6 + 1 φωτογράφοι αναζητούν τη φωτογραφία | Ηρακλής Παπαϊωάννου
Ερώτηση προς κ. Ηρακλή Παπαϊωάννου: Θεωρείτε ότι η φωτογραφία αποτελεί πηγή Ιστορίας;
Αν ναι, ποια είναι τα όρια της φωτογραφίας για να καταλάβουμε και να γνωρίσουμε το παρελθόν;
Η Ιστορία είναι, σύμφωνα με τους λεξικογραφικούς ορισμούς η αφήγηση σημαντικών γεγονότων του παρελθόντος που έχουν επιδράσει στη διαμόρφωση του κόσμου, των ανθρώπινων κοινωνιών. Παρότι διαθέτουμε έγκυρα ιστορικά κείμενα τουλάχιστον από την ελληνική αρχαιότητα, η σημασία της έγινε περισσότερο φανερή στα νεωτερικά χρόνια, όταν άρχισαν να συγκροτούνται τα κράτη-έθνη και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Οι ετερογενείς πληθυσμοί τους έφεραν στην επιφάνεια την ανάγκη μιας συνεκτικής ιστορικής αφήγησης που θα μπορούσε να συμβάλει στην κοινωνική και εθνική ομοιογένεια μέσα από τη δημιουργία συλλογικής μνήμης. Με την έννοια αυτή, η Ιστορία αναπτύχθηκε ως επιστήμη αλλά εργαλειοποιήθηκε επίσης από την εξουσία. Η νεωτερικότητα όμως κυοφόρησε και τη φωτογραφία που, από την ανακοίνωσή της σχεδόν το 1839, περιβλήθηκε με την αύρα του απόλυτου τεκμηρίου. Ο William Ivins Jr. σημείωνε γι’ αυτό χαρακτηριστικά το 1953 ότι «ο 19ος αιώνας ξεκίνησε με τους ανθρώπους να πιστεύουν ως αληθινό ότι φαινόταν λογικό και έκλεισε αντίστοιχα με τους ανθρώπους να πιστεύουν ως αληθινό ότι μπορεί να ιδωθεί σε φωτογραφική μορφή».[1] Η αταλάντευτη πίστη στην αλήθεια της φωτογραφίας την αναγόρευσε σε μέσο καταγραφής γεγονότων και εικονογράφησης της ιστορίας. Καθόλου παράδοξα τότε, έγινε ευρέως αποδεκτή η παραδοχή ότι «η Ιστορία του 20ου αιώνα γράφτηκε με φωτογραφίες» (και φυσικά με εικόνες κινηματογραφικές, αργότερα και τηλεοπτικές).
Τη θερμή αντιπολεμική και αντισυστημική δεκαετία του ’60, η τεχνική εικόνα (αυτή που παράγεται από μια συσκευή) προσέφερε πληθώρα αμάχητων τεκμηρίων για κρατικές και στρατιωτικές ωμότητες, διαφεύγοντας του ελέγχου της εξουσίας και συμβάλλοντας στα τέλη της δεκαετίας στη δημιουργία ενός εύφλεκτου κοινωνικού μίγματος σε πολλές «ανεπτυγμένες» χώρες. Καθόλου τυχαία ίσως, τη δεκαετία που ακολούθησε η θεωρία «σχετικοποίησε» βολικά την ικανότητα της φωτογραφίας να περιγράφει πιστά την πραγματικότητα, ενώ παράλληλα επιβλήθηκαν δραστικοί περιορισμοί στις μαρτυρίες από τις εμπόλεμες ζώνες όπου επιχειρούσαν οι «ανεπτυγμένοι» λαοί. Το ερώτημα έμεινε μετέωρο να πλανάται: γιατί περιορίζει κανείς ένα μέσο που περιγράφει ατελώς τα γεγονότα;
Υπάρχει όμως απόλυτα αντικειμενικό μέσο, όταν μεσολαβεί ανθρώπινος παράγοντας; Ο λόγος, το κατεξοχήν ιστοριογραφικό μέσο, μπορεί να θεωρείται δεδομένα αντικειμενικός; Η απάντηση είναι πως από τα χρόνια του Θουκυδίδη ακόμη η διασταύρωση πηγών, δηλαδή η τεκμηρίωση, θεωρήθηκε καταλυτική. Η αντικειμενικότητα συνεπώς δεν είναι εγγενής υπόθεση ενός μέσου, αλλά περισσότερο ζήτημα επιστημονικής μεθοδολογίας. Προφανώς η ίδια μεθοδολογία ισχύει για τη φωτογραφία, η οποία πάντως διαθέτει μια πολύτιμη ιδιαιτερότητα: ο δημιουργός των εικόνων είναι ντε φάκτο αυτόπτης μάρτυρας του γεγονότος που καταγράφει, πράγμα καθόλου δεδομένο για τον δημοσιογράφο, αναλυτή ή ιστορικό. Πώς θα γίνει άραγε η συγγραφή της σύγχρονης Ιστορίας μελλοντικά εν μέσω οργανωμένων fake news και ελεγχόμενων μέσων ενημέρωσης που βυθίζουν τον δημόσιο λόγο σε ένα πλαίσιο μετα-αλήθειας;
Η φωτογραφία είναι πολύτιμη όχι μόνο στην εικονογράφηση της Ιστορίας αλλά στη διασταύρωση πληροφοριών και ως ιστοριογραφικό μέσο το ίδιο. Ασφαλώς απαιτεί προσοχή η μελέτη και η ανάλυσή της, όπως και κάθε ιστορικής πηγής. Τα όρια που συναντά ως μέσο για την κατανόηση του παρελθόντος είναι διακριτά: κατ’ αρχάς, η έλλειψη συχνά επαρκών στοιχείων για τη συνθήκη της λήψης. Κατά δεύτερον, κάποιες φωτογραφίες αλλοιώνονται σκόπιμα για να υπηρετήσουν μια συγκεκριμένη εκδοχή, όπως μας διδάσκουν τα γεγονότα της παρισινής κομούνας ήδη από το 1871. Άλλες πάλι τίθενται, επίσης σκόπιμα, εκτός κυκλοφορίας γιατί το περιεχόμενό τους δεν συνάδει με το επίσημο αφήγημα. Πέρασαν πολλές δεκαετίες για να δει το κοινό την εικόνα του Βλαντιμίρ Λένιν καθηλωμένου σε αναπηρικό καροτσάκι, όπως και εκείνη, αντίστοιχα, του Προέδρου Αϊζενχάουερ. Δεν είναι δημοφιλής η εικόνα ηγετών σε συνθήκη αναπηρίας. Την Ιστορία, άλλωστε, όπως είναι ευρέως γνωστό, γράφουν κατά βάση οι νικητές και οι ισχυροί, οι οποίοι συχνά απαλείφουν τεκμήρια αντίθετα με την κυρίαρχη εκδοχή. Και η Ιστορία, άλλωστε, με τη σειρά της γνωρίζει πώς να εκδικείται, συνήθως ετεροχρονισμένα.
Εκτός, όμως, από τη μακροϊστορία η φωτογραφία συμβάλλει αποτελεσματικά και στη μικροϊστορία ενός τόπου, μιας κοινότητας, μιας κοινωνικής ομάδας ή τάξης. Πληθωρική όπως είναι στην παραγωγή εικόνων, επιτρέπει να εξετάσει κανείς μεγάλους αριθμούς έργων φτιαγμένων συχνά από ερασιτέχνες, τεχνίτες του μέσου, επαγγελματίες του μεροκάματου. Πολλές από αυτές τις «ανεπίσημες» φωτογραφίες δεν είναι ίσως σημαντικές καθαυτές, αλλά επιτρέπουν αθροιστικά τη συγγραφή τμημάτων μιας άλλης Ιστορίας, ανεπίσημης, που έρχεται από τα κάτω. Για όλους αυτούς και για άλλους ακόμη λόγους η φωτογραφία είναι πολύτιμη στη μελέτη και τη συγγραφή της Ιστορίας. Τα εύλογα ερωτηματικά σχετικά με την αξιοπιστία της καλό είναι να αποτελούν μέρος του διαλόγου, όπως θα όφειλε να γίνεται για κάθε μέσο. Η απόσταση άλλωστε της ιστορικής αφήγησης από την αλήθεια μπορεί να είναι κατά περίπτωση μικρή ή χάσμα δυσθεώρητο. Και γι’ αυτή τη μεγάλη διακύμανση σίγουρα δεν οφείλεται η φωτογραφία.
Ηρακλής Παπαϊωάννου
Επιμελητής MOMus-ΜΦΘ
[1] William Ivins Jr., Prints and Visual Communication, Harvard University Studio Press, Cambridge 1953, σελ.94.