Ο Βασίλης Κάντας για την Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας
Η ιδιοτροπία του φωτογράφου
Κάθε φωτογραφία φιλοξενεί στα όρια του κάδρου της μια επιλεγμένη συστοιχία πραγμάτων που βρέθηκαν έτσι, εκεί, την στιγμή του κλικ∙ ένα τι, το συνήθως αποκαλούμενο Περιεχόμενο. Με άλλα λόγια μια παρέα που ζητά αποσαφήνιση για αυτό που προκαλούν όλα εκείνα βαλμένα μαζί.
Επίσης επιλέγει έναν τρόπο παρουσίασής τους που προτείνει τις συνθήκες της δράσης∙ ένα πώς, συχνά καλούμενο Φόρμα.
Η συνύπαρξη των δύο παραπάνω εκλαμβάνεται συχνά ως ένας τόπος, που χαρίζει ιδιότητες στα στοιχεία της δράσης/στάσης∙ ένα που.
Κι αυτός με την σειρά του υπονοεί έναν χρόνο, ικανό να τα ξεδιπλώνει και να τα διαφοροποιεί από άλλα∙ ένα πότε.
Σε μια φωτογραφία λοιπόν, ένα τι, ένα πώς, ένα που κι ένα πότε, ενωμένα αδιάρρηκτα σε ένα βέλος συμπυκνωμένης πληροφορίας, κατευθύνονται προς θεατές που θα θελήσουν να το κοιτάξουν, ώστε εκείνοι να συναντηθούν με εκείνο που διαπραγματεύεται μια εικόνα, κυοφορώντας συνήθως μέσα του και τον λόγο για τον οποίο γεννήθηκε∙ ένα προς τι, συνήθως καλούμενο Θέμα.
Οι συνιστώσες του βέλους αυτού οφείλουν τον σχηματισμό τους τόσο στον χειριστή της κάμερας όσο και στον ορατό κόσμο εμπρός του φακού. Ο θεατής και το πλαίσιο στο οποίο εκείνος βρίσκεται, έρχονται κι εκείνα να προσθέσουν κάποια φτιασιδώματα στην τελική διαμόρφωση ή ορθότερα την ιδιοπρόσληψη του βέλους.
Αποσυναρμολογείται άραγε σε ευκρινή επιμέρους κομμάτια το βέλος αυτό; Μπορεί κάποιος να ορίσει με βεβαιότητα, πχ ένα φουγάρο εργοστασίου σε μια φωτογραφία παραθαλάσσιου τοπίου, σε τι βαθμό στέκει μέσα στην εικόνα ως τέτοιο, ως κυριολεξία (ως μοναδικά δομημένη κατασκευή με συγκεκριμένη χρήση την δίοδο καπνού, συνεισφορά των κτισμάτων μιας βιομηχανικής περιοχής που παρουσιάζεται ως Περιεχόμενο της φωτογραφίας αυτής) και σε τι βαθμό στέκει εκεί ως μεταφορά (συνεισφορά των ποιοτήτων κάθε φουγάρου, στο Θέμα της φωτογραφίας); Φαντάζει δύσκολο το εγχείρημα της επιλογής, πόσο μάλλον μιας ποσοτικοποίησης μεταξύ των δύο λειτουργιών της φωτογραφίας αυτής.
Εννοείται πως είναι στην επιλογή του θεατή να βλέπει τις εικόνες άλλοτε για αυτό που φαίνονται και άλλοτε για αυτά που συμπαραδηλώνουν, μα ένα σημαντικό ερώτημα που τίθεται εδώ είναι το σε τι βαθμό συνεισφέρει -συνειδητά ή ασυνείδητα- ο δημιουργός τις ησυχίες ή/και ανησυχίες του μέσα στην εικόνα. Αν δηλαδή πάντοτε μια φωτογραφία φέρει καμουφλαρισμένα -από ευδιακρίτως έως εντελώς αδιόρατα- στοιχεία που να εμφανίζουν έγνοιες και άγνοιες του φωτογράφου. Με άλλα λόγια, αν ένας δημιουργός φτιάχνει εικόνες (ακολουθώντας πιστά μονάχα κανόνες σύνθεσης κάδρου και σωστής έκθεσης που γνωρίζει ήδη) με περισσή αφέλεια, απρόθετα, όσο μια ΑΙ συσκευή θα συνέθετε εικονοστοιχεία για να φτιάξει (μετά από προαποφασισμένη αρχική βάση κριτηρίων ωστόσο) μια εικόνα που δεν ζητά καθρέφτισμα του δημιουργού της.
Το ερώτημα δηλαδή που μας θέτει η εικόνα Drapetsona του παραδείγματός μας, είναι απλά το εξής: Προς που μας οδηγεί η θέαση της εικόνας ενός παραθαλάσσιου αστικού τοπίου με έντονη συνύπαρξη ενός φερυμπότ κι ενός φουγάρου; (την επιλογή αυτών των δύο στοιχείων ως σημαντικότερα την εκμυστηρεύεται το κάδρο της φωτογραφίας, δεν είναι αυθαίρετη). Τι θέλει να συζητήσει μαζί μας; Προς τι το κλικ της; Και τελικά, πόσο διαπερατό γίνεται εκείνο το μικρό κομμάτι της προσωπικότητας/ ιδιοσυγκρασίας/ πεποίθησης/αγωνίας/ενδιαφέροντος/απορίας της δημιουργού που το γέννησε;
Σε περιπτώσεις εφαρμοσμένης φωτογραφίας, ο βαθμός διαπερατότητας της πρόθεσης ή καθρεφτίσματος του δημιουργού μειώνεται πάρα πάρα πολύ προς όφελος του εκάστοτε brief του αναθέτη του έργου. Σε περιπτώσεις όμως αυθόρμητης, δημιουργικής ενασχόλησης με το φωτογραφικό μέσο, το πάτημα του κουμπιού φαίνεται να κρύβει μια έκφραση εσωτερικής αναγκαιότητας, υλοποιούμενη διαμέσου ενός σύνθετου μηχανισμού –θεωρώντας τον είτε ως προϊόν λογισμού, είτε αισθητηριακής απόκρισης ή και συνδυασμό τους. Ως έκφραση ενός ψυχισμού/λογισμού, φαίνεται πως κουβαλά την λαλιά που το γεννά: μια ιδιοτροπία -η οποία, ιδανικά, όταν ευθυγραμμίζεται με αληθινή ανάγκη, διέπεται από αυθεντικότητα. Στην φωτογραφία Drapetsona, η σχέση του φουγάρου με το φερυμπότ συναρμολογεί εικονικά, ιδιότροπα, το προς συζήτηση Θέμα της.
Επιστρέφοντας πίσω στο ερώτημα «Προς τι αυτή η εικόνα», μοιάζει τελικά να έχει ως προαπαιτούμενο προς τη λύση της το να έχει απαντηθεί αρνητικά ένα μεγαλύτερο ερώτημα που το περιέχει: «υπάρχουν πράξεις δίχως αίτιο/λόγο»;
Εξίσου αρνητικά έχουν τοποθετηθεί φιλόσοφοι όπως ο Krishnamurti. Για το πρόσημο ας αναρωτηθεί ωστόσο κάθε φωτογράφος πριν το κλικ του ή κάθε θεατής πριν δει τις εικόνες. (Ίσως οι άνθρωποι που τείνουν να δίνουν αξία στις προθέσεις -ρωτούν «γιατί;»- νιώθουν ανασφάλεια και ανάγκη ελέγχου του χαοτικού κόσμου γύρω τους. Στη φιλοσοφία πάντως, ως πράξη – η φωτογραφική πχ- θεωρείται ένα γεγονός που ένας συντελεστής επιτελεί για έναν σκοπό, ο οποίος οδηγείται από μια πρόθεση. Τα παιδιά, δείγματα οργανισμών που ζητούν ασφάλεια μα και εξέλιξη, ρωτούν αφειδώς αρχικά «τι» και κατόπιν «γιατί»).
Στις επόμενες φωτογραφίες που θα συναντήσω, εύχομαι να υπάρχει λόγος του κλικ τους. Κι ας μην τον γνωρίζει επακριβώς ο δημιουργός τους, κι ας μην τον βρω εγώ.
Να υπάρχει ωστόσο, κάτι, να σχηματίζει βέλη που διψούν για στόχο. Να υπάρχει μια συνύπαρξη ενός φουγάρου και ενός φερυμπότ. Ενός φουγάρου και μιας φερυμπότ. Στην Dra–petsona. Στην Dra–persona. Μια περσόνα που να δρα.
Βασίλης Κάντας
Θεωρητικός οπτικής επικοινωνίας