάνε όχι μόνο επειδή οι «από πάνω» είναι πανούργοι. Αλλά και επειδή υπάρχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα του πληθυσμού που αγοράζει «εναλλακτισμό». Που προτιμάει να εξαντλεί το απόθεμα της αντισυστημικότητάς του καταναλώνοντας παθητικά ένα θέαμα με περιτύλιγμα ριζοσπαστισμού, παρά συμμετέχοντας ενεργά, π.χ. σε μια διαδήλωση.
Και χαίρομαι που αναφέρεις τις δύο παραπάνω περιπτώσεις. Πέρα από το ότι και οι Καταστασιακοί και ο Godard έχουν ασκήσει βαθειά κριτική στις κυρίαρχες σχέσεις σε πολιτισμικό επίπεδο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο Guy Debord, σχετικά νωρίς, στο έργο του Για μια επαναστατική κριτική της τέχνης (1961), έστρεψε τα βέλη του, κατά κάποιον τρόπο, για τους ίδιους ακριβώς λόγους και στον ίδιο τον Godard και τους συν αυτώ (με αφορμή τη συζήτηση γύρω από την ταινία Με Κομμένη την Ανάσα). Εκεί ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ακόμα και ο Godard και το έργο του είναι κομμάτι όλων εκείνων των αισθητικών διεργασιών που υποκαθιστούν την πραγματική ζωή και την υποβιβάζουν σε θέαμα. Το πρόβλημα θα έλεγα ότι δεν βρίσκεται ακριβώς στο ότι υπάρχει ζήτηση για το underground θέαμα. Το πρόβλημα βρίσκεται μάλλον στο ότι το θέαμα ως σχέση εξουσίας έχει -όπως φαίνεται- αποκλείσει κάθε άλλου είδους ενδεχόμενο σχέσεων.
Σκέφτομαι συχνά τις φωτογραφίες που χρησιμοποιούνται σαν διαμαρτυρία για ένα σκοπό. Χρησιμοποιούν μια θέση εξουσίας που τους δίνει η Τέχνη αλλά την ίδια στιγμή είναι ενεργούμενο της εξουσίας. Πόσο επικίνδυνο μπορεί να γίνει όλο αυτό;
Νομίζω ότι αυτή η αντίληψη πως μια φωτογραφία μπορεί να αλλάξει τα κακώς κείμενα, είτε η φωτογραφία αυτή τοποθετείται σε καλλιτεχνικά είτε σε ειδησεογραφικά συμφραζόμενα, είναι υπερεκτιμημένη. Ο κόσμος αλλάζει μέσα από την πολιτική δράση. Μέσα από τη συγκρότηση και κινητοποίηση συλλογικών υποκειμένων. Όχι μέσα από ένα κλικ. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο! Ο αντίλογος σε αυτό θα μπορούσε να είναι ότι μπορεί να μην αλλάζει η φωτογραφία τον κόσμο, αλλά αποκαλύπτει εγκλήματα και αυθαιρεσίες της εξουσίας και ευαισθητοποιεί. Ακόμα και αν κάποτε ένας τέτοιος ισχυρισμός είχε κάποιο νόημα, νομίζω ότι πια μέσα σε αυτόν τον κορεσμό εικόνων με διαμελισμένα κορμιά, βιαιότητες της αστυνομίας, βομβαρδισμούς κτλ, κάθε επιπλέον τέτοια εικόνα μάλλον είναι ένα ακόμα λιθαράκι στην απάθεια. Στην ανάπτυξη ανοσίας εκ μέρους των θεατών. Στην υποκατάσταση των συμβάντων. Και τελικά στην αμνησία. Και ίσως τομή σε αυτήν την ιστορία υπήρξε ο πρώτος πόλεμος του Κόλπου το 1991, η πρώτη live μετάδοση ενός πολέμου σε εξέλιξη. Στην τηλεόραση. Ανάμεσα σε διαφημιστικά σποτ, ποδοσφαιρικούς αγώνες και σήριαλ. Ίσως, το ζήτημα αυτό εφάπτεται με τα όσα αναφέραμε και προηγουμένως. Εφόσον τα media, μέσα από τα οποία οι φωτογραφίες και γενικότερα οι εικόνες μεταδίδονται, είναι κολοσσιαίοι θεσμοί με συγκεκριμένες ιδεολογικές αναφορές, μάλλον είναι και αναπόφευκτο να είναι αυτοί οι θεσμοί εκείνοι οι οποίοι νοηματοδοτούν οτιδήποτε διαχειρίζονται. Το επικίνδυνο δεν είναι τόσο αυτό που οι οργανισμοί αυτοί κάνουν. Το επικίνδυνο νιώθω ότι είναι το να πιστεύουμε ότι μια φωτογραφία μπορεί να είναι πιο ισχυρή από όλα αυτά.
Έχουν ένα ιστορικό πλαίσιο οι εικόνες τελικά;
Ενστικτωδώς θα απαντούσα ότι έχουν. Πολλά ιστορικά πλαίσια. Κάθε εικόνα βέβαια παράγεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Και από εκεί και πέρα ταξιδεύει. Και καθώς κάθε φορά εντάσσεται σε νέα συμφραζόμενα, σε νέα ιστορικά πλαίσια, αλλάζει το νόημά της/τα νοήματά της. Και από τον πομπό της και από τον δέκτη της και από το μέσο και από ό,τι άλλο παρεμβάλλεται στην επικοινωνία. Και ειδικότερα όσον αφορά στη φωτογραφία, αυτό καθίσταται εφικτό επειδή, παρόλο που η φωτογραφία έχει ως πρώτη ύλη ένα μέρος του πραγματικού κόσμου, ταυτόχρονα η ίδια η δημιουργία της συνίσταται στην αφαίρεση από το φωτογραφιζόμενο αντικείμενο όλων του των ιδιοτήτων: του βάρους, της υφής, της μυρωδιάς, των διαστάσεων κτλ. Πρόκειται δηλαδή για μια άρνηση του πραγματικού. Μια ρήξη με αυτό.
Πηγαίνοντας έτσι πιο πέρα, θα έλεγα ότι καθώς τις τελευταίες δεκαετίες η τεχνική εικόνα μέσα από τα κανάλια/δίκτυα κυκλοφορίας της φαίνεται να κυριαρχεί σε σχέση με την ίδια πραγματικότητα, ίσως χρειάζεται να αναρωτηθούμε ακόμα και για το ίδιο το βέλος της αιτιότητας ανάμεσα στο ιστορικό πλαίσιο και τη φωτογραφία. Ίσως να έχουμε περάσει πλέον σε μια εποχή όπου υπάρχει προήγηση των εικόνων του κόσμου σε σχέση με τον κόσμο. Σαν όλα τα πιθανά ενδεχόμενα να είναι απλώς μέρη ενός υπερσυνόλου εικόνων, οι οποίες εκ των προτέρων υποδεικνύουν πώς γίνονται τα πράγματα. Και άρα, σαν αυτό που λέμε ιστορικό πλαίσιο να έχει εκπέσει σε ένα υποσύνολο του σύμπαντος των εικόνων.
Και τότε ρωτάω, πιστεύεις ότι στην Τέχνη, τα πάντα μπορούν να χρησιμοποιηθούν πάνω σε ό,τι ήδη υπάρχει, για να εκτραπεί η σκέψη προς τα εκεί που θέλουμε, σε μια μεταστροφή κάνοντας τη ζωή κάτι σαν το ιδανικό, ένα συνεχές καλλιτέχνημα; Προσωπικά πιστεύω ότι ναι, όταν η φωτογραφία φύγει από τα χέρια του δημιουργού της αποκτά δική της υπόσταση. Και όντως, το φωτογραφικό μέσο θεωρώ πως από την φύση του, καταργεί την κυριότητα.
Νομίζω ότι σήμερα πια, οι δυνατότητες που απελευθέρωσε η ψηφιακή τεχνολογία –προάγγελος των οποίων υπήρξε η φωτογραφία ακόμα και στην αναλογική της εκδοχή- είναι πρακτικά αδύνατον να χαλιναγωγηθούν και να περιχαρακωθούν σε αυστηρά ιδιοκτησιακά πλαίσια. Γράφει ο σύγχρονός μας ποιητής Kenneth Goldsmith, δημιουργός του αρχείου UbuWeb: «Αν δεν κάνεις τέχνη με την πρόθεση να καταστεί αντικείμενο αντιγραφής, δεν κάνεις τέχνη για τον 21ο αιώνα». Επισημαίνοντας έτσι, ότι με τα σημερινά μέσα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή έργων τέχνης, με τον τρόπο που παράγεται η τέχνη στη μετανεωτερικότητα, όχι μόνο είναι σχεδόν αυτονόητο ότι τείνουμε προς την εξάλειψη του authorship, αλλά και ότι αυτό είναι ίσως και κάτι που επιβάλλεται πια ένας καλλιτέχνης να έχει ως πρόθεσή του. Το να πάψει δηλαδή, να θεωρεί το έργο του (και τον εαυτό του) μοναδικό και ανεπανάληπτο, με μια σταθερή και ακλόνητη θέση στην ιστορία της τέχνης. Στο ερώτημα που βάζεις λοιπόν, για το αν μπορούμε να μετέλθουμε στρατηγικές οικειοποίησης για να πούμε αυτό που θέλουμε, μπορώ απλώς να πω ότι αυτό συμβαίνει ήδη εδώ και δεκαετίες. Και μάλλον αναπόφευκτα. Και για όλους/ες μας κορυφαίο παράδειγμα της σημασίας τέτοιων χειρονομιών αποτελεί η δουλειά της Sherrie Levine “After Walker Evans” (1981), στην οποία η καλλιτέχνις αναπαρήγαγε πιστά και εξέθεσε τις ίδιες της φωτογραφίες του Evans από την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης, φωτογραφημένες από την ίδια, επιτιθέμενη έτσι σε κάθε αυταπάτη περί αυθεντικότητας, μοναδικότητας και αίγλης. Ιδιότητες με τις οποίες είχε αρχίσει να περιβάλλεται ακόμα και η φωτογραφία η οποία εκ φύσεως δεν έχει τέτοια χαρακτηριστικά.
Τώρα, για το αν η ζωή μπορεί να γίνει, όπως λες, καλλιτέχνημα… θα έλεγα ότι καθώς οι τεχνικές εικόνες κυριαρχούν και πολλαπλασιάζονται ξέφρενα, καθώς ο πραγματικός κόσμος εικονοθετείται ολόκληρος και καθώς τα μέχρι πρότινος γνωστά συμβολικά σύμφωνα έχουν διαρραγεί, ίσως το ερώτημα είναι το αν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την ίδια τη ζωή μέσα σε αυτό το σύμπαν της εικονοποιητικής αισθητικοποίησης των πάντων.
Πιστεύεις ότι μια φωτογραφία (όχι γενικά μια εικόνα) είναι μια ματιά ή μήπως είναι ένα σήμα;
Κάθε φωτογραφία είναι μία από τις πιθανές «ματιές» πρωτίστως της μηχανής. «Ματιές» που απορρέουν ως ενδεχόμενα σε σχέση με το πώς είναι κατασκευασμένη ή προγραμματισμένη η μηχανή. Η εμπλοκή του φωτογράφου στην παραγωγή φωτογραφιών που είναι πιθανές να υπάρξουν δίνει ματιές που αποτελούν μια συνέργεια του ανθρώπου και της μηχανής. Το ποιος έχει το πάνω χέρι σε αυτήν τη σχέση, το ποιανού «βλέμμα» τελικά είναι αυτό που προκύπτει, είναι ένα ζήτημα που μπαίνει στα χωράφια της φιλοσοφίας.
Κάθε φωτογραφία επίσης, είναι ένα πλέγμα σημείων. Με το καταδηλούμενο και το συνδηλούμενο να περιπλέκονται εντός των σημείων αυτών. Η λέξη «σήμα» όμως που αναφέρεις έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά στο ότι εδώ και αρκετά χρόνια πλέον στην παραγωγή τεχνικών εικόνων με διάφορους τρόπους εμπλέκεται η πληροφορική. Κάθε κλικ αποτελεί πραγματοποίηση κάποιου από τα κωδικοποιούμενα ως binary signals ενδεχόμενα. Έτσι, αν θα θέλαμε να μελετήσουμε το χαρακτήρα των σημερινών τεχνικών εικόνων δεν θα μας αρκούσε η Σημειωτική Ανάλυση, αλλά θα έμπαινε στο παιχνίδι και η επιστήμη των υπολογιστών.
“Si vitam puriter egi” δηλαδή περίπου “άν είχα μια ενάρετη ζωή” έλεγε ο ρωμαίος ποιητής Κάτουλλος. Πιστεύεις ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να ζει όπως θέλει; Πρέπει όλοι να ζούμε όπως θέλουμε;
Δεν υπάρχει συνταγή. Υπάρχουν καλλιτέχνες που ζουν συνετά και μετρημένα και άλλοι εξίσου σπουδαίοι που ζουν στα άκρα. Ή και ο ίδιος καλλιτέχνης μπορεί σε διάφορες φάσεις της ζωής του να ζει διαφορετικά. Νομίζω ότι δεν θα ήθελα να προβώ σε κάποια κατηγορική προσταγή για το πώς πρέπει να ζει ένας καλλιτέχνης. Πόσο μάλλον για το πώς πρέπει να ζουν οι άνθρωποι γενικώς…
Στις δικές σου φωτογραφίες ο κόσμος υπάρχει για λίγο, νομίζω κυρίως μέσα από υπαινιγμούς και αμφιβολίες. Η αβεβαιότητά του είναι το ερώτημά σου ή χαρά σου; Εγώ γνωρίζω τη δική μου απάντηση σε αυτό.
Ναι, με ενδιαφέρουν όντως αυτές οι διαστάσεις που αναφέρεις.
Οι φωτογραφίες γενικώς είναι γεμάτες από μετέωρα σημαίνοντα. Και για αυτό άλλωστε είναι εφικτό το ότι κάθε φορά μπορούμε και τις συνδέουμε με διάφορα σημαινόμενα. Συχνά βέβαια, πολλά από αυτά τα σημαίνοντα διαφεύγουν της προσπάθειάς μας να τα καθηλώσουμε σε ένα οριστικό ή έστω σε ένα προσωρινό νόημα.
Αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τη φωτογραφία, αλλά με κάθε κοινωνική κατασκευή, με καθετί που πασχίζει να δομηθεί και που για αυτό επιστρατεύει ποικίλα συμβολικά πλαίσια. Το γεγονός μάλιστα, ότι πάντα σε κάθε δομή υπάρχουν καταστάσεις, έννοιες, όνειρα κτλ. που δεν είναι εφικτό να παρασταθούν και γι’ αυτό εξαρθρώνουν τη δομή, αποτελεί την ευτυχή εκείνη ανωμαλία που αποτελεί την αφετηρία ανάπτυξης κάθε μύθου. Και ο μύθος αυτός μπορεί να είναι πολιτικού, καλλιτεχνικού, φιλοσοφικού κτλ χαρακτήρα.
Αυτά ακριβώς με απασχολούν σε μια δουλειά μου που είναι σε εξέλιξη αυτόν τον καιρό με τίτλο “La insurrección es un…”, που έχει ως θέμα την εξέγερση, ως ένα Συμβάν μη αναπαραστάσιμο με τους υπάρχοντες κώδικες, με τα υπάρχοντα σημεία. Ως ένα Συμβάν που εμφανίζεται στις ρωγμές του υπάρχοντος, ένα Συμβάν που αποτελεί την επιτομή της πολιτικής και ξεδιπλώνεται καθώς «αποζητά» νέες μυθικές επιφάνειες εγγραφής. Και άρα, για να σχολιάσω πιο συγκεκριμένα τα όσα αναφέρεις στην ερώτησή σου, όντως οι φωτογραφίες που αποτελούν τη σειρά αυτή είναι ανάμεσα στις φωτογραφίες μου που θα έλεγα ότι χαρακτηρίζονται από υπαινιγμούς και αμφιβολίες. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, καθώς επιχειρώ μετωνυμικά να αναφερθώ σε κάτι που δεν είναι ακριβώς παρόν. Αλλά ούτε και εντελώς απόν. Γράφει ο Ernesto Laclau στο έργο του «Για την Επανάσταση της Εποχής μας»: «Ο μύθος αναδύεται ως μεταφορά ενός πεδίου που κυριαρχείται από τη διαλεκτική παρουσίας/απουσίας». Μάλλον προσπαθώ και εγώ να μιλήσω για έναν μύθο του οποίου τα σημεία αντιπροσωπεύουν κάτι διαφορετικό από τον εαυτό τους.
Αυτή η αβεβαιότητα του κόσμου των φωτογραφιών μου την οποία σχολιάζεις λοιπόν, είναι ίσως απόρροια της αβεβαιότητας που χαρακτηρίζει τις διαδικασίες στις οποίες προσπαθώ να αναφερθώ. Και ναι, η αβεβαιότητα γενικότερα, ως καταστατική προϋπόθεση μιας πλειάδας πιθανών ενδεχομένων, είναι σίγουρα ένα διαρκές ερώτημα. Η αβεβαιότητα αυτή είναι και χαρά, εφόσον είναι η ίδια η συνθήκη της ελευθερίας.
Στη φωτογραφική σου ενότητα “In Girum Imus Nocte”, νιώθω πως όλα καταστρέφονται και όλα ανασυντίθενται πάλι για μια ακόμα φορά. Πρέπει να καταστρέφεται κάποιος συνέχεια για να γλιτώσει από την αλλοτρίωση;
Πρόκειται για μια σειρά φωτογραφιών που έχουν ως κεντρικό στοιχείο σκοτεινές όψεις ενστίκτων ή φαντασιώσεων. Η ορμή της καταστροφής, καθώς και οι πτυχές εκείνες που σχετίζονται με τη σύντηξη της ορμής του θανάτου με τον έρωτα είναι κάτι που με απασχολεί βαθειά. Οι μορφές που μπορεί να παίρνουν ασυνείδητα οι ενοχές ή τα αντικείμενα προβολής.
Καθώς τώρα κάποιος, λόγω διαφόρων αιτίων (που μπορεί να προσεγγιστούν ψυχαναλυτικά, πολιτικά, κοινωνιολογικά κτλ), απωθεί, καταστέλλει, διαστρέφει τις ενορμήσεις του, απομακρύνεται από ένα κομμάτι του εαυτού. Οπότε με έναν τρόπο η ίδια η αλλοτρίωση είναι καταστροφή.
Αλήθεια τι συμβαίνει σε μια φωτογραφία όταν αυτή μπαίνει σε μια έκθεση, ακόμα και σε ένα μουσείο;
Αυτομάτως υπόκειται σε έναν νέο κώδικα ανάγνωσης, κριτικής και ερμηνείας. Εφόσον θεσμοί, όπως τα μουσεία, κατά κάποιο τρόπο «αποφασίζουν» τι είναι τέχνη και τι όχι, μια φωτογραφία στον τοίχο ενός μουσείου διαβάζεται μάλλον αναπόφευκτα ως έργο τέχνης. Ακόμα και αν η φωτογραφία μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε έναν άλλο ρόλο π.χ. ειδησεογραφικό-ενημερωτικό, διαφημιστικό ή ακόμα και αν ήταν μέρος ενός ιδιωτικού οικογενειακού άλμπουμ. Ακόμα και αν ο φωτογράφος τη στιγμή της λήψης δεν είχε πρόθεση να παραγάγει καλλιτεχνικό έργο. Και κρίσιμο ιστορικά ρόλο σε αυτό έπαιξε ο John Szarkowski και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Βέβαια, χέρι-χέρι μαζί με αυτήν την επαναπλαισίωση και επανανοηματοδότηση έρχεται και κάτι ακόμα: η επένδυση της φωτογραφίας με εκείνη την περίφημη «αύρα» του έργου τέχνης, κάτι που ο Benjamin είχε από νωρίς αντιληφθεί ότι η ίδια η φύση της φωτογραφίας και της αναπαραγωγιμότητάς της κλονίζει. Και καθώς επανέρχεται από την πίσω πόρτα η «αύρα», μπαίνει στο παιχνίδι και το χρηματιστήριο των εικόνων…
Μίλησέ μας, αν θέλεις, για τη δουλειά σου στο MedPhoto Festival.
Το MedPhoto Festival είναι ένα συλλογικό εγχείρημα, μια συνάντηση φωτογράφων, επιμελητών, θεωρητικών, σχεδιαστών, συγγραφέων και ερευνητών από διαφορετικά πεδία που φιλοδοξεί να προωθήσει έναν ριζοσπαστικό κοινωνικό διάλογο. Ένα πείραμα που επιχειρεί να σταθεί κριτικά στον τρόπο με τον οποίο ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης φωτογραφίας αισθητικοποιεί τον κυρίαρχο λόγο.
Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά του Φεστιβάλ, η συλλογικότητα, ο πειραματισμός, η πολιτική χροιά του είναι εκείνα πάνω στα οποία δουλεύω και εγώ ο ίδιος μέσα από την διοργάνωση οποιασδήποτε δράσης του MedPhoto. Η επιμέλεια εκθέσεων στην οποία συμμετέχω είναι κάτι που γίνεται συλλογικά. Το περιεχόμενο των κειμένων στη συγγραφή των οποίων συμμετέχω διαπνέονται από το στοιχείο της πολιτικής παρέμβασης. Πρωτοποριακές πρωτοβουλίες του Φεστιβάλ τις οποίες συνεπιμελούμαι όπως η Νομαδική Βιβλιοθήκη (η πρώτη περιπλανώμενη συλλογή φωτογραφικών βιβλίων στην Ελλάδα) χαρακτηρίζονται από μία τόλμη και μία διάθεση εξερεύνησης των δυνατοτήτων μας.
Η ζωή είναι ένα όνειρο; Οι εικόνες είναι όνειρο; Η ζωή είναι εικόνες; Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι οι λέξεις μπορούν να δουλέψουν για μας σίγουρα. Άραγε μπορούν να κάνουν το ίδιο και οι εικόνες, κάπως έτσι;
Μάλλον και τις λέξεις και τις εικόνες προσπαθούμε να τις τιθασεύσουμε διαρκώς. Και όταν προσπαθούμε να τις βάλουμε να δουλέψουν για μας, μπορεί να δουλεύουν τελικά και εναντίον μας. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς εννοείς, αλλά νομίζω ότι θα απαντήσω με ένα βίντεο από μια δουλειά που έχω κάνει και λέγεται “Performing Life”.
Performing Life from Dimitris Kechris on Vimeo.
Θα ήθελες να μου περιγράψεις τι σημαίνει για σένα η γιορτή;
Απενοχοποιημένη απελευθέρωση των ορμών.
Συλλογική χαρά.
Διεύρυνση της αντίληψης.
Επικούρεια αταραξία.
Σε ευχαριστώ.