Ο Άγιος Φεβρουάριος κι εγώ (ΙΙΙ)
photo: Jean-Louis-Barrault από την ταινία Les enfants du Paradis
Θυμᾶμαι τὴν τρελλὴ νυχτιὰ τῆς ἀποκρηᾶς, θυμᾶμαι
τὸν Ἀρλεκίνο τὸν ψηλὸ σὰ φάντασμα, μὲ κεῖνα
τὰ μάτια του, τὰ δυνατὰ μάτια ποὺ εὐθὺς ποὺ κλεῖναν
κάθ᾿ ἔξοδο κι᾿ ἀπόμενες στὴ μοναξιὰ μαζί τους.
Τὰ χέρια ἐκεῖνα τὰ μακριὰ καὶ τὰ χλωμὰ σὰν κρίνα
ἀναιμικά, ποὺ μ᾿ ὅλη τους τὴν ἁπαλότη ἐκείνη,
σὰν φλόγα ἢ σίδερο νἄτανε, τὴν καρδιά μου
ἔνοιωθα μοὔδεναν σφιχτὰ νὰ μὴν τὴν ξαναφήσουν.Τὰ χείλη του τὰ κόκκινα τόσο, σὰ νὰ ρουφοῦσαν
τὸ καθαρὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς καὶ παίρνανε τὸ χρῶμα.…………………………………………………………..
Ἔτσι τὸν εἶδα ἀμέτρητες φορὲς μέσ᾿ στὴ ζωή μου
καὶ τὸν ὀνόμασα θεό, δεσπότη τῆς καρδιᾶς μου.
Παιδούλα γλυκοστόχαστη πάνω στὸ κέντημά μου,
κάποιες φορὲς θολώνανε τὰ μάτια μου κι᾿ ὁ νοῦς μου,
ἐπάλλοταν τρεμουλιαστὰ μέσα ἡ μικρὴ καρδιά μου
καὶ μοὔπεφτε τὸ κέντημ᾿ ἀπὸ τὰ βαριά μου χέρια.
Σὰ νέφελο κάποια θαμπὴ περνοῦσε ἐμπρός μου εἰκόνα.…………………………………………………………..
Καὶ μ᾿ ἀκολούθησε μακριὰ σὲ τόπους καὶ σὲ χρόνους.
Δὲν εἶχα οὔτ᾿ ἕνα λούλουδο χλωρὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου.
Μία πυρκαϊὰ τὰ νέκρωσε καὶ μοναχὰ οἱ σκιές τους
ἀπόμειναν σὰν ὄνειρα θαμπά, γεμάτα φρίκη.
Ὅμως κ᾿ ἐκεῖ περπάτησε μέσ᾿ στὸ θαμπὸ σκοτάδι
ἀπ᾿ ἄλλοτε πιὸ ζωντανὸς καὶ πιὸ ὄμορφος. Δὲν ἦταν
νὰ βρίσκωμαι σὲ μία γωνιὰ τῆς Φύσης μοναχή μου
καὶ νὰ μὴν ἔρθη σὰν καημός, σὰ στεναγμός, σὰ δάκρυ,
ἢ σὰν τρελλὸς παλμὸς χαρᾶς νὰ γίνῃ συντροφιά μου.
Δὲν ἦταν τόνος μουσικῆς, ρυθμός, χρῶμα, ποὺ φέρνουν
τοῦ νοῦ μεθύσι ἢ τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ μὴν ἔρθη, χάρη
τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ μορφὴ τῶν χερουβεὶμ ἢ πάλι
τῆς καλωσύνης ἡ ψυχὴ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ κρίνου,
κάποτε τὸ πικρὸ τοῦ πόνου ἀγκάθι μὲ τὴν ὄψη
τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ ρόδου ἢ τοῦ ναρκίσσου, ἄλλοτε πάλι
ὁ Ἀρχάγγελος μὲ τὴ ρομφαία νὰ πάρη τὴν ψυχή μου.(Μαρία Πολυδούρη)
Info:
Η ταινία Les enfants du Paradis αποτελεί έναν παθιασμένο παιάνα για τη ζωτική σημασία και την αμφίδρομη σχέση ελευθερίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Μετά τις ταινίες ΤΟ ΛΙΜΑΝΙ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ, ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ και ΟΙ ΕΠΙΣΚΕΠΤΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ, ο Καρνέ και ο Πρεβέρ προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια ταινία που να πρωταγωνιστήσει η μεγάλη Γαλλίδα σταρ Αρλετί και μαζί της ο Πιέρ Μπρασέρ και ο Λουί Σαλού. Το αρχικό τους σχέδιο, η ταινία la lantern magique, όμως δεν προχώρησε τελικά. Καθώς έψαχναν για κάτι καινούργιο, συναντήθηκαν με τον φίλο τους Ζαν-Λουί Μπαρό στη Νίκαια. Ο ηθοποιός τους μίλησε για έναν μίμο, τον Ντεμπερό. Ο Καρνέ ενθουσιάστηκε με την ιδέα να ζωντανέψει στη μεγάλη οθόνη την περίφημη Boulevard du Crime, μια περιοχή του Παρισιού που έβριθε από κόσμο κάθε λογής: μικροαπατεώνες, αστούς, ηθοποιούς, τυχοδιώκτες, νομικούς, όλοι οι άνθρωποι, σύχναζαν εκεί και παρακολουθούσαν τις υπαίθριες θεατρικές παραστάσεις που άνθιζαν εκεί εκείνη την εποχή, τα χρόνια 1830-1840.
Ο Καρνέ στρώθηκε αμέσως στη δουλειά για να κάνει μια έρευνα για εκείνη τη μαγική εποχή που ήθελε να παρουσιάσουν, έψαξαν στο μουσείο Carnavalet του Παρισιού και έφερε το υλικό στον Πρεβέρ. Ήταν στις αρχές του 1943.
Ο Πρεβέρ χρειάστηκε 6 μήνες για να γράψει το σενάριο στην περιοχή Πριέρ, όπου έμενε, στα νότια της Γαλλίας. Φίλοι του, που είχαν φύγει απ’ το κατεχόμενο Παρίσι τον συνάντησαν εκεί και δούλεψαν μαζί πάνω στην ταινία.
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής Alexandre Trauner και ο συνθέτης Joseph Cosma, που ήταν εβραίοι, δούλευαν κρυφά, με τη βοήθεια των Καρνέ, Πρεβέρ και του συνεργείου. Οι συνθήκες του γυρίσματος ήταν χαοτικές εκείνη τη δύσκολη εποχή του πολέμου. Η παραγωγή αναγκάστηκε να σταματήσει ύστερα από μόλις 3 εβδομάδες γυρίσματος. Σφοδρές καταιγίδες κατέστρεψαν τα σκηνικά, τα οποία, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, είχαν πάρει 67.000 ώρες για να κατασκευαστούν. 1800 κομπάρσοι βρίσκονταν στα πλατό παράλληλα. Ήταν πολύ δύσκολο να βρεθεί φιλμ, λόγω του πολέμου, ενώ κάτω από την κυριαρχία του Βισύ, απαγορευόταν να κάνεις ταινίες με περισσότερο από 2.750 μέτρα φιλμ χωρίς να έχεις ειδική άδεια, τη στιγμή που τα παιδιά του παραδείσου είχαν φτάσει τα 5.000. Επίσης, απαγορευόταν από τους Γερμανούς να γυρίσουν ταινία τη νύχτα…
Παρ’ όλα αυτά, με έναν μαγικό τρόπο, η ομάδα του Καρνέ άντεξε όλες τις αντιξοότητες και τις ταλαιπωρίες και τα γυρίσματα τελείωσαν τον Απρίλιο του 1944. Μετά από μήνες μοντάζ η ταινία ετοιμάστηκε και ο Καρνέ ήθελε να καθυστερήσει την κυκλοφορία της μέχρι την απελευθέρωση της Γαλλίας. Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 9 Μαρτίου του 1945 σε ένα γκαλά ειδικά για κοινωνικό έργο σχετικά με το σινεμά και για αιχμαλώτους πολέμου. Η υποδοχή της ταινίας από τους κριτικούς γενικά ήταν θετική. Μάλιστα ο Georges Sadoul τη χαρακτήρισε «αριστούργημα». Εκεί όμως που η ταινία έκανε πραγματική θραύση ήταν το κοινό. Ο κόσμος ερωτεύτηκε αυτή την ταινία ακαριαία και συνέρρεε στις αίθουσες για να τη δει. Τον Δεκέμβριο του 1946, ο Πρεβέρ μάλιστα προτάθηκε και για Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου. Η ταινία συνέχισε να έχει κοινό σε όλο τον κόσμο και να δημιουργεί τη δική της λατρεία, και το 1995, η γαλλική επιτροπή από δημοσιογράφους και ιστορικούς που ήθελε να γιορτάσει τα 100 χρόνια του σινεμά έφτιαξαν μια λίστα με 1000 ταινίες που γυρίστηκαν ανάμεσα στο 1944 και στο 1994. Από όλες, ύστερα από ψηφοφορία, ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ βγήκε πρώτο, ως η Καλύτερη ταινία!