Το ιδιαίτερο της φωτογραφίας

Το ιδιαίτερο της φωτογραφίας

Γράφει ο Χρήστος Κοροβίλας*

Ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που κάνει τη φωτογραφία τόσο ιδιαίτερη; Πρόσφατα σε μια έκθεση φωτογραφίας συνάντησα ένα φίλο που μοιραζόμαστε το ίδιο ενδιαφέρον για τη φωτογραφία. Μιλήσαμε για την έκθεση, για φωτογραφικές εξορμήσεις, για κοινούς γνωστούς και για θέματα πιο γενικά γύρω από τα εικαστικά. Όταν μου πρότεινε να γράψω για τον τρόπο που η φωτογραφία «ακουμπά» την ψυχολογία και αντίστροφα, είπα πως ένιωθα την απάντηση όμως δεν την ήξερα ακριβώς. Όπως όταν έχουμε μια αόριστη αίσθηση φυσικότητας για κάτι που δεν έχουμε ορίσει ακόμα. Και έπειτα ποια είναι αυτή η ερώτηση για να δώσω απάντηση;

Σκέφτηκα: «Τι ιδιαίτερο έχει η φωτογραφία και μας τραβάει τόσο, γιατί κάνουμε φωτογραφία;». Όμως πριν ορίσουμε ειδικά αυτό το ιδιαίτερο θα έπρεπε πρώτα να ορίσουμε το πιο γενικό: «γιατί να μας τραβάει η τέχνη;». Τόσο αυτονόητα νιώθουμε ότι η τέχνη μας δίνει κάτι που δεν ξέρουμε να το πούμε ακριβώς (εγώ τουλάχιστον δεν ήξερα να το πω με σαφήνεια, μόνο το ένιωθα).

Είπα να ξεκινήσω από την αρχή, με την οποία ασχολείται η εξελικτική ψυχολογία. Είναι ο κλάδος της ψυχολογίας που συνδέει μια σειρά από ανθρώπινες συμπεριφορές και συνήθειες με μηχανισμούς που βοήθησαν τους προγόνους μας να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν. Μια από τις εξηγήσεις για την προέλευση της τέχνης είναι ότι οι πρώτες καλλιτεχνικές συμπεριφορές σχετίζονταν με την ανάγκη των ανθρώπων να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, ήταν μία προσπάθεια των προϊστορικών κοινωνιών να έρθουν σε επαφή. Πιθανώς οι πρώτες σπηλαιογραφίες να είχαν συμβολική ή θρησκευτική λειτουργία, ίσως και τα δύο, σε μια προσπάθεια των προϊστορικών ανθρώπων να επικοινωνήσουν πληροφορίες, έννοιες και ιδέες. Μάλιστα μια πρόσφατη μελέτη του MIT συνδέει άμεσα την τέχνη των σπηλαίων με τις απαρχές της ανθρώπινης γλώσσας: «… οι γνωστικοί μηχανισμοί που είναι απαραίτητοι για την ανάπτυξη της τέχνης των σπηλαίων είναι πιθανώς ανάλογοι με τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για την έκφραση της συμβολικής σκέψης που είναι απαραίτητη για τη γλώσσα».

Με απλά και ίσως απλοϊκά λόγια η τέχνη είναι μια γλώσσα. Κάνουμε τέχνη γιατί θέλουμε να  μιλήσουμε και βλέπουμε τέχνη γιατί θέλουμε να ακούσουμε. Όμως αν η τέχνη είναι μια γλώσσα που μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τον άλλο άνθρωπο, θα μπορούσε να είναι επίσης και μία γλώσσα που μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τον εαυτό μας;

Αυτή η σκέψη με έκανε να στραφώ στην ψυχανάλυση, την πρώτη μορφή ψυχοθεραπείας και στον Sigmund Freud ο οποίος ήταν ένθερμος συλλέκτης έργων τέχνης ενώ μελετούσε και έγραφε για τη ζωή και την προσωπικότητα καλλιτεχνών. Όμως η ενασχόληση του Freud με την τέχνη, όπως και για τους περισσότερους ανθρώπους, ήταν εξαιρετικά προσωπική και αυτοαναφορική. Τα γραπτά του για την τέχνη, όπως και πολλά άλλα έργα του, ήταν συχνά εξομολογητικά, ενώ οι αναλύσεις του για καλλιτέχνες και έργα τέχνης ήταν προσπάθειες αυτοανάλυσης. Για παράδειγμα, ο Freud βρήκε στη ζωή και το έργο του Leonardo da Vinci πολλούς παραλληλισμούς με τις δικές του εμπειρίες από την παιδική του ηλικία, τους γονείς του και τις αγωνίες του για τις δικές του ομοφυλοφιλικές παρορμήσεις. Φυσικά, τα γραπτά του Freud για την τέχνη δεν επισκιάζονται από την αναζήτησή του για αυτογνωσία αφού περιέχουν πολυάριθμες ιδέες και σημαντικές διαπιστώσεις σχετικά με τον καλλιτέχνη, τον θεατή, τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη γλυπτική. Μιλά για την ανάγκη των ανθρώπων να εκφράζουν απωθημένα συναισθήματα, σκέψεις και επιθυμίες, χαρές και λύπες, θυμούς και απογοητεύσεις, ενορμήσεις ζωής και θανάτου, μέσα από τις συμβολικές γλώσσες των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας και των ονείρων. Η συμβολή του στη «γλώσσα» της τέχνης ήταν τόσο μεγάλη που το έργο του «Η Ερμηνεία των Ονείρων» (1899) άσκησε καθοριστική επιρροή σε καλλιτεχνικά κινήματα όπως ο Ντανταϊσμός και ο Σουρεαλισμός.

Όμως η ανάγκη των ανθρώπων να έρθουν σε επαφή με τον εαυτό τους χρησιμοποιώντας τη συμβολική γλώσσα της τέχνης επιβεβαιώνεται και από πολύ πιο πρόσφατες προσεγγίσεις όπως η νευροψυχολογία. Ο Νευροεπιστήμονας Robert Solso (2003) έδειξε ότι όταν βλέπουμε έργα τέχνης ενεργοποιούνται δύο μορφές αντίληψης στον εγκέφαλο μας. Η μία αφορά στην αισθητιριο-γνωστική αντίληψη (nativistic perception) δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο οι αισθήσεις μας χρησιμοποιούνται για να μπορέσουμε να συνδεθούμε με τον κόσμο γύρω μας. Η δεύτερη αφορά σε μια άλλη μορφή αντίληψης (directed perception) που σχετίζεται με την προσωπική μας ιστορία, με ολόκληρο το σύνολο των προσδοκιών και των προηγούμενων εμπειριών μας. Όταν βλέπουμε τέχνη επικοινωνούμε με τον κόσμο γύρω μας και με τον κόσμο μέσα μας.

Όμως αν δεχτούμε ότι η συμβολική γλώσσα των εικαστικών τεχνών επιτρέπει την επικοινωνία με τον άλλο άνθρωπο και με τον εαυτό μας, τι ιδιαίτερο έχει να προσθέσει η Φωτογραφία;

Ο φιλόσοφος Robert Hopkins του Πανεπιστημίου του Sheffield εξέτασε εκείνο το ιδιαίτερο στοιχείο της φωτογραφίας που τη διαφοροποιεί από τις άλλες «χειροποίητες» μορφές τέχνης (όπως τα σχέδια και οι πίνακες ζωγραφικής). Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο είδος εμπειρίας που ονόμασε «factive pictorial experience» (το μεταφράζω: «πραγματική εικονογραφική εμπειρία»). Όταν κοιτάζω μια φωτογραφία έχω την εντύπωση ότι αυτό που βλέπω έχει πραγματικά υπάρξει. Όση δύναμη και αν έχει η ζωγραφική δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι το αντικείμενο ή η σκηνή που εμφανίζεται είναι, ή ήταν κάποια στιγμή, αληθινά. Η ζωγραφική μπορεί να παριστάνει την πραγματικότητα χωρίς να την έχει δει. Αντίθετα, στη φωτογραφία το υπονοούμενο είναι σαφές: αυτό που βλέπω είναι πραγματικό, αυτό υπήρξε, είναι αλήθεια.

Αυτή η ιδιαίτερη φύση της φωτογραφίας, η προσωπική γλώσσα της τέχνης αναμεμειγμένη με την αίσθηση της πραγματικότητας περιγράφονται στο εκπληκτικό βιβλίο του Roland Barthes, «Ο Φωτεινός Θάλαμος». Ο Barthes αναλύει το ιδιαίτερο της φωτογραφίας και εξηγεί πως οι περισσότερες φωτογραφίες που βλέπουμε ανήκουν στην κατηγορία studium, δηλαδή στην κατηγορία «μου αρέσει/δε μου αρέσει». Υπάρχουν όμως και οι φωτογραφίες punctum που ανήκουν στην κατηγορία «με συγκινεί». Είναι οι φωτογραφίες που μας αγγίζουν συναισθηματικά, ενεργοποιούν αυτή την επικοινωνία με τον εσωτερικό μας κόσμο, έχουν ένα προσωπικό νόημα. Το ιδιαίτερο της φωτογραφίας, αυτή η συναισθηματική διέγερση σε συνδυασμό με την αίσθηση της πραγματικότητας και του παρελθοντικού χρόνου, φαίνεται πως ενεργοποιεί μια σειρά από υπαρξιακά συναισθήματα και αγωνίες: «αυτό που με συγκινεί τόσο υπήρξε πραγματικά κάποτε». Ο θάνατος και η ανάσταση διαπλέκονται και εναλλάσσονται μέσα στις αγαπημένες μας φωτογραφίες.

Ο Barthes συγκλονισμένος από το θάνατο της μητέρας του αναζητά να την βρει ξανά σε παλιές φωτογραφίες και συνειδητοποιεί ότι αυτό που αναπαράγει μια φωτογραφία στο άπειρο, στην πραγματικότητα έχει συμβεί μόνο μία φορά: «η Φωτογραφία επαναλαμβάνει με μηχανικά μέσα εκείνο που ποτέ πια δεν θα επαναληφθεί υπαρξιακά». Αυτό που βλέπουμε όταν κοιτάμε μια φωτογραφία δεν είναι μια αναπαράσταση αλλά «το πραγματικό σε παρελθόντα χρόνο, το πραγματικό στην κατάσταση που ήταν παλιότερα». Τελικά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «η φωτογραφία γίνεται ο κατεξοχήν τρόπος που η εποχή μας αντιμετωπίζει το Θάνατο», αφού «μετατρέπει καθετί εικονιζόμενο σε κάτι νεκρό». Ο θάνατος στη φωτογραφία είναι αυτή η ακινητοποίηση του Χρόνου που δίνεται με τρόπο υπερβολικό και βίαιο. Όμως την ίδια στιγμή, η φωτογραφία επιζητά και μια ανάσταση. Ως παρουσία μιας απουσίας, κάθε φωτογραφία συγχωνεύει εντέλει την πραγματικότητα («Αυτό-Υπήρξε») και την Αλήθεια («Αυτό-Είναι»), κάτι που αποδίδεται στο βιβλίο ως «η επιστροφή του νεκρού».

Αυτό που ένιωθα στην έκθεση φωτογραφίας, τώρα μπορώ να το ορίσω καλύτερα και να το συνοψίσω σε δύο προσωπικά συμπεράσματα. Πρώτον, σκέφτομαι ότι το ιδιαίτερο της φωτογραφίας συμπυκνώνεται σε τρία στοιχεία: τη συναισθηματική διέγερση, την πραγματικότητα και το παρελθόν. Δεύτερον, συνειδητοποιώ ότι πάντοτε με ξάφνιαζαν τα “κόλπα” που σκαρφιζόμαστε οι άνθρωποι για να διαχειριστούμε το μη αναστρέψιμο του θανάτου. Όσο ζούμε εφευρίσκουμε μικρούς συμβολικούς θανάτους αναζητώντας μικρές συμβολικές αναστάσεις – και τι καλά που τα καταφέρνει η φωτογραφία σε αυτό!

__________________

Σημείωση

Η φωτογραφία του άρθρου είναι του Paolo Pellegrin, όπως παρουσιάστηκε στην ατομική του έκθεση με τίτλο “as I was dying”. Σε αυτή την εικόνα φαίνονται μια γυναίκα και ένα κορίτσι να φτάνουν στην Τύρο, στον νότιο Λίβανο, αφού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το χωριό τους λόγω των ισραηλινών αεροπορικών επιδρομών.

Η φωτογραφία τραβήχτηκε τον Ιούλιο του 2006. Η χρονολογία αυτή είναι αναπόσπαστο κομμάτι της φωτογραφίας, όχι τόσο για ιστορικούς λόγους αλλά επειδή μας κάνει να θυμόμαστε τον χρόνο που περνάει, το θάνατο και το σβήσιμο των γενεών. Όπως θα έλεγε ο Barthes με μια δόση ειρωνίας, κάνω την εξής σκέψη: «Υπάρχει πιθανότητα να ζει σήμερα το κορίτσι της φωτογραφίας; Που όμως; Πως; Τι ρομάντζο!»

Και αυτή η αίσθηση σβησίματος αφορά και τη δική μας θνητότητα, ως θεατές, γιατί όπως γράφει ο Pellegrin: «Στο θάνατο του άλλου υπάρχει μια απώλεια που ανήκει σε όλους μας».

______________________________________________

*Ο Χρήστος Κοροβίλας είναι Κλινικός Ψυχολόγος – Συστημικός Ψυχοθεραπευτής

https://www.korovilas.gr

(Φωτογραφικό ψευδώνυμο Sisyphus Kane)