
Ο Ερμής Κασάπης για την Παγκόσμια Ημέρα Φωτογραφίας
Τι είναι η Φωτογραφία;
Ένα από τα αξιοπερίεργα που χαρακτηρίζουν την Φωτογραφία είναι ότι όσο εύκολο είναι να βγάλεις μια φωτογραφία τόσο περίπλοκο και αντιφατικό είναι να απαντήσεις στο ερώτημα: τι είναι η Φωτογραφία. Από τη μεριά μου ομολογώ ότι αναζητώντας απάντηση σε αυτό το ερώτημα συχνά νιώθω σαν να μην υπάρχουν οι λέξεις που επιτρέπουν μια ευθεία και μονοδιάστατη απάντηση. Σαν να λείπουν οι έννοιες των πραγμάτων για τα οποία θέλουμε να μιλήσουμε και των οποίων η απουσία δεν καλύπτεται από περιφράσεις και περιγραφές. Καθόλου τυχαία, νομίζω, πως όσοι αναζήτησαν στο παρελθόν απαντήσεις, αναγκάστηκαν να γράψουν ολόκληρα βιβλία αναζητώντας ακριβώς αυτές τις έννοιες και καταλήγοντας συχνά σε διαπιστώσεις σαν κι αυτή του Barthes, πως: [η φωτογραφία είναι] «ένα παράξενο medium, μια νέα μορφή παραίσθησης […] εικόνα τρελή εμποτισμένη με πραγματικότητα».[1] Ενώ η Susan Sontag διέβλεψε ότι: «αν βρεθεί ένας καλύτερος τρόπος για να συμπεριλάβει ο πραγματικός κόσμος την (φωτογραφική) εικόνα, θα απαιτηθεί η οικολογία όχι μόνο των αληθινών πραγμάτων αλλά και των εικόνων».[2]

Nicéphore Niépce
Θα μπορούσε, όντως, να γραφτεί ένα βιβλίο που απλά και μόνο να αναφέρεται στα αδιέξοδα και στις αντιφάσεις όσων ασχολήθηκαν με αυτό το –δυστυχώς, μόνο φαινομενικά– απλό ερώτημα: «τί είναι η φωτογραφία;». Το κείμενο που ακολουθεί επιχειρεί να συνοψίσει ορισμένα συμπεράσματα που έχουν αντληθεί από την προσωπική εμπειρία και από την κριτική διερεύνηση της εργασίας όσων έχουν ασχοληθεί με την ουσία του φωτογραφικού φαινομένου.
Διότι, πράγματι, το μόνο που μπορούμε να πούμε με σιγουριά μέχρι στιγμής είναι ότι πρόκειται, ακριβώς, για ένα φαινόμενο. Κάτι, δηλαδή, το οποίο ενώ συμβαίνει και μπορούμε να το αντιληφθούμε όλοι, εντούτοις αδυνατούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς περί τίνος πρόκειται. Ίσως επειδή όσα γνωρίζουμε να μην επαρκούν. Ίσως, επειδή πρέπει να υπερβούμε γνώσεις που έχουν συγκροτηθεί βασισμένες σε αντιλήψεις αναντίστοιχες με τα νέα δεδομένα. Τα οποία, δεν έρχονται απλώς να προστεθούν δίπλα σε παλιότερα αλλά προξενούν μεταβολές και μετατοπίσεις που ανασυνθέτουν το σύνολο των αντιλήψεών μας έτσι, που να τρομάζει κανείς να τα ξεδιαλύνει και να τα βάλει σε μία σειρά. Με δυο λόγια τη η φωτογραφική εφεύρεση εγκαινίασε μια περίοδο όπου ένα πλήθος γνώσεων και αξιών του παρελθόντος χρήζει επανεξέτασης, ενδεχομένως αναθεώρησης –σίγουρα πάντως, επαναξιολόγησης στο πλαίσιο όσων συνθέτουν το παρόν.

William Henry Fox Talbot
Το γεγονός είναι ότι το άλμα που πραγματοποιήθηκε –εξαιτίας της φωτογραφικής εφεύρεσης– ανάμεσα στη χειροτεχνική μίμηση των μορφών του κόσμου και στη δυνατότητα για τη φωτογραφική αποτύπωσή τους, προκάλεσε έντονο προβληματισμό. Αναζητήθηκαν τρόποι κατανόησης των νέων συνθηκών και της δυναμικής των επιπτώσεών τους. Σε συνάρτηση με το σύνολο των μεταβολών, στη συγκρότηση και τη λειτουργία των κοινωνιών, εξαιτίας της Βιομηχανικής και της Γαλλικής Επανάστασης, εμφανίστηκαν και αναπτύχθηκαν στο διάστημα αυτό, καινοφανείς φιλοσοφικές θεωρίες (Αισθητική, Φαινομενολογία), νέες επιστήμες (Ψυχολογία, Κοινωνιολογία, Γλωσσολογία) κ.λπ. Μαζί με αυτά, αναδύθηκαν επίσης, νέα κοινωνικά υποκείμενα και ρηξικέλευθα ρεύματα πολιτισμικής και καλλιτεχνικής έκφρασης. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι έκτοτε, ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου καμιά βεβαιότητα δεν παραμένει για πολύ ανενόχλητη και ασφαλής, ενώ ακόμα και το πρόσφατο παρελθόν αντιμετωπίζεται και ερμηνεύεται διαρκώς με νέους τρόπους.
Η Φωτογραφία, σαν σημαντικός συντελεστής αυτών των αλλαγών, υπόκειται και η ίδια σε μεταβολές με πιο εμφανή ίσως σήμερα, μεταξύ άλλων, εκείνη όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις έχουν καταστήσει τη φωτογραφική συσκευή είδος καθημερινής χρήσης για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Είναι τέτοια η κλίμακα αυτής της μεταβολής που ελάχιστοι πλέον αναρωτιούνται σήμερα αν η Φωτογραφία είναι τέχνη ή όχι. Μπορεί και να είναι, λένε με σχετική αδιαφορία οι περισσότεροι, ή μπορεί, εξίσου αδιάφορα, και να μην είναι. Αποδίδεται έτσι μια αυταξία στη Φωτογραφία η οποία δεν αντλεί τίποτε από τη σχέση της με την τέχνη ή κάποιο άλλο αξιακό σύστημα του παρελθόντος, αλλά μόνο από την ταυτότητα καθεαυτήν και την φύση τής φωτογραφικής τεχνικής. Όπως λέει και η Sontag, «Το ίδιο το ερώτημα (…) αν η φωτογραφία είναι τέχνη ή όχι, είναι ουσιαστικά παραπλανητικό. Αν και η φωτογραφία παράγει έργα τα οποία μπορούν να αποκληθούν τέχνη –απαιτεί υποκειμενικότητα, μπορεί να ψεύδεται, προσφέρει αισθητική απόλαυση– δεν είναι καταρχήν καθόλου μορφή τέχνης. Όπως και η γλώσσα, είναι ένα μέσο (υπογράμμιση δική μου) με το οποίο δημιουργούνται (μεταξύ άλλων, και) έργα τέχνης»[3]. Τι μας προτρέπει να αντιληφθούμε αυτή η διαπίστωση;

Louis Daguerre
Η γλώσσα και ο Λόγος –προφορικός ή γραπτός– ήταν πάντα το κυρίαρχο και εξακολουθεί να παραμένει σημαντικό μέσον πρόσκτησης και διάδοσης της γνώσης και του πολιτισμού. Σε μια ιδιαίτερη εκδοχή του, μάλιστα, ο λόγος τού ανθρώπου μετουσιωμένος σε «θεϊκό λόγο», συνιστά τον κυρίαρχο κανόνα ηθικής πρακτικής για την πλειονότητα του πληθυσμού σε όλο τον κόσμο.
Έτσι, μόλις δεχτούμε ότι η Φωτογραφία επιτελεί μια αντίστοιχη με τη γλώσσα λειτουργία πρέπει ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε πως η εφεύρεση της φωτογραφικής τεχνικής έδωσε στην ανθρωπότητα για πρώτη φορά από τη γέννηση της ιστορίας, ένα δεύτερο και, ενδεχομένως, πληρέστερο και εν πάση περιπτώσει διαφορετικό από τον Λόγο, μέσον πορισμού, διάδοσης, έκφρασης και επικοινωνίας της γνώσης. Έτσι, κατανοούμε και τη θέση της Sontag, πως: «η φωτογραφία είναι εγχείρημα άλλης τάξης. […] Το ζήτημα αν η φωτογραφία είναι τέχνη ή όχι υπερσκελίζεται από το γεγονός ότι η φωτογραφία κηρύσσει (και δημιουργεί) καινούργιες φιλοδοξίες για τις τέχνες»[4].
Δεν υπάρχει ιδιαίτερη δυσκολία να δεχτούμε πως η εφεύρεση της Φωτογραφίας δεν σήμανε κατά κύριο λόγο τη δημιουργία μιας νέας μορφής τέχνης. Επίσης, δεν ήταν αυτή που προκάλεσε τη μεγιστοποίηση της οπτικής εμπειρίας, η οποία είχε προηγηθεί, έτσι κι αλλιώς, κατά δύο αιώνες, με το τηλεσκόπιο και το μικροσκόπιο. Αυτό που συνιστά την φωτογραφική εφεύρεση, και είναι γνωστό και αποδεκτό από όλους, είναι η στερέωση του φωτεινού ειδώλου των πραγμάτων και η αποτύπωσή των ορατών τους ιδιοτήτων στην φωτοευαίσθητη επιφάνεια. Αυτή η φωτοχημική και –σήμερα, πλέον– φωτοψηφιακή, αντίδραση μας πρόσφερε, για πρώτη φορά στην ιστορία, τη δυνατότητα να εκφέρουμε προς τα έξω –και ταυτόχρονα– την αισθητηριακή, την αισθητική και τη νοητική πρόσληψη πραγμάτων και φαινομένων, με τη μορφή της ενιαίας και υλικής παράστασης μιας φωτογραφικής εικόνας. Περί αυτού πρόκειται. Χάρη σε αυτό το γεγονός η Φωτογραφία άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα και τη σχέση μας με τον κόσμο.
Από την ώρα που η αίσθηση και άρα, η σχέση που αποκτούμε με μιαν όψη του κόσμου όταν την προσλαμβάνουμε ως παράσταση ενός νοήματος, μπορεί να φανερωθεί προς τα έξω ως φωτογραφικό αποτύπωμα των πραγμάτων που την προκαλούν, ο παλιός διαχωρισμός του υλικού και του πνευματικού κόσμου, χάνει το νόημα και το αξιολογικό κύρος που διέθετε μέχρι τότε. Η συνείδηση του ανθρώπου φανερώνεται ως αίσθηση της σχέσης του με τα πράγματα και τα φαινόμενα που τον περιβάλλουν. Η υποκειμενικότητα αποκαλύπτεται σαν συνάρτηση της ύπαρξης με τον αντικειμενικό κόσμο και ως εκδήλωση της αποβλεπτικότητας του καθενός μέσα στην περιβάλλουσα πραγματικότητα. Και αυτή, η αποβλεπτικότητα, τέλος, είναι ο τρόπος που εκδηλώνεται η δύναμη της αισθητικής κρίσης του νου[5], που δρα σε συνάρτηση με τα πράγματα ή τα φαινόμενα που μας περιβάλλουν και τη συνάφεια που έχουν μεταξύ τους. Η Φωτογραφία, φέροντας στην επιφάνεια και καθιστώντας ορατή αυτή τη λειτουργική αλυσίδα, έγινε καταλύτης στη δημιουργία της σύγχρονης αντίληψης και συνείδησης για τον κόσμο.

François Arago, ο άνθρωπος χάρη στον οποίο η Φωτογραφία έγινε προσβάσιμη από όλους.
Αυτό θα ήταν αρκετό για να γίνει αντιληπτή η δευτερεύουσα φύση του ερωτήματος αν η Φωτογραφία είναι τέχνη ή όχι, αφού προέχει το γεγονός πως εξαιτίας της, καταρχάς, η τέχνη εξωθείται σχεδόν υποχρεωτικά να περάσει στο σύνολό της σε ένα άλλο επίπεδο. Ειδικά οι παραστατικές τέχνες ωθούνται να επαναπροσδιορίσουν τις φιλοδοξίες τους πέρα από την κατασκευή μιας εικόνας. Η Φωτογραφία φέρι μαζί της και θέτει στο επίκεντρο του καλλιτεχνικού προβληματισμού, το ζήτημα μιας παραστατικής τέχνης που αντικείμενό της δεν είναι η κατασκευή των εικόνων αλλά η σύλληψη και η χρήση των αποτυπώσεων τού ιχνους που αφήνει η σχέση μας με την περιβάλλουσα πραγματικότητα. Μια σχέση που είναι αδύνατον να αποδοθεί στην ολότητά ή στις λεπτομέρειες και την ουσία της με μια εικόνα. Μπορεί όμως να συλληφθεί ως αίσθηση στο νου ενός ανθρώπου, βασισμένη στην πολλαπλότητα των μορφών με την οποία εκδηλώνεται. Η φωτογραφική τεχνική προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα σύλληψης της πολλαπλότητας των μορφών και, ως προς αυτό, είναι ανεκτίμητη ποιητική επιλογή στην πραγμάτωση τέτοιων έργων.
Μπορεί να επαναλαμβάνομαι, αλλά πρέπει να το πω ξανά πως μια μορφή τέχνης βασισμένη στη φωτογραφική τεχνική, δεν μπορεί να αποβλέπει σε αυτό για το οποίο η τεχνική αυτή αποτελεί μέθοδο υπέρβασης και ξεπεράσματός του. Ένα έργο και μάλιστα έργο τέχνης, στη Φωτογραφία δεν έχει –δεν μπορεί να έχει– σαν σκοπό του τη δημιουργία μιας εικόνας, όπως αυτό συμβαίνει. π.χ., στη Ζωγραφική. Η κατασκευή της εικόνας για τη Φωτογραφία, δεν αποτελεί σκοπό των έργων της, αλλά τρόπο άντλησης εκφραστικών σχημάτων μέσα από τη λειτουργία και τις ρυθμίσεις της φωτογραφικής μηχανής. Η Φωτογραφία –ως μέθοδος γνώσης, ως μέσον επικοινωνίας και ως τρόπος ιστορικής καταγραφής και, φυσικά, ως τέχνη– αποβλέπει στη σύλληψη και στην ανάδειξη των πολλαπλών μορφών με τις οποίες εκδηλώνεται η σχέση μας με τον κόσμο. Μια σχέση που καθορίζεται από την παρουσία μας και ξετυλίγεται ως δράση στο περιβάλλοντα χώρο. Μια σχέση που κινείται μέσα σ’ ένα πλήθος ενδεχομένων που με τη σειρά τους διεκδικούν ρόλο κριτηρίου επιλογής στην αποβλεπτικότητά μας, προσδιορίζοντας έτσι, αναλόγως, το νόημα και τη σημασία «όσων συμβαίνουν κάθε φορά»[6].
Γι’ αυτό και όταν μιλάμε για το φωτογραφικό έργο και πολύ περισσότερο για φωτογραφικό έργο τέχνης, εννοούμε μια μορφή έργου πληθυντικού είδους. Μια μορφή που συντίθεται κατά βάση από ένα μικρό ή μεγάλο πλήθος εικόνων-στοιχείων, χωρίς όμως και να περιορίζεται μόνο σε αυτό. Είναι καθαρά υπόθεση του καλλιτέχνη να αποφασίσει την τελική μορφή που θα δώσει και με την οποία θα παρουσιάσει το έργο του, με δεδομένο πάντα πως η παρουσίαση αυτή συνιστά σημαντική πτυχή του έργου καθεαυτού.
Επίσης, το αντικείμενο μιας τέχνης που βασίζεται στην φωτογραφική τεχνική δεν είναι –ούτε μπορεί να είναι– η πραγματικότητα, αλλά η σχέση μας με αυτήν. Η σχέση μας με την περιβάλλουσα πραγματικότητα είναι το μόνο πράγμα που μπορούμε να γνωρίσουμε και να προσδιορίσουμε αλληλεπιδραστικά στα όρια των δυνατοτήτων μας, Βέβαια αν το σκεφτούμε κάπως καλύτερα, το αντικείμενο της τέχνης, το περίφημο «ως προς τι» αυτής της ουσιαστικά υπεριστορικής δραστηριότητας του ανθρώπου που η εξέλιξή της προσδιορίζει τις ιστορικές περιόδους του πολιτισμού κάθε ανθρώπινης κοινωνίας, ήταν πάντα αυτή η σχέση. Με τη φωτογραφική τεχνική όμως αποκτήσαμε τη δυνατότητα να εκφραστούμε σχετικά με αυτήν, όχι μιμούμενοι υποκειμενικά τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά χρησιμοποιώντας τις όψεις αυτού τού ίδιου κόσμου και μεταφέροντας στο αποτύπωμά τους την αίσθηση που μας προκαλούν καθώς σχηματίζονται ως παραστάσεις ενός νοήματος στην αντίληψή μας.
Πώς όμως γίνεται αυτό και γιατί γίνεται ανεξάρτητα από τις σκοπιμότητές μας με κάθε φωτογραφική λήψη; Πώς μεταβιβάζεται η υποκειμενικότητα του φωτογράφου στο φωτογραφικό αποτύπωμα μιας όψης των πραγμάτων, μεταμορφώνοντας τα σε εικόνα και αναπαράσταση της αίσθησης με την οποία τα προσλαμβάνουμε; Γιατί αυτό είναι γενικό και εγγενές γνώρισμα κάθε φωτογραφικής εικόνας και δεν έχει σχέση με την τέχνη της Φωτογραφίας ή με κάποιο ιδιαίτερο είδος φωτογραφικών εικόνων; Αυτά είναι μόνο μερικά από τα ερωτήματα που σχετίζονται με την Ποιητική της Φωτογραφίας και δεν μπορούν να απαντηθούν στο πλαίσιο ενός σημειώματος για την επέτειο της μέρας που η γαλλική κυβέρνηση αγόρασε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και παρουσίασε την φωτογραφική εφεύρεση ως ένα δώρο στον κόσμο, ελεύθερο δικαιωμάτων.
Ερμής Κασάπης
Φωτογράφος, Συντάκτης στα “Φωτογραφικά τετράδια”
______
[1] Roland Barthes, Ο Φωτεινός Θάλαμος, μετ. Γ. Κρητικός, Κέδρος 1983, σελ. 159.
[2] Susan Sontag, Περί Φωτογραφίας, μετ. Η. Παπαϊωάννου, ΦΩΤΟ, 1993, σελ. 167.
[3] Susan Sontag, Περί Φωτογραφίας – Φωτογραφικά Ευαγγέλια, μετ. Η. Παπαϊωάννου, ΦΩΤΟ 1993, σ. 140 κ.έ.
[4] ό.π., σελ. 140.
[5] Immanuel Kant, Κριτική της κριτικής δύναμης, μετ. Κ. Ανδρουλιδάκης, §30, Η παραγωγή των αισθητικών κρίσεων.., ΣΜΙΛΗ 2013, σ. 206.
[6] Αναφέρομαι φυσικά στην περίφημη πρώτη πρόταση των Tractatus του Ludwig Wittgenstein: «Die Welt ist alles was der Fall ist» («Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν κάθε φορά», μετ, Θ. Κιτσόπουλος.)