
Τζίνα Μαραγκουδάκη: “Η ένταση είναι βασικό ζητούμενο τόσο στη φωτογραφία, όσο και σε κάθε τέχνη”
Η κουβέντα αυτή έγινε λίγες μέρες πριν από τα εγκαίνια της έκθεσης «Το φύλο μου, ο εαυτός μου» στο Φωτογραφικό Κέντρο Θεσσαλονίκης (31.3.2017 – 19.4.2017), με την συμμετοχή της Τζίνας Μαραγκουδάκη. Την ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την τιμή της πρώτης παρουσίασης της παραπάνω (κεντρικής) φωτογραφίας, που περιελήφθη στην έκθεση, στο Photologio.gr.
Με αφορμή αυτή την έκθεση, λοιπόν, αναρωτήθηκα: έχει φύλο η φωτογραφία; Όχι – προφανώς – ως θέμα, αλλά ως σύνθεση, φόρμα και ματιά.
Θα έλεγα πως όχι. Η καλή φωτογραφία δεν εχει φύλο. Όπως δεν έχει φύλο η καλή λογοτεχνία, η καλή μουσική ή η καλή ποίηση. Αν ένα έργο, από οποιαδήποτε τέχνη, μπορεί πρωτίστως να χαρακτηριστεί αντρικό ή γυναικείο, δηλαδή αφορά και συγκινεί μόνο το αντρικό ή το γυναικείο κοινό αντίστοιχα, τότε αυτόματα συμπεραίνεται ότι το έργο αυτό είναι περιορισμένο, άρα και αδύναμο.

Είσαι μουσικός και φωτογράφος. Πώς λειτουργεί η σύμπτωση αυτών των ιδιοτήτων στην καλλιτεχνική έκφραση;
Θεωρώ ότι η μουσική είναι η ύψιστη μορφή τέχνης. Μια παγκόσμια γλώσσα με άμεση επίδραση στον άνθρωπο, ικανή να δημιουργήσει έντονη και βαθιά συγκίνηση περισσότερο από κάθε άλλη. Νιώθω όμως φωτογράφος και όχι μουσικός, εφόσον δεν έχω ασχοληθεί δημιουργικά με τη μουσική. Τα μόνα μουσικά γραπτά μου είναι οι φούγκες που χρειάστηκαν για να πάρω το πτυχίο. Από τη μουσική όμως διδάχτηκα, εκτός άλλων, έννοιες όπως μέτρο, ισορροπία, αρμονία, ρυθμός, αντίστιξη, που θεωρώ στοιχεία σημαντικά για κάθε μορφή τέχνης.
Tι κυρίως καθόρισε την εξέλιξή σου στη φωτογραφία; Ήταν το προσωπικό σου πάθος, οι διδαχές των δασκάλων σου ή η απήχηση της δουλειάς σου και η αλληλεπίδραση με το κοινό;
Δύκολο να απαντήσω με βεβαιότητα. Θα σου πω μόνο ότι από τότε που ξεκίνησα, το 2010, δεν έχουν περάσει πολλά 24ωρα που να μην με απασχόλησε η φωτογραφία με κάποιο τρόπο, θεωρητικό ή πρακτικό. Επίσης το ότι δεν αρκέστηκα σε ένα 8μηνο σεμινάριο, αλλά συνεχίζω ακόμα να παίρνω μαθήματα, ίσως έπαιξε και αυτό τον ρόλο του. Προσπαθώ να μένω απαθής στα θέματα αποδοχής ή μη του κοινού και ούτε ποτέ το χρησιμοποίησα ως κριτή για την ποιότητα της δουλειάς μου. Άλλωστε η μεγάλη αποδοχή δημιουργεί μιαν ασφάλεια, έναν εφησυχασμό, ακόμα και αυτοθαυμασμό και δρα ανασταλτικά στην εξέλιξη του φωτογράφου.
Η δουλειά σου περιλαμβάνει υπέροχα δείγματα στριτ φωτογραφίας, αλλά και πιο «εσωτερικές», ατμοσφαιρικές λήψεις. Πού συναντάς πιο συχνά την έμπνευση;
Ειλικρινά, δεν εχω προβληματιστεί ποτέ για αυτό. Εσωτερικός ή εξωτερικός χώρος, λήψεις με «εσωτερικότητα» ή «εξωστρεφείς» λήψεις δεν με έχουν απασχολήσει ποτέ. Όλα τα βλέπω το ίδιο και με τον ίδιο τρόπο φωτογραφίζω πάντα. Το μόνο που μπορώ να πω σχετικά είναι ότι ενεργοποιούμαι συνήθως από το φως και το χρώμα και λιγότερο από το θέμα το ίδιο. Είτε είμαι μέσα, είτε έξω.
Οι φωτογραφίες σου υπηρετούν έναν ποιητικό ρεαλισμό, αλλά κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να ενοχλήσουν τον θεατή (όπως το κοριτσάκι με το υγρό βλέμμα και τη σοκολάτα στα χείλη…). Την αποδέχεσαι, την επιδιώκεις ίσως κιόλας αυτή την πρόκληση, ως αφορμή για αφύπνιση και επαναπροσδιορισμό των κριτηρίων της ομορφιάς;
Προσωπικά δεν βρίσκω καμία πρόκληση στην συγκεκριμένη φωτογραφία, αλλά ούτε και στο σύνολο της δουλειάς μου, οπότε ξεκάθαρα δεν την επιδιώκω. Αυτό που με ενδιαφέρει και συχνά το ψάχνω είναι η συνομιλία κάποιων αντιθετικών στοιχείων. Ένα «ακανθώδες», «αιχμηρό» ή σκληρό στοιχείο, όταν βρεθεί δίπλα σε ένα ήπιο και γλυκό μπορεί να δημιουργήσει αντιθέσεις που, με τη σειρά τους, πιθανόν να δημιουργήσουν εντάσεις. Η ένταση, ναι, είναι βασικό ζητούμενο τόσο στη φωτογραφία όσο και σε κάθε τέχνη και φυσικά την επιδιώκω.

Η τεχνολογική εξέλιξη επιτρέπει – όσο και επιβάλλει – νέους τρόπους προσέγγισης και παρουσίασης της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Πώς ήταν για σένα, ως δημιουργό, η εμπειρία της έκθεσής σου στην ψηφιακή γκαλερί Αριάδνη, την άνοιξη του 2015, και πώς βίωσες την επίδρασή της στο θεατή, συγκριτικά με παραδοσιακές «ενσώματες» εκθέσεις;
Ήμουν πολύ ενθουσιασμένη, μιας και ήταν η πρώτη μου ατομική έκθεση και ευχαριστώ πολύ τον Κωστή Αντωνιάδη για την εμπειρία. Μια ψηφιακή γκαλερύ εχει πλεονεκτήματα, όπως η ελαχιστοποίηση του κόστους (δεν υπάρχουν κάδρα και τυπώματα) και είναι προσβάσιμη από το διεθνές κοινό, όχι μόνο για 10-20 μέρες, αλλά για όσο λειτουργεί η πλατφόρμα. Από την άλλη όμως, το να μπορείς να συνομιλήσεις και να συνευρεθείς ως φυσική παρουσία σε φυσικό χώρο, πίνοντας ένα ποτήρι κρασί είναι αναντικατάστατο.
Εργάζεσαι πια ως επαγγελματίας φωτογράφος. Τέμνονται η καλλιτεχνική έκφραση και ο επαγγελματισμός ή κάθε κύκλος χαράσσεται τελείως ανεξάρτητα; Και τελικά το επάγγελμα κλέβει κάτι από τον ενθουσιασμό του φωτογράφου;
Δεν έχω νιώσει να στερεύει ο ενθουσιασμός μου, αλλά έχω νιώσει σίγουρα να μειώνεται η ενέργειά μου. Πολλές φορές είναι αρκετά κουραστικό. Σωματικά και εγκεφαλικά. Το είδος της φωτογραφίας που με απασχολεί επαγγελματικά αφήνει κάποια, μικρά έστω, περιθώρια καλλιτεχνικής έκφρασης και καμία φορά ξεκλέβω κάποιες εικόνες, όπως η σημερινή φωτογραφία.
Το profile της Τζίνας στο Instagram https://www.instagram.com/mar_gina
Η συνέντευξη δόθηκε στις 08/03/2017