Περί εκφραστικών μέσων
του Ερμή Κασάπη*
Όταν λέμε πως η Φωτογραφία είναι “εκφραστικό μέσο” μπορεί μεν να συνεννοούμαστε, αλλά σαν σχήμα λόγου δεν παύει να είναι μια μεταφορά. Υποκαθιστά και υπονοεί την περιγραφή ενός τρόπου χρήσης και ένα σύνολο λεπτομερειών, που επιτρέπουν στη φωτογραφική διαδικασία να δίνει αποτελέσματα ικανά να γίνουν αντιληπτά και, υπό όρους, ως έκφραση του φωτογράφου. Όταν όμως πρέπει να απαντήσουμε για το τι είναι αυτό που η φωτογραφική διαδικασία παρέχει τελικά στο φωτογράφο, ώστε οι εικόνες που συλλαμβάνει και αποτυπώνει να λειτουργούν ως οπτικά εκφραστικά σχήματα, τότε θα πρέπει να γίνουμε πιο περιγραφικοί και περισσότερο σαφείς. Βασικά θα πρέπει να αντιληφθούμε πως, προκειμένου να εκφραστούμε χρησιμοποιώντας μια ορισμένη τεχνική διαδικασία, όπως είναι η φωτογραφική, θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να θέλουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο και να αναγνωρίζουμε σε αυτήν τη διαδικασία τη δυνατότητα να μας προσφέρει τα μέσα για να το πετύχουμε. Κοντολογίς, να αναγνωρίζουμε ότι μας παρέχονται επαρκή εκφραστικά μέσα προς αξιοποίηση, τα οποία μπορούμε να τα διαχειριστούμε, ώστε να εκφραστούμε κατά το δοκούν.
Κατ’ αυτή την έννοια, μιλώντας κυριολεκτικά, μια φωτογραφική εικόνα είναι αποτέλεσμα της χρήσης των εκφραστικών μέσων που μας παρέχει η φωτογραφική διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα: η Φωτογραφία, ως τεχνική διαδικασία, μας παρέχει τη δυνατότητα να καταγράψουμε ή να αποτυπώσουμε πράγματα και συμβάντα χρησιμοποιώντας τις οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων, όπως αυτές προκύπτουν και μεταβάλλονται από την επίδραση του φωτός. Αυτό, όταν μας απασχολεί απλώς η καταγραφή ενός πράγματος ή συμβάντος, συνήθως μας διαφεύγει, ως αυτονόητη λεπτομέρεια. Όταν όμως επιχειρούμε να εκφράσουμε και να επικοινωνήσουμε με μια εικόνα και, κυρίως, με ένα φωτογραφικό έργο, “κάτι περισσότερο” από μια αποτύπωση πραγμάτων και συμβάντων, ακόμα και αν το μόνο που επιδιώκουμε είναι να μεταδώσουμε την αίσθηση που μας προξένησε το πράγμα ή το συμβάν, τότε καταλαβαίνουμε πως η λεπτομέρεια αυτή είναι καθοριστική. Τότε, για παράδειγμα, το χρώμα, η απόχρωση, ο κορεσμός και η φωτεινότητα, το κοντά ή το μακριά στο σχεδιασμό του κάδρου, το σκιερό ή το φωτισμένο, το σχήμα των πραγμάτων, το ογκώδες ή το λεπτό, η σκληρότητα ή το απαλό της υφής, η οξύτητα ή το soft της εστίασης κ.τ.ό., αντιλαμβανόμαστε πως όλα αυτά μαζί και το καθένα χώρια, συνιστούν καθοριστικούς συντελεστές έκφρασης: κάθε τους μεταβολή επιφέρει από ανεπαίσθητες έως και δραματικές διαφοροποιήσεις στην αίσθηση που προξενεί και μεταφέρει η εικόνα. Τα εκφραστικά μέσα που παρέχει η φωτογραφική τεχνική στον φωτογράφο, δεν είναι τίποτ’ άλλο από τις οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων όπως διαμορφώνονται και μεταβάλλονται από την επίδραση του φωτός και των μεταβολών του. Η γεωμετρία του κάδρου, της σύνθεσης και της οπτικής γωνίας λειτουργούν συμπληρωματικά και συγκροτούν από κοινού με τις οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων την τελική μορφή μιας φωτογραφικής εικόνας. Μέσα από την αναγνώριση και τη διαχείριση αυτών των ιδιοτήτων μπορούμε να συλλάβουμε εικόνες παραστάσεων, που είναι ικανές να λειτουργήσουν ως οπτικά εκφραστικά σχήματα και, μάλιστα, κατά το δοκούν. Δηλαδή, εικόνες όπως ακριβώς τις θέλει ένας φωτογράφος.
Όσοι σκηνοθετούν τις λήψεις τους, κατανοούν απολύτως σε τι αναφέρομαι και το πόσο σημαντικό είναι. Ακόμα και ένα πορτρέτο να έχει φωτογραφίσει κάποιος σε συνθήκες ελεγχόμενου φωτισμού, κατανοεί την εκφραστική πληρότητα και δύναμη που διαθέτουν οι λεπτομέρειες των οπτικών ιδιοτήτων του θέματός τους. Στη φωτογραφία δρόμου, βέβαια, ή στη φωτογραφία-ντοκουμέντο, ο ισχυρισμός αυτός φαίνεται να θαμπώνει, αφού δεν υπάρχει έλεγχος των πραγμάτων και των συνθηκών φωτισμού, παρά μόνο συναπάντημα με το τυχαίο τού γίγνεσθαι και η ικανότητα ανάδειξης ή μετατροπής αυτού του τυχαίου σε μια εικόνα που να πιάνει “την ουσία της σκηνής που αναδύεται”, κατά τη γνωστή ρήση του Cartier-Bresson. Η συζήτηση σχετικά με αυτό είναι μεγάλη, διαρκεί πολλά χρόνια και δεν φαίνεται να καταλήγει, πρακτικά, παρά στο διαχωρισμό των φωτογράφων σε φυλές.
Παρ’ όλ’ αυτά όμως αυτή, η λεγόμενη και “καθαρή φωτογραφία”, εκτός από τη βαρύτητα που φαίνεται να αποδίδει στη “σκηνή”, “παίζοντας” απλά με τη σύνθεση και την οπτική γωνία, διακρίνεται και από φορμαλιστικές επιλογές, ίσως όχι τόσο εμφανείς κάποιες φορές, οι οποίες όμως λειτουργούν ρητά ή άρρητα και ως “υπογραφή” του φωτογράφου: ως ταυτότητα ενός προσωπικού ύφους. Από τις πιο εμφανείς πάντως περιπτώσεις θα αναφέρω τα φορτωμένα μαύρα του Μοριγιάμα (Daido Moriyama), την κορεσμένη χρωματικά και σχετικά υποφωτισμένη Νέα Υόρκη του Saul Leiter, το κλειστό κάδρο του William Klein, την επιτηδευμένη χρήση του φλας από τον Bruce Gilden, την έντονη χρωματική φόρμα των Alex Webb, DiGorcia κ.λπ., ως μερικά μόνο παραδείγματα φωτογράφων που αναγνωρίζουμε τη δουλειά τους όχι τόσο από τη θεματική τους όσο από την χαρακτηριστική φόρμα που την αποδίδουν. Με αυτό υπόψη ας μη ξεχνάμε πως η έννοια της “φόρμας” δεν περιγράφει παρά τον τρόπο με τον οποίον προσαρμόζουμε τα εκφραστικά μέσα που διαθέτουμε, δηλαδή τις οπτικές ιδιότητες των πραγμάτων και των συμβάντων, στις εκφραστικές μας ανάγκες.
Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, που απλώς τοποθετεί συνοπτικά την έννοια των εκφραστικών μέσων που μας παρέχει προς αξιοποίηση η φωτογραφική τεχνική, θέλω να πω και δυο λόγια για τη φωτογραφική συσκευή. Διότι αυτήν είχα κατά νου όταν μιλούσα παραπάνω για τη δυνατότητα διαχείρισης των εκφραστικών μέσων κατά το δοκούν. Η φωτογραφική συσκευή δεν διασφαλίζει μόνο λήψη και τη στερέωση του οπτικού ειδώλου των πραγμάτων. Κυρίως και ειδικά στη σύγχρονή της μορφή, όπως διαμορφώθηκε από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, λειτουργεί ως συσκευή διαχείρισης των οπτικών ιδιοτήτων, που αποκτούν τα πράγματα κάτω από το φως. Τα χειριστήρια της φωτογραφικής συσκευής, τα οποία φωτομετρούν, ρυθμίζουν το διάφραγμα, την ταχύτητα, την έκθεση, την ευαισθησία, το white balance κ.τ.ό., κάνουν αυτό ακριβώς: επιτρέπουν τη διαχείριση των οπτικών ιδιοτήτων επιτρέποντας τον μετασχηματισμό τους σε εκφραστικά μέσα του φωτογράφου. Ένα απλό “ξεφοντάρισμα”, για παράδειγμα, ή ένας υποφωτισμός σαν τεχνικός χειρισμός συνδέεται, ως δυνατότητα, με μια επιλογή έκφρασης. Από αυτή την οπτική γωνία γίνεται φανερό πως η χρήση της φωτογραφικής συσκευής δεν είναι ζήτημα ενός απλού κλικ, όπως με τόση ελαφρότητα διαδίδεται από διάφορους φωστήρες και “δασκάλους”. Είναι ζήτημα ενός κλικ μόνο για όσους δεν ενδιαφέρονται να εκφραστούν με τη Φωτογραφία. Για όσους όμως ενδιαφέρονται γι’ αυτό, η τεχνική δεξιότητα στη χρήση της φωτογραφικής συσκευής συνδέεται απολύτως με τη δυνατότητα να εκφράζονται κατά το δοκούν, και άρα να συντονίζουν τη χρήση των χειριστηρίων της συσκευής με τις εκφραστικές τους ανάγκες.
Η εκμάθηση και η εξοικείωση με τη φωτογραφική μας συσκευή είναι μια αρκετά επίπονη και περίπλοκη διαδικασία διαρκούς διερεύνησης των εκφραστικών μας δυνατοτήτων. Αυτό και για να καταλάβουμε τη στενή σχέση που συχνά διαπιστώνουμε να υπάρχει μεταξύ φωτογράφων με σημαντικό έργο και της φωτογραφικής τους μηχανής. Βλέπετε, αυτή διαμεσολαβεί για να τους εφοδιάσει με εκφραστικά μέσα και τους επιτρέπει να τα διαχειριστούν, ώστε να ξεδιπλώσουν όλη τη γκάμα των εκφραστικών τους δυνατοτήτων και αναγκών…
*Ο Ερμής Κασάπης σπούδασε (1969-1972) Γραφικές τέχνες, Φωτογραφία και Ιστορία της Τέχνης στον Αθηναϊκό Τεχνολογικό Όμιλο (Σχολή Δοξιάδη). Συνεργάστηκε στα σκηνικά με την ομάδα του Ελεύθερου Θεάτρου. Δούλεψε σε διαφημιστικές εταιρίες, περιοδικά, εφημερίδες και εκδοτικούς οίκους σαν γραφίστας, καλλιτεχνικός επιμελητής και παραγωγός εκδόσεων. Συνεργάστηκε με ιδιωτικές επιχειρήσεις και το Υπουργείο Πολιτισμού. Από το 2013 ασχολείται με τη θεωρία και τη τεχνική των φωτογραφικών εικόνων, μέσα από τα Φωτογραφικά Τετράδια (http://tetradia.site).