Εγώ ως φωτογράφος

Εγώ ως φωτογράφος

Γράφει ο Χρήστος Κοροβίλας*

Στο πρόσφατο άρθρο «Το ιδιαίτερο της Φωτογραφίας», ψάχνοντας απαντήσεις ειδικά για την τέχνη της φωτογραφίας χρειάστηκε να ξεκινήσω από τη βάση που είναι η τέχνη συνολικότερα. Έτσι το πρώτο ερώτημα ήταν: «γιατί μας τραβάει η τέχνη;»

Σίγουρα οι εξηγήσεις είναι περισσότερες από μία και όλες θεμιτές όταν απαντούν στην προσωπική ανάγκη του καθένα μας. Αναζητώντας τη δική μου ανάγκη βρήκα νόημα στην εξής απάντηση:
«Με απλά και ίσως απλοϊκά λόγια η τέχνη είναι μια γλώσσα. Κάνουμε τέχνη γιατί θέλουμε να μιλήσουμε και βλέπουμε τέχνη γιατί θέλουμε να ακούσουμε. Και αυτή η γλώσσα μας επιτρέπει να επικοινωνούμε με τον κόσμο γύρω μας και με τον κόσμο μέσα μας».

Σκαλίζοντας περισσότερο αυτή την ιδέα ανακάλυψα ότι ο κλάδος της ψυχοβιογραφίας συχνά καταφέρνει να ρίξει φως σε αυτή την ιδιαίτερη επικοινωνία που ένας καλλιτέχνης προσπαθεί να κάνει με τους γύρω του και με τον εαυτό του. Η τέχνη αποτελεί ένα κομμάτι της ζωής του καλλιτέχνη που ο ψυχοβιογράφος προσδοκά να κατανοήσει καλύτερα. Πιο συγκεκριμένα η ψυχοβιογραφία, ή ψυχολογική βιογραφία, έχει οριστεί ως «η εντατική μελέτη της ζωής ενός προσώπου ιστορικής σημασίας για την κοινωνία και τον πολιτισμό, χρησιμοποιώντας θεωρίες και μεθόδους έρευνας από την ψυχολογία και την ιστοριογραφία» (Ponterotto, 2017). Φυσικά η ψυχοβιογραφία δεν περιορίζεται αποκλειστικά στη ζωή καλλιτεχνών, προσωπικά όμως βρίσκω μεγάλο ενδιαφέρων σε εκείνες τις ψυχολογικές βιογραφίες εικαστικών και συγγραφέων. Ο ψυχοβιογράφος μελετώντας τη ζωή του καλλιτέχνη καλείται να λύσει ένα μυστήριο που του προκαλεί ενδιαφέρον. Αυτή η λύση συχνά βρίσκεται στη μελέτη προσωπικών αφηγήσεων του καλλιτέχνη (γράμματα, ημερολόγια κλπ), σε όνειρα, αναμνήσεις αλλά και στην τέχνη του.

Τελικά, διαβάζοντας μια ψυχοβιογραφία που με ενδιαφέρει συνήθως καταλήγω να αναρωτιέμαι: «τι σημαίνουν όλα αυτά για εμένα προσωπικά, επαγγελματικά και καλλιτεχνικά. Ποια στοιχεία της ιστορίας του καλλιτέχνη συναντούν τη δική μου ιστορία, τι μπορώ να σκεφτώ για τους θεραπευόμενούς μου και τι προβληματισμοί γεννιούνται για το ρόλο μου ως μαθητευόμενος φωτογράφος;»

Πράγματι, η ψυχοβιογραφία πατώντας στο όριο ανάμεσα στην επιστήμη και την τέχνη δεν ενδιαφέρεται για μια συνολικά αντικειμενική αλήθεια. Αντίθετα, κάνει υποθέσεις για την υποκειμενική εμπειρία των ανθρώπων (που είναι εξίσου πραγματική) και αντί να αποζητά γενικευμένα συμπεράσματα αναρωτιέται: «άραγε θα μπορούσαν όλα αυτά να φανούν χρήσιμα στον αναγνώστη; Θα μπορούσε, παρακινούμενος από την ιστορία ενός καλλιτέχνη να θέσει προσωπικά ερωτήματα για τον εαυτό του;»

Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον για την ψυχοβιογραφία έχει αναζωπυρωθεί, ενώ πλέον δεν αξιοποιούνται μόνο ψυχαναλυτικές θεωρίες αλλά και άλλες προσεγγίσεις όπως η αφηγηματική οπτική. Για να γίνουν όλα αυτά περισσότερο συγκεκριμένα και κατανοητά θα παρουσιάσω μια περίληψη από την πρόσφατη ψυχοβιογραφία της φωτογράφου Vivian Maier η οποία παρουσιάζεται στο βιβλίο PsychobiographicalIllustrations on Meaning and Identity in Sociocultural Contexts, στο κεφάλαιο: “Ι as photographer”: A visual narrative analysis of Vivian Maier’s self-portraits (Androutsopoulou et al, 2021).

Vivian Maier

Η Vivian Maier θεωρείται πλέον καλλιτέχνης ανάλογης σημασίας άλλων αναγνωρισμένων προσωπικοτήτων της αμερικανικής φωτογραφίας που έζησαν και εργάστηκαν στη Νέα Υόρκη από τη δεκαετία του 1930έως τις αρχές του 1960 (όπως Lisette Model, Diane Arbus, HelenLevitt και Robert Frank – Philippe, 2011). Αντίθετα με τους σύγχρονούς της φωτογράφους, η Vivian Maier δεν επιδίωξε καμία δημοσιότητα αφού κράτησε τη δουλειά της εντελώς ιδιωτική μέχρι που ανακαλύφθηκε τυχαία σε μια δημοπρασία, δύο χρόνια πριν τον θάνατό της.

Η οικογένειά της ζούσε σε συνθήκες μεγάλων αντιξοοτήτων και συγκρούσεων. Οι γονείς της χώρισαν αμέσως μετά τη γέννησή της και η Vivian ζούσε με τη μητέρα και τη φίλη της μητέρας της Jeanne Bertrand (μια βραβευμένη φωτογράφο πορτρέτων). Η Maier πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών της χρόνων στη Γαλλία και εγκαταστάθηκε οριστικά στις ΗΠΑ το 1951. Είχε αρχίσει να ασχολείται με τη φωτογραφία δύο χρόνια νωρίτερα όμως έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας ως νταντά. Ταξίδεψε μόνη της σε όλο τον κόσμο βγάζοντας φωτογραφίες και στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 επισκέφτηκε πόλεις στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Νότια Αμερική, την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Ασία, την Αίγυπτο και τα νησιά της Καραϊβικής. Τελικά άφησε πάνω από 100.000 αρνητικά, όμως οι περισσότερες φωτογραφίες της ήταν από τους δρόμους της Νέας Υόρκης και του Σικάγο.

Δεν υπάρχει καμία αναφορά για την προσωπική της ζωή. Δεν είχε συντρόφους ή στενούς φίλους που θα μπορούσαν να πουν ότι πραγματικά τη «γνώριζαν». Είχε ελάχιστη ή καθόλου επαφή με τα μέλη της οικογένειάς της και οι περισσότεροι την περιέγραφαν ως εκκεντρική, ισχυρογνώμων και περίεργη, φορούσε παλιομοδίτικα ρούχα και ανδρικά παπούτσια. Στο ντοκιμαντέρ των Maloof & Siskel για τη ζωή της, μερικά από τα παιδιά που φρόντισε(ενήλικες πια) την περιέγραφαν ως περίεργη, αυστηρή, ακόμη και κακοποιητική. Η Maier ήταν ιδιαίτερα μυστικοπαθής σε σχέση με την ιστορία της και από μαρτυρίες δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι πιθανώς υπήρξαν τραυματικά γεγονότα στη ζωή της, ίσως κάποια σεξουαλική κακοποίηση σε πρώιμη ηλικία. Συχνά προειδοποιούσε τα παιδιά που φρόντιζε να μένουν μακριά από τους άντρες και τη διαστροφή τους, μάζευε άρθρα εφημερίδων με ιστορίες εγκλήματος και κακοποίησης, ενώ τρόμαζε όταν αισθανόταν ότι κάποιος άνδρας την πλησίαζε αρκετά.

Σε μεγαλύτερη ηλικία η Maier σταμάτησε να εργάζεται ως νταντά, αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και για κάποια περίοδο έζησε ως άστεγη. Εκείνη την εποχή οι άνθρωποι τη θυμούνταν ως μια ηλικιωμένη παράξενη και αντικοινωνική κυρία: «η κυρία που κάθεται στο παγκάκι του πάρκου, που δε μιλάει σε κανέναν και που συχνά ψάχνει τα σκουπίδια και τρώει από κουτάκια κονσέρβας». Μετά από έναν τραυματισμό μεταφέρθηκε σε έναν οίκο ευγηρίας όπου πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Jon Maloof αγόρασε τα περισσότερα από τα έργα της και έτσι έγινε γνωστή η δουλειά και η ιστορία της.

Ανάλυση

Η συγκεκριμένη ψυχοβιογραφική μελέτη ορμώμενη από τις αυτο-φωτογραφίες της Maier ερεύνησε την προσπάθεια της φωτογράφου να «κατασκευάσει» (να αντιληφθεί) την εικόνα του εαυτού της κατά τη διάρκεια της ζωής της. Για τη Vivian Maier, αυτή η ιστορία αυτο-κατασκευής ειπώθηκε με τις αυτο-φωτογραφίες της και όχι με λόγια. Εξάλλου, όπως λέει ο Reissman (2008) μια φωτογραφία «παγώνει μια στιγμή στον χρόνο, διατηρώντας ένα θραύσμα αφηγηματικής εμπειρίας που διαφορετικά θα χανόταν». Η Maier φαίνεται πως προσπαθούσε να απαντήσει στο βασικό υπαρξιακό ερώτημα «Ποια είμαι;», τραβώντας φωτογραφίες του εαυτού της μέσα από αντανακλάσεις σε καθρέπτες, βιτρίνες, γυαλιά ή σκιές στο πεζοδρόμιο.

Η συγκεκριμένη μελέτη υιοθέτησε την αφηγηματική οπτική και πιο συγκεκριμένα την οπτική αφηγηματική ανάλυση. Οι ερευνητές τοποθέτησαν τις αυτο-φωτογραφίες της Vivian Maier σε χρονολογική σειρά ανιχνεύοντας το εξής βασικό θέμα ζωής: «Εγώ ως φωτογράφος».

Τhe official Vivian Maier webpage (vivianmaier.com)

Στη συντριπτική πλειοψηφία αυτών των φωτογραφιών η Maier κρατά τη φωτογραφική μηχανή σε πλήρη θέα, σαν να θέλει να τονίσει την ταυτότητά της ως φωτογράφος. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες το θέμα ζωής ακολούθησε μια σταδιακή ανάπτυξη και εξέλιξη με τη Vivian Maier να εκθέτει σταδιακά όλο και περισσότερο το πρόσωπό της και να μην παρουσιάζει στα κάδρα της τη φωτογραφική μηχανή (ένδειξη αυξημένης αυτοπεποίθησης – καλύτερη αίσθηση εαυτού). Στο βασικό θέμα ζωής: «Εγώ ως φωτογράφος» δίνεται έμφαση όλο και περισσότερο στην πτυχή του «εγώ» παρά σε εκείνη της «φωτογράφου». Στη συνέχεια όμως, καθώς περνούν τα χρόνια το θέμα ζωής ακολούθησε μια πτωτική πορεία με τη φωτογραφική μηχανή να εμφανίζεται ξανά και σταδιακά να αποκτά κεντρική θέση στα κάδρα, μέχρι που καλύπτει ολοκληρωτικά το πρόσωπο της Maier (ένδειξη μειωμένης αυτοπεποίθησης).Έτσι η εστίαση του θέματος ζωής αλλάζει και από το «εγώ» δίνεται μεγαλύτερη έμφαση στην πτυχή της «φωτογράφου». Τελικά, στην τελευταία φωτογραφία τόσο η Vivian όσο και ο φωτογραφικός φακός εξαφανίζονται, με τα ρούχα της να τοποθετούνται συμβολικά στον χώρο αντικαθιστώντας τον «εαυτό» που πλέον λείπει.

Σκέψεις για την Maier

Κανείς θα περίμενε ότι μεγαλώνοντας και αποκτώντας νέες εμπειρίες η Maier θα ανέπτυσσε μια καλύτερη αίσθηση εαυτού και ακολούθως λιγότερη αναστολή στην αυτο-παρουσίασή της (Suler, 2015). Αλλά αυτό δε φάνηκε να ισχύει. Είναι πιθανό ότι η Maier έπασχε από μία ή περισσότερες διαταραχές προσωπικότητας μεσυμπτώματα που επιδεινώθηκαν με την ηλικία – όπως φαίνεται από την ανάγκη της για απομόνωση, την έλλειψη προσωπικών σχέσεων ή σεξουαλικού ενδιαφέροντος, το επίπεδο συναίσθημα και την υπερβολική συσσώρευση αντικειμένων (hoarding). Πιθανώς στη βάση αυτής της αρνητικής εξέλιξης να βρισκόταν το πρώιμο τραύμα.

Στην εισαγωγή ενός βιβλίου για το έργο της, η Elizabeth Avedon (2013) γράφει ότι η Maier ήταν μια «ανένταχτη ιδιοφυΐα» που δε χρειαζόταν κοινό όπως οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Αλλά σύμφωνα με τον Suler (2015), «αν (οι φωτογράφοι)πάρουν θετικά σχόλια από άλλους ή αν δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα η κριτική, τείνουν να γίνονται πιο δημιουργικοί, αυθόρμητοι και περισσότερο αποκαλυπτικοί στις αυτοπροσωπογραφίες τους, κάτι που μπορεί να δηλώνει αυξημένη αυτό-αποδοχή και αυτοπεποίθηση». Σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει μια σταδιακή τάση για περισσότερη αυτο αποκάλυψη και λιγότερη αναστολή. Όμως είδαμε ότι στις αυτοπροσωπογραφίες της Maier υπήρξε μια αντίθετη πορεία.

Φαίνεται ότι μέχρι κάποιο σημείο η Maier μπόρεσε να αντισταθμίσει την έλλειψη οικογενειακών δεσμών με τις οικογένειες για τις οποίες δούλευε. Η αυτοπεποίθησή της, όπως φαίνεται στις αυτοπροσωπογραφίες της, έμοιαζε να είναι στα ύψη την περίοδο που η οικογένεια Gensburg την χρειαζόταν περισσότερο. Σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή, ένας άλλος εργοδότης που επρόκειτο να υιοθετήσει ένα παιδί την άκουσε να παραπονιέται και να λέει ότι χρειαζόταν και η ίδια φροντίδα. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό της, μια άλλη γνωστή της την είδε τυχαία και θυμάται ότι η Maier την αποκάλεσε «φίλη μου» και της ζήτησε να σταματήσει και να της μιλήσει.

Άραγε θα ήταν διαφορετική η πορεία της ζωής της αν είχε αναζητήσει περισσότερο στενές προσωπικές σχέσεις ή/και μια μεγαλύτερη καλλιτεχνική αναγνώριση παρουσιάζοντας τη δουλειά της σε ένα ευρύτερο κοινό; Είναι αυτή η έλλειψη ανθρώπινης επαφής που τελικά επηρέασε την αίσθηση που είχε για τον εαυτό της;

Σκέψεις για τον αναγνώστη

Τι σκέψεις μπορούμε να κάνουμε για τον δικό μας εαυτό; 

Όπως καταλήγουν οι συγγραφείς της μελέτης, φαίνεται πως όταν βρισκόμαστε ανάμεσα σε ανθρώπους που μπορούν να μας κοιτάξουν με μια ενσυναισθητική ματιά (είτε πρόκειται για διαπροσωπικές σχέσεις ή για το ευρύτερο κοινό ενός καλλιτέχνη) η αίσθηση που έχουμε για τον εαυτό μας ευδοκιμεί. Ειδικά στην περίπτωση του ψυχικού τραύματος, η αίσθηση ασφάλειας και μια επανορθωτική συναισθηματική επαφή μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην επούλωση και την ανάκαμψη ενός ανθρώπου.

Κάνοντας μερικές προσωπικές σκέψεις η παραπάνω ψυχοβιογραφία με προβληματίζει σε σχέση με τον μύθο του «Μποέμ Καλλιτέχνη». Είναι μάλλον γνωστή η εντύπωση ότι για να θεωρηθεί σημαντικός ένας καλλιτέχνης θα πρέπει να βιώσει μεγάλη ανέχεια και δυσκολία προκειμένου να λάμψει το ταλέντο του. Αυτή η παρανόηση δημιουργεί ένα αρνητικό κλίμα ανάπτυξης για έναν φωτογράφο (ηθοποιό, λογοτέχνη, μουσικό κ.λπ.) αφού υπονοεί ότι στο όνομα της υψηλής τέχνης θα πρέπει να υποβάλει τον εαυτό του σε συνθήκες ανέχειας ή ακόμα χειρότερα θα πρέπει να ανέχεται συμπεριφορές εκμετάλλευσης και κακοποίησης. Αυτό το θέμα απασχόλησε ιδιαίτερα την κοινωνία τα τελευταία δύο χρόνια με το κίνημα me too.

Ένας άλλος προβληματισμός μου με αφορμή την ψυχολογική βιογραφία της Vivian Maier είναι ο μύθος του «Τρελού Καλλιτέχνη». Είναι η παρανόηση ότι κανείς χρειάζεται να είναι αρκετά τρελός για να είναι δημιουργικός. Αντίθετα, ψυχοβιογραφίες όπως της Vivian Maier, του Vincent van Gogh και της Virginia Woolf δείχνουν ότι οι άνθρωποι που έχουν δυσκολίες αν τύχει να είναι και δημιουργικοί τότε μπορεί να έχουν μια σημαντική πηγή στήριξης μέσα από την τέχνη τους. Δεν σημαίνει ότι η τέχνη πηγαίνει μαζί με κάποια ψυχική διαταραχή ή ότι η τέχνη από μόνη της σώζει ζωές. Αντίθετα, σημαίνει ότι η τέχνη είναι για πολλούς ανθρώπους μια σημαντική βοήθεια και μπορεί να συμβάλλει σε μια μεγαλύτερη ψυχική ανθεκτικότητα. 


Αναφορές:

Androutsopoulou, A., Tsatsaroni, Ch., Koutsavgousti, G., Thanopoulou, K. (2021). “Ι as photographer”: A visual narrative analysis of Vivian Maier’s self-portraits. In Claude-Helene Mayer, Paul Fouche et al (Eds.), Psychobiographical illustrations on meaning and identity in sociocultural contexts. Palgrave MacMillan.

 Avedon, E. (2013). Self-portrait: My impression of Vivian Maier. In J. Maloof (Ed.), Vivian Maier:Self-portraits (pp. 7-12). PowerHouse Books.

 Maloof, J. & Siskel, C. [Directors & producers] (2013). Finding Vivian Maier [Documentary].Ravine Pictures, LLC

Philippe, J. (2011). A compared analysis of Vivian Maiers work. Retrieved fromhttp://jophilippe.wordpress.com/

Ponterotto, J. G., & Reynolds Taewon Choi, J. D. (2017). Ethical and legal considerations inpsychobiography. American Psychologist, 72, 446–458.http://dx.doi.org/10.1037/amp0000047

 Riessman, C. K. (2008). Narrative methods for the human sciences. Sage Publications, Inc.

 Suler, J. (2015). The varieties of self-portrait experiences. Photographic psychology: Image andpsyche. Retrieved from: http://truecenterpublishing.com/photopsy/selfportraits.htm

_____________________________

*Ο Χρήστος Κοροβίλας είναι Κλινικός Ψυχολόγος – Συστημικός Ψυχοθεραπευτής

https://www.korovilas.gr

(Φωτογραφικό ψευδώνυμο Sisyphus Kane)