Νίκος Οικονομόπουλος – Ο magnumίστας Έλληνας φωτογράφος
Ο κόσμος που έχεις στο κεφάλι σου: αυτό καθορίζει το ύφος, το στυλ των πραγμάτων.
Ο Νίκος Οικονομόπουλος γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1953. Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε περιοδικά για πολλά χρόνια.
Άρχισε να φωτογραφίζει το 1979 και έως το 1988 ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη φωτογραφία.
Δεν πέρασα το στάδιο του ερασιτεχνισμού. Ως το 1988 δεν ήμουν φωτογράφος. Ημουν δημοσιογράφος. Φωτογράφιζα τα Σαββατοκύριακα.
Τη χρονιά εκείνη παραιτήθηκε από την εφημερίδα όπου εργαζόταν για να αφιερώσει όλο του το χρόνο στη φωτογραφία.
Δεν ξεκίνησα παίρνοντας μια μηχανή και φωτογραφίζοντας ηλιοβασιλέματα. Είδα ένα βιβλίο τού Cartier Bresson σε ηλικία 27 ετών και γοητεύθηκα. Αρχισα λοιπόν να παίρνω βιβλία. Για τα επόμενα τρία χρόνια είχα πάρει 30 βιβλία – ήταν και ακριβά τότε, δεν τα έβρισκες καν στην Ελλάδα.
Τα επόμενα δύο χρόνια ταξιδεύει και φωτογραφίζει στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Το 1990 ψηφίζεται δόκιμο μέλος του MAGNUM και οι φωτογραφίες του αρχίζουν να δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά σε ολόκληρο τον κόσμο. Την ίδια χρονιά αρχίζει να φωτογραφίζει στις υπόλοιπες Βαλκανικές χώρες. Για τη δουλειά αυτή βραβεύεται το 1992 με το «Mother Jones Award» (Σαν Φρανσίσκο). Το 1994 ψηφίζεται μόνιμο μέλος του MAGNUM και ολοκληρώνει τη δουλειά του στα Βαλκάνια. Φωτογραφίζει επίσης του τσιγγάνους στην Ελλάδα, στα πλαίσια ενός πανευρωπαϊκού project για τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό που του ανατέθηκε από τη γαλλική φιλανθρωπική οργάνωση “Les petits fres des Pauvres”.
Το 1995 εκδίδεται το βιβλίο του In the Balkans στη Νέα Υόρκη και στην Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια των ετών 1995-96 του ανατίθεται να φωτογραφήσει τους λιγνιτωρύχους στην Ελλάδα, τη μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη και την πόλη του Τόκιο. Επίσης, φωτογραφίζει στο Ισραήλ, στη Μολδαβία, στα Αραβικά Εμιράτα, στην Ισπανία, στη Σερβία. Το 1997-98 φωτογραφίζει τους κατοίκους της πράσινης γραμμής στην Κύπρο, τους λαθρομετανάστες στην Ελληνοαλβανική μεθόριο, τους νέους στην Ιαπωνία. Φωτογραφίζει στη FYROM, στην Αλβανία, στην Ίμβρο, στην Κορσική, στην Ελληνοτουρκική μεθόριο, ενώ ξεκινάει το νέο το μακροχρόνιο project σχετικά με την Ελληνική διασπορά σ’ 0λόκληρο τον κόσμο. Το 1999-2000 καλύπτει τη μαζική φυγή των Αλβανών από το Κόσοβο και φωτογραφίζει στην Τσεχία, τη Γαλλία, τη Σκοτία και την Κωνσταντινούπολη.
Το 2000 ολοκληρώνει το project για ένα βιβλίο, για το οποίο φωτογράφισε περίπου 70 αφηγητές/παραμυθάδες σε 25 νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα ξεκινά ξανά να φωτογραφίζει στην Τουρκία προκειμένου να ολοκληρώσει ένα μακροχρόνιο προσωπικό έργο για τη χώρα.
Η γοητεία της φωτογραφίας είναι η στιγμή της λήψης. Τότε αισθάνεσαι μια περίεργη χαρά. Είναι σαν ένας οργασμός, μικρότερος ή μεγαλύτερος. Δηλαδή συντρέχουν κάποιες προϋποθέσεις, κάποιες συντεταγμένες, μέσα από τις οποίες υπάρχει μια κορύφωση. Αυτή η στιγμή της κορύφωσης, η στιγμή που πατάς το κουμπί και ξέρεις ότι βγάζεις μια καλή φωτογραφία είναι η πεμπτουσία της όλης ιστορίας. Το τύπωμα μετά είναι μάλλον διαδικασία.
Οι φωτογραφίες του Νίκου Οικονομόπουλου έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά, μεταξύ των οποίων The New York Times, The Independent, Die Zeit, El Pais, Liberation, Le Monde, De Morgen, The Guardian, The Observer, ενώ έχουν εκτεθεί στις Η.Π.Α., στο Μεξικό, στη Γαλλία, στην Ιαπωνία, στη Σουηδία, στη Δανία, στην Ιταλία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Ελλάδα κ.λπ.
Το ζητούμενο στην ιστορία της φωτογραφίας είναι πάντα για τους φωτογράφους που ασχολούνται με την πραγματικότητα η υπέρβαση αυτής της πραγματικότητας. Είναι μια στιγμή όπου συντρέχουν κάποια δεδομένα, είτε είναι στη φόρμα είτε στο περιεχόμενο είτε στη στιγμή, αυτή καθαυτή τη στιγμή που όλα λειτουργούν. Είναι “όταν μπαίνει στην ίδια ευθεία η καρδιά και το μυαλό”. Εκείνη είναι η κατάλληλη στιγμή για να πατήσεις το κουμπί.
Οι καλές φωτογραφίες δεν γίνονται εύκολα κατανοητές. Συνήθως ο πολύς κόσμος και είναι λογικό αυτό, δεν είναι περίεργο στέκεται στις πιο απλές φωτογραφίες. Ή στέκεται σ’ αυτές που δεν καταλαβαίνει καθόλου και του επιβάλλονται εκ των άνωθεν, από τις εφημερίδες π.χ. Αυτά που του αρέσουν είναι μέτρια πράγματα, δεν είναι εξαιρετικά. Τα εξαιρετικά πράγματα δυστυχώς εισπράττονται σε όλη τους την έκταση από μικρό κοινό. Μακάρι να ήταν αλλιώς. Από την άλλη, είναι λάθος, νομίζω, για έναν καλλιτέχνη να περιορίζεται θεωρώντας δεδομένο ότι απευθύνεται σε ένα μικρό κοινό. Πιστεύω ότι είναι σωστό να απευθύνεσαι σε ένα ευρύ κοινό, κι ό,τι γίνει. Αλλωστε συχνά το κοινό έχει ένα κριτήριο και δεν κάνει χοντρά λάθη. Μπορεί να μην αντιλαμβάνεται με σαφήνεια περί τίνος πρόκειται, αλλά έχει μια αίσθηση και λέει ότι “εδώ κάτι γίνεται”.
Οι φωτογραφίες λένε ψέματα με την εξής έννοια: η αλήθεια δεν μπορεί να είναι μια παγωμένη στιγμή από ένα κάδρο το οποίο έχεις επιλέξει αυτό, ούτε εκείνο, ούτε το άλλο. Άρα είναι μια επιλεγμένη χρονικά στιγμή σε ένα συγκεκριμένο κάδρο που είναι αυτό κι όχι εκείνο. Αυτό δεν μπορεί παρά να περιέχει ψέματα. Η αλήθεια είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο. Αυτό που λένε ότι η φωτογραφία αξίζει όσο χίλιες λέξεις, νομίζω ότι είναι μύθος, εντελώς. Η φωτογραφία έχει την ικανότητα να λέει ψέματα. Αυτό που έχουν δοκιμάσει οι πιο σημαντικοί φωτογράφοι τα τελευταία 150 χρόνια, είναι το πώς θα λένε ψέματα με γοητευτικό τρόπο. Παραμύθια λένε. Είναι τόσο διαφορετικές οι προσεγγίσεις για το ίδιο θέμα, που ποια απ’ όλα αυτά είναι η αλήθεια; Θέλει πολύ ψάξιμο να την προσεγγίσεις και να την αγγίξεις την αλήθεια. Η φωτογραφία δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Η φωτογραφία είναι για τεμπέληδες, έχει να κάνει με εντυπώσεις. Είναι μια εντύπωση. Και η εντύπωση έχει τεράστια περιθώρια λάθους. Καμία σχέση με την αλήθεια.