//php the_title();?>
Λίζη Καλλιγά – Στη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων
Στις μέρες της καραντίνας του Covid 19, η Λίζη Καλλιγά, αποσύρεται στο ασφαλές της καταφύγιο στις Σπέτσες. Ζει μια αργή κι επιθυμητή ζωή. Διαβάζει, κάνει μοναχικούς περιπάτους με τη Κοκό, φροντίζει το κήπο της και με τα λουλούδια του στολίζει τα βάζα του σπιτιού. Τα φωτογραφίζει. Στη σκοτεινότητα εκείνων των ημερών αναζητά το ελάχιστο φως που διαγράφει το ανάγλυφο των πραγμάτων, ίσως και μιαν αμυδρή ελπίδα εξόδου. Ονομάζει Dark αυτή τη σειρά των φωτογραφιών της, όπου τα πράγματα μόλις κι αχνοφαίνονται στο ελάχιστο της ύπαρξης τους κι υπομένουν το βάρος τους. Μια σκοτεινιασμένη ατμόσφαιρα, αυτή η ατμόσφαιρα του θανάτου, που ιχνηλατεί ένα οικείο περιβάλλον ζωής. Ένας αργός, σχεδόν ακίνητος χρόνος, που αποκαλύπτεται στη καθηλωτική στιγμή της αποσβολωτικής του σαγήνης. Έχουν μια τρυφερή ανοικειότητα αυτές οι φωτογραφίες της Καλλιγά, ένα ήμερο πένθος, μια ταρκοφσκική αχλύ, που αποθέτει την υγρασία της.
Υπάρχει μια αλήθεια σ’ αυτές τις φωτογραφίες, μια αλήθεια που διέγνωσε κι ο Vilem Flusser και συνομίλησε με τις σκιές της Καλλιγά. Το βλέμμα συλλαμβάνει τον κόσμο όχι σε μία άπλετη φωτοχυσία, αλλά στις διακρίσεις της σκοτεινότητάς του. Είναι η σκοτεινότητα του βλέμματος που διακρίνει τα πράγματα κι αποδίδει τις αναπαραστάσεις τους. Αυτό που αναπαριστάται είναι κι αυτό που αποδόθηκε στις σκιές του, στο ημίφως της α-λήθειάς του. Η φωτογραφία αληθεύει το πράγμα σ’ αυτή τη μοναδική του απώλεια, στο συμβάν της απόσυρσής του, ο Lacan θα ’λεγε: της μετουσίωσής του. Είναι η νυχτερινή ώρα, όπως αυτή διασώθηκε στη ρομαντική δημιουργία, αυτό το λυκόφως του κόσμου. Αν κάτι συλλαμβάνουν αυτές οι φωτογραφίες, αν κάτι συλλαμβάνει, εν τέλει, η ίδια η φωτογραφία, είναι αυτός ο μακρινός απόηχος που μένει, το αποσυρόμενο ίχνος του κόσμου, ακόμη καλύτερα το ίχνος του αποσυρόμενου, το ίχνος της ίδιας της απόσυρσης.
Το έργο της Λίζης Καλλιγά, και σ’ όλα τα στάδια της εκδήλωσής του, είναι στιγμές εκλάμψεων. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η αλήθεια της Φωτογραφίας; Αλλά και τ’ άνθος είναι κι αυτό η στιγμή της ανθοφορίας του. Λίγες στιγμές μετά κι αυτό δεν υπάρχει. Μία εφήμερη ζωή στο εφήμερο φως που τη διαγράφει. Βρισκόμαστε σ’ αυτό που ο Bachelard θα ονομάσει «στιγμιαία μεταφυσική», μια προνομιακή, μοναδική στιγμή συνείδησης του κόσμου. Μια αποκαλυπτική, και γιατί όχι και αποκαλυψιακή στιγμή, όπου το υποκείμενο διανοίγεται στη διαθεσιμότητά του, στη στιγμή του θανάτου του, σε μια θεώρηση του κόσμου αδύνατη, αλλά ακτινοβόλα, σ’ αυτή τη δωρεά της εικόνας του, μια δωρεά που στερήθηκαν τα θύματα της πανδημίας σ’ αυτό το επτασφράγιστο ξόδι τους. Η στιγμή έχει μια εγρήγορση, αυτό το ανησυχαστικό βλέμμα του φωτογράφου, ένα βλέμμα που δεν καθεύδει ποτέ. Οι εικόνες αυτής της σειράς των φωτογραφιών της Καλλιγά είναι εικόνες μιας εκκωφαντικής σιωπής, γιατί είναι εικόνες μιας ποιητικής στιγμής. Ένα μετέωρο αίσθημα που διαγράφει την αστραπιαία τροχιά του και που λίγο μετά θα χαθεί. Είναι το κλικ της φωτογραφικής μηχανής που το διασώζει, που κάτι τέλος πάντων απ’ αυτό διασώζει. Γι’ αυτό και η φωτογραφική εικόνα έχει κάτι το οικείο κι ανοίκειο μαζί, γιατί καθηλώνει το εφήμερο ίχνος της συγκίνησής μας, τη μνήμη μιας βαθιάς κι απροσπέλαστης πλέον εμπειρίας. Η εμπειρία της στιγμής δεν είναι η στιγμή μιας εμπειρίας, αλλά η ολότητα της συγκίνησής της, όπως εντυπώνεται τώρα και σ’ αυτή την εικόνα, σ’ αυτό το πένθιμο ίχνος, που ’ναι το ίχνος του ίχνους. Αυτή είναι η δωρεά της φωτογραφικής εικόνας, όπως κάνει το χρόνο να διά-φαίνεται, κεραυνοβολημένος απ’ τις εικόνες του, απ’ τις αποκαλυψιακές του στιγμές, που ’ναι κι οι παραμυθιακές του στιγμές, οι μοναδικές στιγμές της απόσυρσής του. Τα άνθη της Καλλιγά, σ’ αυτή την καθηλωτική τους στιγμή, δείχνουν, μ’ έναν τρόπο θα ’λεγα απελπισμένο, αυτό το αδύνατο της επιστροφής, το αδύνατο του νοσταλγημένου χρόνου, τον αποχαιρετισμό του, τον αποχαιρετισμό μίας διαύγειας μοναδικής.
Η περίοδος της πανδημίας είναι μιας τέτοιας ποιότητας χρονικότητα. Εγκαταλείπεσαι σε μια ψευδεπίγραφη διάρκεια και μετεωρίζεσαι σε μια αφιλόδοξη αναμονή. Εγγράφεσαι, ασυνείδητα, στη φασματογραφία των ημερών κι αποκαλύπτεσαι στη γυμνότητά σου, σε μια γυμνότητα υπαρκτική. Σ’ ένα τέτοιο αποσπασμένο χρόνο εγείρονται κι οι εικόνες μας, στις εξάρσεις των αγωνιωδών μας στιγμών. Σ’ αυτή την εγκατάλειψη, σ’ αυτή την αδυναμία του νου, αποκαλύπτεται κι η θέση του πράγματος, το συμβάν της μετουσίωσής του, που ’ναι κι η στιγμή της εν-τύπωσης του, της βαθιάς του χάραξης. Η τομή αυτή, είναι κι η λύση της συνέχειάς μας, η τραυματική συνθήκη του Είναι μας. Οι εικόνες έτσι είναι η νυχτερινή μας εμπειρία, μια νύχτα που μας δοκιμάζει. Ο καλλιτέχνης όμως δεν είναι τυφλός, ούτε ο Όμηρος ήταν, είναι κεραυνοβολημένος απ’ τη φωτοχυσία των πραγμάτων, μια φωτοχυσία που διασαλεύει προς στιγμήν την όραση του για να αντιληφθεί το πράγμα ανιχνεύσιμο. Το πράγμα θεωρείται πάντα στην απώλειά του, στο αδύνατο βίωμα του, στο ανέλπιδο κλικ μιας μηχανής.
Τα σκοτεινά άνθη της Καλλιγά στο ημίφως του δωματίου της κάτι μαρτυρούν και κάτι μοναδικά αληθεύουν: αυτή την ποιητική ανάκληση του βλέμματος, το πέρας της εγκοσμιότητάς του, το αλλιώς είναι της θεώρησής του. Σ’ αυτή την αντεστραμμένη διέγερση είναι που το βλέμμα εντοπίζει όχι την εντοπιότητα των πραγμάτων, αλλά την απειρία τους. Κι η απειρία του κόσμου είναι η σκοτεινιασμένη του μορφή, όχι η αποδιδόμενη εικόνα του, αλλά η απόδοση της εικόνας του. Η αποκαλυπτική του βλέμματος είναι αυτή η τυφλότητά του, η αορατότητά του, η σκοτεινότητα της θεώρησής του, όταν τα πράγματα δεν θεωρούνται, αλλά αχνοφαίνονται, καθώς αναμένουν την εικόνα τους, την τελική, εξαρνημένη μορφή τους. Όπως και με τους κολυμβητές των σκοτεινών της νερών, έτσι και σ’ αυτές τις πρόσφατες φωτογραφίες της, η Λίζη Καλλιγά, επιδεινώνει το ποιητικό της βλέμμα, το διεγείρει στη σκοτεινότητα του Πραγματικού που την περιβάλλει, εγκαταλείπεται στο πεπρωμένο του, και παραδόξως διασώζεται όλη.
Αποστόλης Αρτινός
Lizzie Calligas – On the dark side of things
The photos of the series “A Familiar Place” were taken in a place familiar to me. This is Lagonissi – a coastal area of Attica full of contrasts: with prefabricated cottages of the ’70s next to villas and modern houses, with unfinished buildings abandoned due to the crisis to stand awkwardly in front of plots seeking investors,with human stories being born nowand travel alongside those whose traces are left on the aged walls and worn furniture of old cottages.
During the quarantine imposed by Covid-19, Lizzie Calligas takes refuge in her safe haven in Spetses. She lives a slow and desirable life. She reads, goes on solitary walks with Coco and takes care of her garden where she picks flowers to decorate the house’s vases with. She then photographs them. In the darkness of this particular moment she searches for the minuscule light that traces the reliefs of things; maybe she is also searching for a sliver of hope of a way out. This series of photographs where things, withstanding their weight, almost disappear in the minuteness of their existence, Calligas titles Dark. A darkened, deadly atmosphere traces a familiar environment. A slow, almost still time reveals itself in the riveting moment of its captivating seduction. These images are characterized by a tender uncanniness, a tame mourning, a Tarkovskian haze depositing its humidity.
There is a truth in these photographs, a truth also diagnosed by Vilém Flusser, who comes in this way, into dialogue with Calligas’s shadows. The gaze arrests the world not in an abundant lighting but in the distinctions of its darkness. It is precisely the darkness of the gaze that is able to distinguish things and to reveal their representations. The thing that is being represented is also the thing that has been been surrendered to its shadows, to the half-light of its truth but also to its oblivion. In this unique loss, in the event of its withdrawal, or its sublimation as Lacan would put it, the photograph makes the object come true. It is the night time as this was preserved in the act of romantic creation, this twilight of the world. What these images capture, what photography itself captures—if anything—is this distant echo that remains, the withdrawn trace of the world, or even better, the trace of the withdrawn, the trace of withdrawal itself.
In all different stages of its manifestation, Calligas’s work is made up of momentary flashes, bursts of light. Isn’t this also the truth of Photography itself? After all, the flower is also the moment of its flowering. Moments later it too disappears. An ephemeral life caught in the ephemeral light that delineates it. We find ourselves before what Bachelard terms a “momentary metaphysics”, a privileged, unique moment when one becomes conscious of the world. Α revelatory, and perhaps also apocalyptic moment when the subject finds itself wide open in the face of its suspension, in the moment of its death; before a vision of the world that is impossible but also radiant, in this gift that is its image, a gift that the victims of the pandemic were deprived of in their heavily guarded last rite. There is a sense of alertness in this moment; the photographer’s disquieting gaze never rests. The photographs in the series are images of a deafening silence, images that belong to a poetic moment. They encapsulate a hovering sentiment swiftly travelling its orbit and set to vanish soon after. What rescues this sentiment—or at least some part of it—is the click of the camera. This is why there is both something familiar and unfamiliar within the photographic image, because it captures the fleeting trace of our emotion, the memory of a deep, and now inaccessible, experience. The experience of the moment is not a moment of an experience but the entirety of the emotions it brought with it, which now also register onto this image, this mournful trace, itself a trace’s trace. This is the gift of the photographic image; this offering of a glimpse of time, smitten by its images, its revelatory, fairy-tale moments, the unique moments of its withdrawal. In this riveting moment, Calligas’s flowers, indicate in a way that I would call desperate, this impossibility of return, the impossibility of time longed for, its farewell, the farewell of a unique lucidity.
The period of the pandemic presents a temporality of such a quality. You abandon yourself in a deceptive time span and linger in an unaspiring wait. Unconsciously, you become part of the frequency spectrum of the times and reveal yourself in your nakedness, your existential bleakness. It is precisely such fragmented times, ebullitions of our most anguished moments that give rise to our images. The thing’s position, the event of its sublimation which is also the moment of its imprint and permanent inscription, is revealed within this abandonment, this weakness of the mind. This indentation is also our very damage, the traumatic condition of our Being. Seen in this way the images make up a nocturnal experience; but it is the experience of a night which tests us. The artist however is not blind anymore than Homer was; Rather, they are smitten by the abundant lighting of things, a lighting that momentarily disrupts their vision in order to grasp the thing through tracing it. The thing is always considered in relation to its loss, in its impossible experience, in the hopeless click of the camera.
In the half-light of her room, Calligas’s dark flowers uniquely prove and bear witness to something: this poetic retrieval of the gaze, the end of its worldhood, a different way of taking it in. It is in this inverse stimulation that the gaze traces the inexperience of things rather than their localization. The inexperience of the world is its darkened form, not its ascribed image but the rendition of this image. The revelatory power of the gaze is this sense of blindness that characterizes it, its invisibility, the darkness of its consideration, this state of things that are not properly seen but are only faintly visible as they await their image, their final, renunciatory form. As was the case with the swimmers of her dark waters, in these recent images, Lizzie Calligas intensifies her poetic gaze, lays it open to the darkness of the Real which surrounds her, abandons herself to its destiny and astonishingly, saves herself.
Apostolis Artinos
(Translated from Greek by Irini Bachlitzanaki)
ΛΙΖΗ ΚΑΛΛΙΓΑ
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943.
Σπούδασε στην ΑΣΚΤ, 1975-1980.
Το 2000, φοίτησε στο New York Studio School-N.Y.
Άρχισε να χρησιμοποιεί την φωτογραφία το 1986.
Δίδαξε πειραματική φωτογραφία την σχολή ΑΚΤΟ.
Πρώτη φωτογραφική έκθεση το 1989, «Χώρος και Ματιά» στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα.
Από το 1990 έως το 2020, έχει παρουσιάσει την δουλειά της σε πολλές εκθέσεις, ατομικές και ομαδικές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Συνήθως δουλεύει πάνω σε θέματα που τα δουλεύει πολλά χρόνια.
Το 2005, της απέσπασε το «Χρυσό Φάρο» στην Μπιενάλε της Αλεξάνδρειας, Εθνική συμμετοχή.(Φωτογραφία).
Έργα της βρίσκονται σε 5 Μουσεία στην Ελλάδα και σε ιδιωτικές συλλογές.
Info at: https://www.lizziecalligas.com/
http://lizziecalligas.blogspot.com
_____
LIZZIE CALLGAS
Lizzie Calligas, born in Athens,Greece.1943.
Lives and works in Greece.
Studies in the School of Fine Arts, Athens, 1975-80,
N.York Studio School, USA, 2000.
Starts using photography in 1986.
Teaching experimental photography in AKTO art school in Athens, a few years.
Selected exhibitions:
First photography exhibition in 1989 at Ileana Tounta Contemporary Art Center. “ Site and Sight”.
From 1990 until 2020 she has participated in many exhibitions, in Greece and abroad, solo and group.
She usually works on themes and uses all media, Photography, Drawing, Painting, Video etc.
She was awarded the “Golden Pharos” at the Alexandria Biennale,2005,
For her woks: Swimmers. National representation, Greece.(photography)
Her work is in 5 Museums and Private collections in Greece.
Info at: https://www.lizziecalligas.com/
http://lizziecalligas.blogspot.com/