Η φωτογραφία του νεογέννητου, το δικαστήριο του Στρασβούργου και το δικαίωμα «επί της ιδίας εικόνας»
Γράφει ο Παναγιώτης Γ. Βογιατζής, Δ.Ν., Referendaire στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
Το άρθρο αναλύει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) Reklos et Davourlis c. Grece (προσφυγή Νο 1234/2005, απόφαση 15.1.2009), η οποία αφορά τη φωτογράφιση νεογέννητου χωρίς τη συναίνεση των γονέων του. Αναζητείται η νομολογιακή συμβολή της Reklos ως προς τη διάπλαση από το ΕΔΔΑ του δικαιώματος «επί της ιδίας εικόνας». Υποστηρίζεται ότι η Reklos δεν θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί ως η εξέλιξη της υφιστάμενης νομολογίας που αφορά τη δημοσίευση φωτογραφιών μη δημοσίων προσώπων αλλά ως η εφαρμογή των νομολογιακών αρχών σχετικά με τη διαχείριση προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο του δικαιώματος επί της ιδίας εικόνας.
Ι. Εισαγωγή
Στη Reklos et Davourlis c. Grece, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι η φωτογράφιση νεογέννητου σε μαιευτική κλινική χωρίς την άδεια των γονέων του παραβίασε το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), διάταξης που προστατεύει, μεταξύ άλλων, την ιδιωτική ζωή. Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή αφορά ένα δευτερεύον ζήτημα ατομικών δικαιωμάτων. Για πολλούς δε ίσως να αποτελεί ακόμη και έκπληξη το γεγονός ότι τέθηκε θέμα παραβίασης ατομικών δικαιωμάτων. Για τον μέσο άνθρωπο, η φωτογράφιση του νεογέννητου παιδιού στον χώρο της κλινικής από επαγγελματία φωτογράφο και στη συνέχεια η επίδειξη των φωτογραφιών στους ευτυχείς γονείς αποτελεί, κατά κανόνα, πηγή χαράς και δεν γεννά προβληματισμό ως προς την έκταση του δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας του νεογέννητου. Αλλά και αυτοί που ενδεχομένως διακρίνουν κάποιο ζήτημα ίσως διερωτηθούν: «ποια μπορεί να είναι η προσβολή στην προσωπικότητα του νεογέννητου από τη στιγμή που η φωτογραφία αφενός δεν είχε ως σκοπό τη δημοσίευση αλλά την πώλησή της στους γονείς, αφετέρου δεν περιείχε κάποιο αμφιλεγόμενο ή προσβλητικό στοιχείο;».
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό αναδεικνύει και το ιδιαίτερο νομολογιακό ενδιαφέρον της Reklos, καθώς το ΕΔΔΑ κλήθηκε για πρώτη αφορά να αποφανθεί εάν η προστασία της ιδίας εικόνας περιλαμβάνει και τις περιπτώσεις που δεν υφίσταται δημοσίευσή της. Αντιμετωπίζοντας το ερώτημα αυτό, το ΕΔΔΑ προέβη σε ορισμένες ενδιαφέρουσες σκέψεις, ιδιαιτέρως σχετικά με το ζήτημα της προηγούμενης συναίνεσης του ατόμου που αποτελεί το αντικείμενο της φωτογράφισης. Αφού παρατεθούν κατ΄αρχάς, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και η κρίση του δικαστηρίου του Στρασβούργου, θα παρουσιασθεί ο τρόπος με τον οποίον το ίδιο έχει μέχρι σήμερα αντιμετωπίσει το ζήτημα της προστασίας της εικόνας ως έκφανση του δικαιώματος στον ιδιωτικό βίο, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Στο πλαίσιο αυτό, θα παρατεθεί, πολύ περιληπτικά, και η ευρύτερη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τη δημοσίευση φωτογραφιών. Τέλος, θα αναζητηθεί η νομολογιακή συμβολή της Reklos και η απάντηση στο ερώτημα εάν η σχολιαζόμενη απόφαση επεκτείνει όντως τη νομολογία σχετικά με την εικόνα του ατόμου και στα στάδια πριν από τη δημοσίευσή της ή εάν, στην πράξη, μέσω αυτής της απόφασης, η προστασία των προσωπικών δεδομένων συναντά το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας.
ΙΙ. Τα πραγματικά περιστατικά
Ο υιός των προσφευγόντων γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1997 σε ιδιωτική κλινική. Αμέσως μετά τη γέννησή του τοποθετήθηκε σε αποστειρωμένη αίθουσα και βρισκόταν υπό τη συνεχή επίβλεψη του ιατρικού προσωπικού. Την επόμενη μέρα, επαγγελματίας φωτογράφος, ο οποίος συνεργαζόταν με την κλινική, επέδειξε στη δεύτερη προσφεύγουσα δύο φωτογραφίες του υιού της, οι οποίες είχαν ληφθεί από τον ίδιο μέσα στον αποστειρωμένο θάλαμο. Οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν στη διεύθυνση της κλινικής, καθώς δεν είχαν χορηγήσει τη συναίνεσή τους στον φωτογράφο, ενώ απαίτησαν από τον τελευταίο να τους παραδώσει τα αρνητικά των φωτογραφιών. Λόγω της αδιαφορίας που επέδειξε η διεύθυνση της κλινικής στο αίτημά τους, οι προσφεύγοντες άσκησαν αγωγή αποζημίωσης κατά της κλινικής και του φωτογράφου, βάσει των άρθρων 57, 59 και 932 του Αστικού Κώδικα ως έχοντες τη γονική μέριμνα του υιού τους, για προσβολή της προσωπικότητάς του. Τα ελληνικά δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή τους. Συγκεκριμένα, το Εφετείο Αθηνών δέχθηκε ότι, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η διανοητική ωριμότητα του νεογέννητου δεν του επέτρεπε να αντιληφθεί την επικαλούμενη προσβολή της προσωπικότητάς του και τον κλονισμό του εσωτερικού του κόσμου. Οι προσφεύγοντες στην αναίρεσή τους υποστήριξαν ότι το κριτήριο που εφαρμόσθηκε από το Εφετείο ως βάση απόρριψης της αγωγής τους αντιστρατευόταν τις αρχές της αξιοπρέπειας και της προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση ως αόριστη, υπογραμμίζοντας ότι οι αναιρεσείοντες είχαν παραλείψει να συμπεριλάβουν στο δικόγραφό τους τα πραγματικά περιστατικά στα οποία το Εφετείο είχε βασισθεί προκειμένου να απορρίψει την έφεσή τους (ΑΠ 990/2004).
ΙΙΙ. Η κρίση του ΕΔΔΑ
Οι προσφεύγοντες απευθύνθηκαν στο ΕΔΔΑ παραπονούμενοι για ελλιπή προστασία των δικαιωμάτων του υιού τους από τα ελληνικά δικαστήρια. Επικαλέσθηκαν, πρώτον, παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 της Σύμβασης και, συγκεκριμένα, του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο λόγω της απόρριψης ως αόριστης της αναίρεσής τους. Δεύτερον, και σπουδαιότερο, προέβαλαν ότι η απόρριψη της αγωγής από τα ελληνικά δικαστήρια προσέβαλε το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής του τέκνου τους. Πιο συγκεκριμένα, το βασικό επιχείρημα των προσφευγόντων ήταν ότι το εφαρμοσθέν κριτήριο από το Εφετείο Αθηνών, ότι δηλαδή το υποκείμενο της παραβίασης του δικαιώματος επί της εικόνας του θα πρέπει να έχει αντίληψη της επικαλούμενης προσβολής, ήταν αντίθετο προς το άρθρο 8 της Σύμβασης.
Σε ό,τι αφορά το άρθρο 6 παρ. 1, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η απόρριψη της αναίρεσης ως αόριστης, λόγω της παράλειψης παράθεσης των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, όπως είχαν γίνει δεκτά από το Εφετείο, αποτέλεσε «άκρατο φορμαλισμό», ο οποίος έπληξε το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Ο δικαστής του Στρασβούργου υπογράμμισε ότι, εν προκειμένω, ο μοναδικός λόγος αναίρεσης αμφισβήτησε τη νομιμότητα της ερμηνείας από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο των εφαρμοσθέντος δικαίου. Άρα, η παράθεση και των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, όπως τα είχε δεχθεί το Εφετείο, δεν ήταν sine qua non προϋπόθεση έτσι ώστε ο ανώτατος δικαστής να ασκήσει τον αναιρετικό του έλεγχο. Επίσης, το ΕΔΔΑ τόνισε ότι το κρίσιμο πραγματικό περιστατικό ήταν ένα απλό στοιχείο, δηλαδή η ηλικία του τέκνου των προσφευγόντων κατά τη λήψη των φωτογραφιών. Το στοιχείο όμως αυτό απέρρεε από τις κρίσεις του Εφετείου, που είχαν συμπεριληφθεί στο αναιρετήριο. Τέλος, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η απόφαση του Εφετείου συμπεριλαμβανόταν στον φάκελλο της αναίρεσης. Συνεπώς, ο ανώτατος δικαστής δεν είχε να κάνει τίποτε περισσότερο από το να ανατρέξει στην εφετειακή απόφαση και να επιβεβαιώσει την ακρίβεια του στοιχείου της ηλικίας που ήδη συμπεριλαμβανόταν στο αναιρετήριο.
Δεν θα εμβαθύνουμε περισσότερο, στο πλαίσιο της παρούσας ανάλυσης, σχετικά με το ζήτημα της πρόσβασης στο αναιρετικό δικαστήριο, όπως αυτό προκύπτει από τη σχολιαζόμενη απόφαση, καθώς το ενδιαφέρον μας εστιάζεται κατ΄εξοχήν στις κρίσεις του ΕΔΔΑ ως προς το δικαίωμα προστασίας της ιδίας εικόνας. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να επισημάνουμε ότι η διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 6 παρ. 1 στη Reklos προστίθεται στην ήδη μακρά σειρά των πρόσφατων «ελληνικών» αποφάσεων, όπου η απόρριψη της αναίρεσης ως αόριστης έχει, εν συνεχεία, οδηγήσει τον δικαστή του Στρασβούργου σε αναγνώριση παραβίασης του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο. Ο διαρκώς αυξανόμενος αριθμός αυτού του είδους των αποφάσεων αναδεικνύει πλέον την ύπαρξη νομολογιακής πρακτικής του Αρείου Πάγου ως προς την κρίση των προϋποθέσεων του παραδεκτού, η οποία προσκρούει ευθέως στον τρόπο με τον οποίον η ευρωπαϊκή έννομη τάξη αντιλαμβάνεται το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο. Το δικαίωμα αυτό, παρά τον τεχνικό χαρακτήρα που διαθέτει λόγω της διαδικαστικής φύσης του, αποτελεί το «κλειδί» για την αποτελεσματική δικαστική προστασία όλων των υπόλοιπων δικαιωμάτων που αναγνωρίζει κάθε έννομη τάξη. Πράγματι, χωρίς την απρόσκοπτη πρόσβαση στον φυσικό δικαστή, ο οποίος μετουσιώνει την εκάστοτε διαφορά σε απτή και δεσμευτική απόφαση, ακόμα και η πληρέστερη σε συνταγματικό ή νομοθετικό επίπεδο κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων παραμένει ένα, κενό περιεχομένου, ευχολόγιο. Υπ΄αυτήν την έννοια, η αλλαγή πλεύσης του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου ως προς το ζήτημα της κρίσης του παραδεκτού είναι περισσότερο από απαραίτητη. Ενδεχόμενη περαιτέρω αύξηση των καταδικαστικών αποφάσεων του Στρασβούργου σε αυτόν τον τομέα, ίσως να μην αποτελεί πλέον την καταγραφή μεμονωμένων προβληματικών αποφάσεων αλλά να σκιαγραφεί ένα γενικότερο φαινόμενο αρνησιδικίας.
Περνώντας τώρα στην κρίση του ΕΔΔΑ σχετικά με το άρθρο 8, το ίδιο κλήθηκε να απαντήσει στο επιχείρημα της ελληνικής κυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο η προαναφερθείσα διάταξη δεν θα έπρεπε να τύχει εφαρμογής, αφού οι επίμαχες φωτογραφίες δεν είχαν τύχει δημοσίευσης. Η ελληνική κυβέρνηση αναπαρήγαγε επίσης τη θέση των ελληνικών δικαστηρίων, ότι δηλαδή το νεογέννητο δεν θα μπορούσε αντικειμενικώς να έχει συναίσθηση της πιθανής προσβολής της προσωπικότητάς του. Το ΕΔΔΑ αντιπαρήλθε το τελευταίο επιχείρημα, τονίζοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση το ίδιο καλείτο να απαντήσει αποκλειστικά στο ερώτημα εάν η απουσία δημοσίευσης καθιστούσε εξ αρχής ανεφάρμοστο το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Πάντως, αυτή η κρίση των ελληνικών δικαστηρίων θα μπορούσε να αποτελέσει το έναυσμα για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση σχετικά με τους βαθύτερους λόγους κατοχύρωσης των ατομικών δικαιωμάτων. Αν σύμφωνα με τη φιλελεύθερη προσέγγιση, τα ατομικά δικαιώματα απορρέουν απλώς και ευθέως από την ανθρώπινη ιδιότητα, τότε η αντίληψη προσβολής τους δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συναίσθηση του θύματος αλλά από την ηθική υποχρέωση να μεταχειριζόμαστε όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο σεβασμό και φροντίδα. Σε αντίθετη περίπτωση, οδηγούμαστε στο παράλογο συμπέρασμα ότι αν κάποιος για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι σε θέση να συναισθανθεί την προσβολή δικαιώματός του, τότε η ίδια δεν συντελέσθηκε ποτέ. Με αυτήν δηλαδή τη λογική, ένα άτομο διανοητικά καθυστερημένο, το οποίο υφίσταται κακοποίηση από αστυνομικά όργανα, δεν θα μπορέσει να προβάλει παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, διάταξης που απαγορεύει την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, εκ του λόγου ότι δεν είχε αντίληψη προσβολής της ηθικής και σωματικής του ακεραιότητας.
Το δικαστήριο του Στρασβούργου, από την πλευρά του, παρατήρησε ότι η έννοια του ιδιωτικού βίου είναι ευρεία και περιλαμβάνει τόσο το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού όσο και αυτό της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας. Υπ΄αυτήν την έννοια, κατά τον δικαστή του Στρασβούργου, το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας αποτελεί έκφανση ενός περίπλοκου πλέγματος αγαθών που συνθέτουν την έννοια της ιδιωτικής ζωής. Αυτό συμβαίνει διότι η εικόνα του καθενός αντανακλά τη μοναδικότητα της προσωπικότητάς του, γεγονός που τον διαφοροποιεί από τους ομοίους του. Κατά το ΕΔΔΑ, το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας προϋποθέτει βασικά τη δυνατότητα διαχείρισής της. Το δικαίωμα διαχείρισης μπορεί να αφορά στις περισσότερες περιπτώσεις τη δυνατότητα του ατόμου να αρνηθεί τη δημοσίευση της εικόνας του. Ωστόσο, περιλαμβάνει και το δικαίωμα εναντίωσης στη λήψη, αναπαραγωγή και διατήρησή της από τρίτο. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι η προηγούμενη συναίνεση του ατόμου είναι απαραίτητη προϋπόθεση στο πλαίσιο αυτό, διότι σε αντίθετη περίπτωση «ένα βασικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του καθενός θα παρέμενε δέσμιο στα χέρια τρίτου χωρίς ο ενδιαφερόμενος να έχει τη δυνατότητα ελέγχου της μελλοντικής χρήσης του».
Η διαπίστωση εφαρμογής του άρθρου 8 οδηγεί αβίαστα στη συνέχεια στο συμπέρασμα παραβίασης αυτής της διάταξης. Το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες ουδέποτε είχαν συναινέσει στη λήψη της φωτογραφίας του νεογέννητου υιού τους. Υπογράμμισε δε ότι ο ίδιος δεν αποτελούσε δημόσια φυσιογνωμία ή πρόσωπο της επικαιρότητας, ιδιότητες οι οποίες, υπό ορισμένες συνθήκες θα δικαιολογούσαν ενδεχομένως τη δυνατότητα λήψης φωτογραφιών χωρίς την προηγούμενη συναίνεση των γονέων του. Ο υιός των προσφευγόντων ήταν ανήλικος. Παρά το γεγονός αυτό, η διεύθυνση του νοσοκομείου, αντί να ζητήσει τη συναίνεση των προσφευγόντων, επέτρεψε στον φωτογράφο να εισέλθει σε χώρο ο οποίος ήταν κανονικά προσβάσιμος αποκλειστικά στο ιατρικό προσωπικό. Δεύτερον, υπογραμμίσθηκε ότι ο φωτογράφος, παρά την αντίθετη βούληση των γονέων, παρακράτησε τα αρνητικά των φωτογραφιών. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, η εικόνα του τελευταίου παρέμεινε δέσμια στην κατοχή του φωτογράφου, ο οποίος θα μπορούσε ενδεχομένως να προβεί σε μελλοντική χρήση της αντίθετη προς τη βούληση των ενδιαφερομένων.
IV. Φωτογραφία χωρίς δημοσίευση ή η εικόνα ως προσωπικό δεδομένο;
Το ερώτημα που τίθεται είναι με ποιον τρόπο η Reklos συμβάλλει στην εξέλιξη της νομολογίας σχετικά με το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί ένα βήμα παραπέρα των αποφάσεων που αφορούν τη δημοσίευση φωτογραφιών ή εφαρμόζει στο πλαίσιο της συγκεκριμένης υπόθεσης αρχές που έχουν ήδη αναπτυχθεί στη νομολογία του σχετικά με την προστασία του δικαιώματος επί της προσωπικότητας; Η ίδια η απόφαση υπονοεί ότι το ΕΔΔΑ κλήθηκε να αντιμετωπίσει ένα νέο ζήτημα, καθώς η έως τότε νομολογία δεν είχε εξετάσει την προστασία της ιδίας εικόνας χωρίς προηγούμενη δημοσίευση ή προβολή της. Η απόφαση δείχνει, δηλαδή, να θεωρεί ότι αποτελεί προέκταση της νομολογίας σχετικά με τη δημοσίευση φωτογραφιών.
Μία προσεκτικότερη, ωστόσο, προσέγγιση της νομολογίας μάς αποκαλύπτει ότι στην πραγματικότητα το ΕΔΔΑ εφάρμοσε εν προκειμένω αρχές τις οποίες είχε ήδη αναπτύξει στις αποφάσεις του σχετικά με τη διαχείριση προσωπικών δεδομένων. Το μέγεθος της συμβολής της Reklos στη νομολογία του ΕΔΔΑ εξαρτάται, λοιπόν, από το πρίσμα υπό το οποίο τη διαβάζουμε. Εάν εστιάσουμε στο στοιχείο της αδημοσίευτης φωτογραφίας, τότε, αναμφισβήτητα, δίνει απάντηση σε ένα ερώτημα το οποίο το ΕΔΔΑ δεν είχε έως τότε την ευκαιρία να προσεγγίσει. Από την άλλη πλευρά, εάν θεωρήσουμε ότι η φωτογραφία αποτελεί, με ή χωρίς δημοσίευσή της, προσωπικό δεδομένο, τότε η Reklos μεταφέρει απλώς, στο πλαίσιο μιας υπόθεσης με πρωτότυπα πραγματικά περιστατικά, το ήδη αναφερθέν στη νομολογία κριτήριο της προηγούμενης συναίνεσης. Λόγω αυτής της ιδιαιτερότητας της σχολιαζόμενης απόφασης, θα αναφερθούμε κατ΄αρχάς, περιληπτικά, στην εξέλιξη της νομολογίας του δικαστηρίου του Στρασβούργου σχετικά με την προστασία της προσωπικότητας μετά από δημοσίευση φωτογραφιών. Αυτό θα μας επιστρέψει, στη συνέχεια, να εντάξουμε ευχερέστερα τη Reklos στο σύνολο των σχετικών αποφάσεων.
A. Η νομολογία ως προς τη δημοσίευση φωτογραφιών
Το ΕΔΔΑ δεν είχε, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, την ευκαιρία να ασχοληθεί συστηματικά με το ζήτημα της δημοσίευσης φωτογραφιών και την προσβολή της ιδιωτικότητας των εικονιζόμενων προσώπων. Η αναζήτηση της έκτασης προστασίας της προσωπικότητας λάμβανε χώρα προνομιακά στο πεδίο του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, διάταξης η οποία κατοχυρώνει την ελευθερία της έκφρασης. Αφορούσε δε, κατά κανόνα, περιπτώσεις δυσφήμησης πολιτικών προσώπων λόγω επικριτικών δημοσιευμάτων του Τύπου εναντίον τους. Όλα αυτά μέχρι την πολύ σημαντική απόφαση Von Hannover c. Allemagne, στην οποία το ΕΔΔΑ κλήθηκε για πρώτη φορά να αποφανθεί ως προς τα όρια διείσδυσης των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην ιδιωτική ζωή διασημοτήτων. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, όπου προσφεύγουσα ήταν η πριγκίπισσα Καρολίνα του Μονακό, φωτογραφίες που την απεικόνιζαν σε σκηνές της καθημερινότητάς της (τριγυρνώντας στα καταστήματα με τα παιδιά της, γευματίζοντας στο βάθος ενός εστιατορίου με φιλικό της πρόσωπο, λουόμενη σε ιδιωτική παραλία) είχαν δημοσιευθεί σε γερμανικά περιοδικά με θεματικό περιεχόμενο την ιδιωτική ζωή διασημοτήτων. Μετά την εν μέρει δικαίωσή της από το γερμανικό συνταγματικό δικαστήριο , η Καρολίνα προσέφυγε στο Στρασβούργο, παραπονούμενη για παραβίαση του άρθρου 8. Η κρίση του ευρωπαίου δικαστή ήταν ιδιαίτερης σημασίας, αφού ο ίδιος προέβη σε γενικές σκέψεις σχετικά με το δικαίωμα προστασίας του ιδιωτικού βίου των δημοσίων προσώπων. Έτσι, επί της αρχής, το ΕΔΔΑ παρατήρησε ότι η δημοσίευση φωτογραφίας ενέπιπτε μεν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 της Σύμβασης, ωστόσο το αντιτιθέμενο αγαθό της προστασίας της προσωπικότητας τρίτων προσώπων αποκτούσε εδώ βαρύνουσα σημασία, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν βρισκόμασταν ενώπιον της διάδοσης ιδεών. Σε αντίθεση με το ανώτατο γερμανικό δικαστήριο, το ΕΔΔΑ θεώρησε ως καθοριστικής σημασίας, κατά τη στάθμιση των συγκρουόμενων συμφερόντων, το κριτήριο της συμβολής των επίμαχων φωτογραφιών στον δημόσιο διάλογο. Υπογραμμίζοντας ότι η Καρολίνα δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δημόσια προσωπικότητα στον ίδιο βαθμό με ένα πολιτικό πρόσωπο και τονίζοντας ότι οι φωτογραφίες την εμφάνιζαν σε στιγμές καθαρά προσωπικές, το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι δεν υφίστατο δημόσιο συμφέρον δημοσιοποίησης των συγκεκριμένων πληροφοριών. Αυτό μάλιστα, παρά το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε φωτογραφηθεί σε χώρους, οι οποίοι ήταν απομονωμένοι, όπως θα ήταν παραδείγματος χάριν η κατοικία της .
Η διάκριση μεταξύ πολιτικού και μη προσώπου, η οποία ήταν αποφασιστικής σημασίας στην προκείμενη υπόθεση, δεν αποτέλεσε καινοτομία της Von Hannover. Το αντίθετο, ο δικαστής του Στρασβούργου εφάρμοσε ένα παραδοσιακό κριτήριο της νομολογίας σχετικά με την ελευθερία του Τύπου, σύμφωνα με το οποίο ο βαθμός συμμετοχής στη δημόσια ζωή του αντικειμένου των κρίσεων που περιλαμβάνονται σε δημοσίευμα, επηρεάζει την ένταση του ελέγχου που ασκεί το ΕΔΔΑ. Αποτελεί έτσι σταθερή παράμετρο της νομολογίας ότι τα όρια της κριτικής και η δυνατότητα αποκάλυψης στοιχείων που συνιστούν την ιδιωτικότητα κάποιου είναι ευρύτερα σε ό,τι αφορά τον πολιτικό, υπ΄αυτήν του την ιδιότητα, απ΄ό,τι τον απλό ιδιώτη. Αυτό συμβαίνει διότι, σε αντίθεση με τον δεύτερο, ο πολιτικός εκτίθεται ενσυνείδητα στον έλεγχο του Τύπου και σε αυτόν του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Με άλλα λόγια, η διάκριση ανάμεσα σε πολιτικό ή μη πρόσωπο αποκτά στην πράξη βαρύνουσα σημασία για τον δικαστή του Στρασβούργου, αφού, στο πλαίσιο προστασίας της ιδιωτικότητας, η ένταξη στη μία ή την άλλη κατηγορία προκαθορίζει και το, κατά το ΕΔΔΑ, δημόσιο ενδιαφέρον για τη δημοσίευση των επίμαχων κρίσεων, πληροφοριών, φωτογραφιών.
Ορισμένες αποφάσεις μετά τη Von Hannover, σχετικές με τη δημόσια προβολή της ιδίας εικόνας, επιβεβαίωσαν αυτήν τη νομολογιακή πρακτική του ΕΔΔΑ. Η Vereinigung Bildender Kunstlec c. Autriche υπενθύμισε για άλλη μια φορά με εμφατικό τρόπο ότι, όταν το θιγόμενο πρόσωπο είναι πολιτικός, δεν μπορεί να έχει ιδιαίτερες προσδοκίες δικαίωσης από τον δικαστή του Στρασβούργου. Η υπόθεση αφορούσε τη δικαστική απαγόρευση δημόσιας έκθεσης ενός πίνακα ζωγραφικής στον οποίο ο πρώην γενικός γραμματέας του FPO (του αυστριακού ακροδεξιού κόμματος) απεικονιζόταν να συμμετέχει σε ένα σεξουαλικό όργιο με άλλες τριάντα τρεις πολιτικές και μη προσωπικότητες της Αυστρίας. Ενώ το σώμα του συγκεκριμένου ατόμου ήταν ζωγραφισμένο, στο σημείο του κεφαλιού ο καλλιτέχνης είχε τοποθετήσει φωτογραφία του. Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι το περιοριστικό μέτρο που είχε διαταχθεί από τα αυστριακά δικαστήρια ήταν δυσανάλογο προς τον σκοπό προστασίας της προσωπικότητας του θιγόμενου. Υπογραμμίσθηκε, μεταξύ άλλων ότι, παρά το γεγονός της ύπαρξης φωτογραφίας στο μέρος του κεφαλιού, το έργο δεν αποσκοπούσε στην αποκάλυψη απόκρυφων πτυχών της ιδιωτικής ζωής του ενδιαφερομένου αλλά θα έπρεπε περισσότερο να αντιμετωπισθεί ως κριτική της πολιτικής του υπόστασης. Αν και η προαναφερθείσα υπόθεση δεν αφορά αυτό καθεαυτό το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας, όπως το αντιμετώπισε το ΕΔΔΑ στην υπόθεση Von Hannover, ωστόσο η στάση του δικαστηρίου είναι ενδεικτική του ιδιαιτέρως στενού τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίζει την απαίτηση προστασίας της προσωπικότητας πολιτικών ατόμων όταν ασκείται κριτική εναντίον τους, ακόμη και με καλλιτεχνικά μέσα.
Μέσα στο 2009, η νομολογία του ΕΔΔΑ αναφορικά με το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας έχει ιδιαιτέρως εμπλουτισθεί σε ό,τι αφορά τη δημοσίευση φωτογραφιών μη δημοσίων προσώπων. Μάλιστα, όλες οι εν λόγω υποθέσεις αφορούν το ζήτημα της δημοσίευσης φωτογραφιών σε σχέση με εκκρεμούσα ποινική διαδικασία . Έτσι, στη Guiorgui Nikolaichvili c. Georgie, το Δικαστήριο εξέτασε, μεταξύ άλλων, την αιτίαση του προσφεύγοντος ότι η ανάρτηση της φωτογραφίας του ως καταζητούμενου σε όλα τα αστυνομικά τμήματα της χώρας, χωρίς ο ίδιος να είναι κατηγορούμενος ή καταδικασθείς ποινικώς, είχε παραβιάσει το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι οι αστυνομικές αρχές είχαν, κατά παράβαση του εθνικού δικαίου, αναρτήσει τη φωτογραφία του προσφεύγοντος ως μέσο πίεσης προκειμένου να καταθέσει σε ποινική δίκη, η οποία εκκρεμούσε εναντίον του αδελφού του. Θεωρώντας ότι αυτή η συμπεριφορά των αρμόδιων κρατικών οργάνων δεν προβλεπόταν από νόμο, όπως επιτάσσει το άρθρο 8, το ΕΔΔΑ κατέληξε σε παραβίαση αυτής της διάταξης.
Πιο λεπτά ήταν τα νομικά ζητήματα τα οποία έθεσε η επίσης πρόσφατη νορβηγική υπόθεση Egeland and Hanseid v. Norway. Στην υπόθεση αυτή, οι προσφεύγοντες, αρχισυντάκτες εφημερίδων ευρείας κυκλοφορίας, καταδικάσθηκαν σε δεκαπενθήμερη φυλάκιση (μετατρέψιμη σε πρόστιμο) για τη δημοσίευση φωτογραφίας καταδικασθείσας σε πολυετή φυλάκιση για ανθρωποκτονία, κατά τη στιγμή που η αστυνομία την οδηγούσε έξω από τη δικαστική αίθουσα. Η ίδια απεικονιζόταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση, κλαίγοντας και σκουπίζοντας τα μάτια της. Το ΕΔΔΑ κατέληξε σε μη παραβίαση του άρθρου 10, αφού θεώρησε ότι η στιγμή κατά την οποία ελήφθησαν οι επίμαχες φωτογραφίες (αμέσως μετά την ετυμηγορία του δικαστηρίου) καθώς και ο τρόπος που απεικονιζόταν η καταδικασθείσα, αποτέλεσαν αδιάκριτη συμπεριφορά εκ μέρους των δημοσιογράφων απέναντί της, η οποία μάλιστα δεν συμβιβαζόταν και με το συμφέρον της απρόσκοπτης απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό καθεαυτό δηλαδή το γεγονός της δημοσίευσης στον Τύπο της εικόνας της καταδικασθείσας δεν ήταν προβληματικό ως προς την απαίτηση προστασίας της προσωπικότητάς της. Το στοιχείο που βάρυνε στην απόφαση του ΕΔΔΑ ήταν ο συγκεκριμένος χρόνος λήψης της επίμαχης φωτογραφίας.
Όταν, πάντως, η δημοσίευση της φωτογραφίας ανταποκρίνεται στον σκοπό ενημέρωσης του κοινού, ακόμα και στην περίπτωση που αφορά κατηγορούμενη σε εκκρεμούσα ποινική διαδικασία, τότε η αξίωση ιδιωτικότητας κάμπτεται προς όφελος της ελευθερίας του Τύπου. Τέτοια είναι η περίπτωση της επίσης φετινής Eerikainen et autres c. Finlande . Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η επιβολή υποχρέωσης αποζημίωσης από τα φινλανδικά δικαστήρια εις βάρος των προσφευγόντων-δημοσιογράφων για τη δημοσίευση άρθρου σχετικά με υπόθεση σημαντικής απάτης εις βάρος του δημοσίου ήταν αντίθετη με το άρθρο 10 της Σύμβασης. Συγκεκριμένα, η κατηγορούμενη ήταν επιχειρηματίας, η οποία, σύμφωνα με τις κατηγορίες που είχαν απαγγελθεί εις βάρος της, είχε εξαπατήσει ασφαλιστικά ταμεία του φινλανδικού δημοσίου καθώς και ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες, προκαλώντας τους ιδιαιτέρως σημαντική οικονομική ζημία. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το επίμαχο άρθρο είχε πρόδηλο σκοπό να ενημερώσει την κοινή γνώμη για ένα θέμα δημοσίου συμφέροντος. Η δε δημοσίευση της φωτογραφίας της κατηγορουμένης με το ονοματεπώνυμό της εντασσόταν στον ίδιο σκοπό ενημέρωσης του κοινού, χωρίς να την απεικονίζει κατά τρόπο εν δυνάμει προσβλητικό της προσωπικότητάς της.
Δεν είναι τυχαίο ότι η νομολογία του δικαστηρίου του Στρασβούργου σχετικά με τη δημοσίευση της εικόνας μη δημοσίων προσώπων, αναφέρεται κατά κανόνα σε ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει διότι, στη Von Hannover το ΕΔΔΑ εισήγαγε ένα αυστηρό κριτήριο στάθμισης υπέρ του δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας ακόμα και σε σχέση με πρόσωπα τα οποία, αν και μη πολιτικά, είναι διασημότητες. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι υποθέσεις περιορισμού της ελευθερίας του Τύπου, με αντικείμενο τη δημοσίευση φωτογραφιών οι οποίες θα αφορούσαν αμιγώς πτυχές της καθημερινότητας απλών ανθρώπων, δεν θα είχαν οιαδήποτε τύχη ευδοκίμησης στο Στρασβούργο. Το δικαίωμα προστασίας του ιδιωτικού βίου θα υποσκέλιζε αυτομάτως την ελευθερία της έκφρασης.
B. Ποια, λοιπόν, είναι η συνεισφορά της Reklos;
Είναι προφανές από τη σύντομη επισκόπηση της προηγηθείσας νομολογίας ότι τα κριτήρια ελέγχου της αναλογικότητας των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόζει το ΕΔΔΑ αναπτύσσονται γύρω από το στοιχείο της δημοσίευσης των εικόνων. Η δημοσίευση καθεαυτή των φωτογραφιών σε όλες τις προαναφερθείσες υποθέσεις καθιστά τις εικόνες των προσώπων πληροφορίες, οι οποίες απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό. Και ο περιορισμός του δικαιώματος προστασίας της προσωπικότητας των θιγομένων προσώπων δικαιολογείται στο μέτρο που οι πληροφορίες αυτές είναι χρήσιμες (όπως βέβαια ο δικαστής του Στρασβούργου αντιλαμβάνεται την έννοια της χρησιμότητας), στον δημόσιο διάλογο. Γι΄αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο έλεγχος του ΕΔΔΑ θα αναζητήσει σταθερά το σημείο ισορροπίας μεταξύ της ελευθερίας του Τύπου και της προστασίας της ιδιωτικότητας ή του ευρύτερου δικαιώματος σε δίκαιη δίκη με το δικαίωμα ενημέρωσης του κοινού.
Στη Reklos, το στοιχείο της δημοσίευσης της φωτογραφίας απουσιάζει εντελώς. Το γεγονός αυτό υποχρεώνει το δικαστήριο του Στρασβούργου να εγκαταλείψει τη στάθμιση μεταξύ των δύο συγκρουόμενων εννόμων αγαθών -της προσωπικότητας και της ελευθερίας της έκφρασης- και να εμβαθύνει στην ίδια τη σημασία της εικόνας ως καθοριστικού στοιχείου για τον αυτοπροσδιορισμό και την ανάπτυξη της προσωπικότητας του καθενός. Ο δικαστικός έλεγχος δεν αναπτύσσεται πλέον μεταξύ του διπόλου που συγκροτούν τα άρθρα 8 και 10 της ΕΣΔΑ αλλά λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στο πεδίο της πρώτης εκ των δύο διατάξεων. Στην ουσία, το δικαστήριο του Στρασβούργου αντιμετωπίζει, χωρίς να δέχεται ρητά, την εικόνα του ατόμου ως προσωπικό δεδομένο και σε αυτήν τη βάση η προηγούμενη συναίνεση του υποκειμένου αναδεικνύεται ως το βασικό κριτήριο για τη νομιμοποίηση της λήψης, επεξεργασίας και αρχειοθέτησής της. Η Reklos αναγνωρίζει, λοιπόν, το άτομο ως τον αποκλειστικό διαχειριστή των πληροφοριών που συνιστούν την προσωπικότητά του, υπό την έννοια ότι μόνο το ίδιο έχει την αρμοδιότητα να αποφασίζει ποια ακριβώς τέτοια στοιχεία και με ποιον τρόπο θα είναι επιτρεπτό να βρεθούν στην κατοχή τρίτου προσώπου, να τύχουν επεξεργασίας και, ενδεχομένως, να διατεθούν και να εκτεθούν δημοσίως. Σε αυτό το τελευταίο σημείο η Reklos συγκλίνει με τη νομολογία που αφορά τη δημοσίευση φωτογραφιών. Είναι αυτονόητο ότι, και στις προαναφερθείσες περιπτώσεις, η προηγούμενη συναίνεση των ενδιαφερομένων θα νομιμοποιούσε τη δημόσια διάθεση της εικόνας τους. Η έλλειψη όμως αυτού του στοιχείου, οδήγησε το ΕΔΔΑ στην αναζήτηση του γενικού συμφέροντος που θα δικαιολογούσε τη δημοσίευση των φωτογραφιών.
Θα ήταν, λοιπόν, ορθότερο να μην ενταχθεί η Reklos στην τυπολογία των υποθέσεων που αφορούν τη χρήση φωτογραφιών από τρίτα πρόσωπα, με τη μόνη διαφορά ότι εδώ δεν έχει μεσολαβήσει δημοσίευσή τους. Θα ήταν, αντιθέτως, προτιμότερο να αντιμετωπισθεί ως η εφαρμογή της νομολογίας σχετικά με τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων στο ειδικότερο ζήτημα της εικόνας του ατόμου. Μάλιστα, η προβληματική που αναπτύσσει το ΕΔΔΑ στη Reklos ήδη διέτρεχε, λίγο ως πολύ, την προηγούμενη νομολογία σχετικά με τη διαχείριση προσωπικών δεδομένων. Έτσι, στην υπόθεση Amann c. Suisse, το ΕΔΔΑ είχε δεχθεί ότι η δημιουργία και διατήρηση φακέλου από την ελβετική μυστική υπηρεσία σχετικά με τον προσφεύγοντα, χωρίς να έχει μεσολαβήσει χρήση των στοιχείων που είχαν καταχωρισθεί σε αυτόν, αποτελούσαν αφ΄εαυτών περιορισμό του δικαιώματος προστασίας του ιδιωτικού βίου. Στη δε πρόσφατη S. et Marper c. Royaume-Uni, το ΕΔΔΑ κλήθηκε να αποφανθεί για τη συμβατότητα ή μη με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ του μέτρου διατήρησης για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα των δακτυλικών αποτυπωμάτων καθώς και του DNA ατόμων, τα οποία είχαν μεν κατηγορηθεί για τη διάπραξη κακουργημάτων, αλλά στη συνέχεια είχαν αθωωθεί. Το ΕΔΔΑ, δέχθηκε ότι «το δημόσιο συμφέρον για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας μπορεί να υπερισχύσει του ατομικού συμφέροντος του καθενός για αποτελεσματική προστασία των προσωπικών του δεδομένων. Παρά ταύτα, ο εγγενώς προσωπικός χαρακτήρας αυτών των πληροφοριών επιβάλλει τον αυστηρό έλεγχο από την πλευρά του Δικαστηρίου ως προς οιοδήποτε μέτρο που επιτρέπει την κατοχή και χρήση τους από κρατικές υπηρεσίες, χωρίς την προηγούμενη συναίνεση του υποκειμένου τους».
Εφόσον η Reklos ενταχθεί στο πλαίσιο της νομολογίας σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων, αναδεικνύεται άμεσα και η χρησιμότητά της: η ίδια καθιερώνει απερίφραστα το ζήτημα της προηγούμενης συναίνεσης ως θεμελιώδη προϋπόθεση για τη διαχείριση από τρίτους πληροφοριών που συνιστούν την προσωπικότητα των υποκειμένων αυτών των δεδομένων. Το ερώτημα βέβαια που τίθεται αυτομάτως είναι εάν το κριτήριο της συναίνεσης επιδέχεται ή όχι εξαιρέσεις. Στη σχολιαζόμενη απόφαση o δικαστής του Στρασβούργου ήταν πολύ προσεκτικός σε αυτό το σημείο, σε ό,τι αφορά τη λήψη και επεξεργασία φωτογραφιών. Σημείωσε, αρχικά, ότι η συναίνεση του εικονιζόμενου προσώπου απαιτείται σε περιπτώσεις «παρόμοιες με την παρούσα». Τη σημασία του όρου «παρόμοιες» εξήγησε κατωτέρω υπογραμμίζοντας ότι το νεογέννητο δεν ήταν πρόσωπο της δημοσιότητας, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να επιτρέψει τη λήψη της φωτογραφίας χωρίς την προηγούμενη συναίνεσή του. Άρα, η απαίτηση της συναίνεσης φαίνεται κατ΄αρχήν να περιορίζεται στις περιπτώσεις λήψης και επεξεργασίας της εικόνας μη δημοσίων προσώπων ή φυσιογνωμιών της επικαιρότητας.
Θα ήταν ενδιαφέρον να είχε διευκρινίσει το ΕΔΔΑ κατά πόσον η συναίνεση είναι απαραίτητη στην περίπτωση που το μη δημόσιο πρόσωπο φωτογραφίζεται σε δημόσιο χώρο υπό περιστάσεις όμως όπου θα μπορούσε να προβλέψει ότι υφίσταται ιδιαίτερη πιθανότητα λήψης της εικόνας του (π.χ. σε ένα κοινωνικό γεγονός, σε μία συναυλία μουσικής, κατά τη διάρκεια παρακολούθησης ενός αθλητικού αγώνα). Η αναφορά του ΕΔΔΑ στις «παρόμοιες» περιπτώσεις, στην παράγραφο 40 της απόφασης μάλλον υπονοεί ότι, στην προαναφερθείσα περίπτωση, η υποχρέωση προηγούμενης συναίνεσης θα καμπτόταν. Αυτό θα ήταν, κατά τη γνώμη μου, απολύτως λογικό για ευνόητους και πρακτικούς λόγους.
Χωρίς, λοιπόν, να ανατρέπει την προηγούμενη νομολογία του ΕΔΔΑ εισάγοντας νέα κριτήρια ερμηνείας, η Reklos συνεισφέρει σε αυτήν αναγνωρίζοντας το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας, εντάσσοντάς το ρητώς στο πλαίσιο του ιδιωτικού βίου και προσδιορίζοντας περαιτέρω το περιεχόμενό του. Η εξέλιξη αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, ιδιαιτέρως για τα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα οποία ακολουθούν την αγγλοσαξονική δικαιική παράδοση. Σε αυτές τις έννομες τάξεις το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας δεν αναγνωρίζεται καθεαυτό. Έτσι, σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, η προσβολή του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ δεν θα απέρρεε στη Reklos από την έλλειψη συναίνεσης των γονέων για τη λήψη της φωτογραφίας του υιού τους αλλά θα προκαλείτο λόγω της εισόδου του φωτογράφου σε χώρο όπου οι γονείς του νεογέννητου είχαν την προσδοκία ιδιωτικότητας ως προς το τελευταίο. Όπως όμως προαναφέρθηκε, το ΕΔΔΑ επιθυμούσε προφανώς να αναδείξει στη σχολιαζόμενη απόφαση τη σημασία της προηγούμενης συναίνεσης. Για τον λόγο αυτό, οικοδόμησε τον δικανικό του συλλογισμό γύρω από τη συγκεκριμένη έννοια, ενώ το ζήτημα του χωρικού προσδιορισμού της φωτογράφισης (η αποστειρωμένη αίθουσα της κλινικής) αποτέλεσε δευτερεύον στοιχείο κατά την εξέταση των περιστάσεων υπό τις οποίες λήφθηκαν οι επίμαχες φωτογραφίες.
Η μελλοντική νομολογία του ΕΔΔΑ θα δείξει εάν το ίδιο επιθυμεί να επιβεβαιώσει και να αναπτύξει το δικαίωμα επί της ιδίας εικόνας ως έκφανση του γενικότερου δικαιώματος προστασίας του ιδιωτικού βίου. Σε περίπτωση που αυτό δεν συμβεί, τότε η Reklos θα αποτελέσει απλώς μια απόφαση με ενδιαφέρουσες σκέψεις σχετικά με ασυνήθιστα πραγματικά περιστατικά. Εναπόκειται στον δικαστή του Στρασβούργου να αξιοποιήσει τη δυναμική της.
Πηγή: ΔiMEE
Κεντρική photo: Robert Frank