Δημήτρης Λέτσιος – Οδοιπόρος στο φως και τη σκιά της Ελλάδας
«Ο Λέτσιος διέσχισε το σώμα της πόλης αναζητώντας αθέατες πτυχές, στιγμές και σκηνές που κρατούσαν ευκρινή απόσταση από την επίσημη ιδεολογική βιτρίνα, αναδεικνύοντας ένα ελλειπτικό, αλλά βαθιά ανθρώπινο πρόσωπο της πόλης του Βόλου».
Ηρακλής Παπαϊωάννου
Ο Δημήτρης Λέτσιος γεννήθηκε στην Ανακασιά, προαστιακό μεγαλοχώρι του Βόλου κάτω από τη Μακρινίτσα, στις 12 Δεκεμβρίου 1910. Υπήρξε το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, επιστρέφοντας το 1909 από τη σκληρή δουλειά στα εστιατόρια του Σαν Φρανσίσκο, αγόρασε ένα κεντρικό αρτοποιείο κοντά στην παραλία του Βόλου. Η μητέρα του είχε πηλιορείτικη καταγωγή. Παρά το γεγονός ότι η πατρική επιχείρηση ήταν αρκετά ανθηρή ώστε να ευνοεί τη μόρφωση και παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, παράτησε το σχολείο μικρός και έπιασε δουλειά στο φούρνο. Η εργασία στο φούρνο ήταν κοπιαστική, πολύωρη και περιοριστική. Έτσι, καλλιέργησε ως αντίβαρο από νεαρή ηλικία την αγάπη για την ύπαιθρο, την οποία επισκεπτόταν σε κυριακάτικες πορείες και οργανωμένες εκδρομές. Ξεκίνησε να φωτογραφίζει το 1934 με μια φτηνή μηχανή και η φωτογραφία αναδείχθηκε σύντομα σε μέσον καταγραφής των περιπλανήσεών του.
Στο τέλος του μεσοπολέμου, μετά από σκληρές οικονομίες, παρήγγειλε τη γερμανική Super Ikonda, με αρνητικό 6 Χ 6 εκ. Η μηχανή αυτή στην κατοχή κατέληξε σε μια φιλική οικογένεια στον κάμπο, που την αντάλλαξε με στάρι για λόγους επιβίωσης. Μετά την απελευθέρωση υποβλήθηκε σε μεγάλες θυσίες για να αποκτήσει νέα μηχανή.
Στην κατοχή ο φούρνος επιτάχθηκε από τους Ιταλούς. Ο Λέτσιος οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ Βόλου της οποίας έγινε πρόεδρος. Βγήκε στο βουνό στην περιοχή του Πηλίου, οργανώνοντας αντιστασιακές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αλλά δεν φωτογράφισε την Εθνική Αντίσταση λόγω έλλειψης φωτογραφικών υλικών. Μετά τα Δεκεμβριανά, συνελήφθη στο φούρνο, οδηγήθηκε στη φυλακή και την εξορία ενώ αργότερα αυτοεκτοπίστηκε για ένα διάστημα στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Μετά τον πόλεμο, η φωτογραφία αναδείχθηκε σε μέσον καταγραφής των περιπλανήσεών του στην αγαπημένη του ύπαιθρο και στην οποία ο Λέτσιος φωτογράφησε για όλη του τη ζωή.
Ο Δημήτρης Λέτσιος είναι «ο ζωγράφος της αγροτιάς, σεμνός, μεθοδικός και ταλαντούχος», «μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην ιστορία της φωτογραφίας και ένα μοναδικό χαρακτήρα, στο ανθρώπινο μωσαϊκό της Θεσσαλίας».
Κυρίαρχο στοιχείο στο ύφος των φωτογράφων του, είναι η καταγραφή του χώρου, του τοπίου και της φύσης, αλλά και του τρόπου ζωής των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου.
Φιλοτεχνεί έτσι μια εικόνα της Ελλάδας που λανθάνει και αποκαλύπτει ένα τοπίο όμορφο μέσα στη βιωματική του αλήθεια και όχι το εικονικό του στερεότυπο. Χαρακτηριστική πτυχή του τοπιογραφικού του έργου αποτελεί η εισαγωγή, σε πολλές περιπτώσεις, ενός ανθρώπου που κάθεται σε μια πέτρα, στις πολεμίστρες ενός κάστρου, στο χείλος μιας πλαγιάς, ατενίζοντας το τοπίο. Εδώ φωτογραφίζεται συγχρόνως η πράξη του να είσαι παρατηρητής του τοπίου, σε ένα ύφος που ακροβατεί μεταξύ πρόχειρης σκηνοθεσίας και αυθόρμητης πόζας. Στην πρώιμη περίοδό του ανακύπτουν και ομαδικά πορτραίτα στην εξοχή καταδεικνύοντας, συνειδητά ή ασυνείδητα, την «αποίκιση» του τοπίου από τον αστό εκδρομέα.
Στο πλαίσιο του ζωτικού του ενδιαφέροντος για την παράδοση καταγράφει φορητά εικονίσματα, τοιχογραφίες, τέμπλα, σκεύη, μικρογλυπτά, υφαντά, πίνακες, επιγραφές, ξυλόγλυπτα έπιπλα κλπ. Καταγράφει λαϊκά δρώμενα, παραδοσιακούς χορούς, πανηγύρια και εκδηλώσεις, όπου τεκμηριώνονται ενδυμασίες και πολύχρονα έθιμα. Ακόμη αναδεικνύει πέτρινες στέγες ή τοξωτές γέφυρες, σε συσχετισμό με τη φόρμα του τοπίου, ανακαλώντας τον στοχασμό του Άρη Κωνσταντινίδη. Η καταγραφή αντικειμένων της παράδοσης και της λαϊκής τέχνης είναι συνήθως μετωπική, χωρίς ιδιαίτερη ακρίβεια στη σύνθεση καθώς δεν επιχειρείται προσωπική προσέγγιση αλλά ένα είδος «υποχρεωτικής εργασίας»: αποτυπώνονται μορφές και υλικά, μοτίβα και λεπτομέρειες, σε ένα εκτεταμένο αρχείο που συνδέεται με το βαθύτερο πυρήνα του έργου του και τη σχέση της φωτογραφίας με την εμπειρική λαογραφία.
Κατά τον Γιάννη Μουγογιάννη «το εξηντάχρονο φωτογραφικό του οδοιπορικό, χαρακτηρίζεται από την αγωνία να εντοπίσει και να αναδείξει αισθητικά τα σημάδια της πολιτιστικής, και όχι μόνον, πράξης ενός λαού, που τον διέκρινε η καλαισθησία στην εφαρμογή των όποιων χρηστικών στοιχείων εξυπηρετούσαν τον καθημερινό του βίο».
Μια άλλη μεγάλη ενότητα φωτογραφιών του Δημήτρη Λέτσιου αφορά στα πορτραίτα ανθρώπων τους οποίους συναντούσε, απροσχεδίαστα, στις πορείες και τις περιπλανήσεις του. Η αναζήτηση της ανθρώπινης μορφής υπήρξε αντίστοιχα συνεπής με αυτήν του τοπίου, καθώς δεν τον ενδιέφερε το πορτραίτο ως φωτογραφικό είδος αλλά η ανθρώπινη συνθήκη την οποία διερευνούσε στη συνεχή διασταύρωσή του με την τροχιά και τη ζωή άλλων ανθρώπων. Αναζητούσε με κάποια επιμονή τις επιβλητικές γεροντικές μορφές, τις «κυρούλες», καθώς και τα παιδιά. Το σύνολο σχεδόν των πορτραίτων του αφορά στους ανώνυμους ανθρώπους της εργασίας που συναντά στο δρόμο, το χωράφι, την πλατεία, το παζάρι: αγρότες και αγωγιάτες, βοσκοί και ψαράδες, λούστροι και οργανοπαίκτες. Η ισχυρή πλειοψηφία μάλιστα είναι άνθρωποι της υπαίθρου. Ο φίλος και συνοδοιπόρος Νίκος Κολοβός επισημαίνει ότι ενδιαφερόταν συνήθως για αυτούς που διατηρούσαν μια «ωραία ή άσχημη αυθεντικότητα».
Συχνά φωτογράφιζε τον άνθρωπο σε διάφορες στάσεις, αποστάσεις και γωνίες λήψης, δημιουργώντας μια ακολουθία λήψεων όπου η φιγούρα απομακρύνεται ή χάνεται στο τοπίο. Δεν δίσταζε μάλιστα να χαμηλώσει τη γωνία λήψης, δίνοντας αέρα ψυχολογικής υπεροχής στο θέμα του, πράγμα σημαντικό αν κανείς σκεφτεί ότι τα μοντέλα του ήταν απλοί αγρότες, ανώνυμοι χωρικοί.
«…Η φωτογραφία μου στρέφεται γύρω από τον Άνθρωπο. Από νέος διάβαζα πάρα πολύ. Στο μαγαζί τις ώρες της αργίας πάντα διάβαζα όσα βιβλία μπορούσα να αγοράσω και με γέμιζαν πληροφορίες. Αργότερα, όταν ασχολήθηκα με τον κάμπο, γνώριζα ότι η γυναίκα της εποχής του μεσοπολέμου δεν είχε καμία κοινωνική αξία. Έβλεπα καθημερινά την αδικία που δεχόταν η γυναίκα αγρότισσα κι ένοιωθα την υποχρέωση να ‘μιλήσω’ γι’ αυτήν…» (Δ. Λέτσιος)
Η λογοτεχνία υπήρξε σημαντική επιρροή στο έργο του καθώς διάβαζε φανατικά κείμενα και ποίηση. Τα θεωρητικά ζητήματα της φωτογραφίας, από την οποία δεν βιοποριζόταν, δεν τον απασχολούσαν. Ο Δ. Λέτσιος ήταν αυθόρμητος στην επιλογή των θεμάτων και στην αισθητικής τους προσέγγιση. Αγαπούσε τους ανθρώπους και τον τόπο του και είχε μια βιωματική σχέση με ότι φωτογράφιζε. Μια σύντομη περιγραφή που κάνει ο Δ. Λέτσιος για το πώς φωτογράφιζε διευκολύνει τον αναγνώστη να προσεγγίσει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε τα θέματά του: «Την ίδια μέρα τέσσερις διαφορετικοί φωτογραφικοί χρόνοι. Ποτέ δεν εξαντλείται ένα θέμα. Αλλιώς ήταν προχθές το πρωί, αλλιώς ήταν χθες, αλλιώς είναι σήμερα».
Υπήρξε συνιδρυτής της ΕΦΕ (1952) ενώ ίδρυσε την ΕΦΕ Βόλου ως παράρτημα (1956), αναλαμβάνοντας για χρόνια την ευθύνη των εκδηλώσεων, των μαθημάτων, των εκθέσεων. Διετέλεσε πρόεδρος της κινηματογραφικής λέσχης Βόλου για δυο περιόδους, χωρίς να ασχοληθεί ενεργά με τον κινηματογράφο, όπως άλλωστε και με καμία άλλη εικαστική τέχνη πλην της φωτογραφίας.
Οι σεισμοί του 1955-57 κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς το φωτογραφικό του αρχείο, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του μεσοπολεμικού του έργου. Ο ίδιος θεωρεί πως δεν χάθηκε κάτι σπουδαίο, εκτός από τα πρώτα του βήματα στη φωτογραφία. Τότε περίπου ξεκινά η δεύτερη, πιο ουσιαστική περίοδος του έργου του. Από τη δεκαετία του ΄50 και μέχρι να συνταξιοδοτηθεί τη δεκαετία του ΄70, φωτογράφιζε κυρίως στις εκδρομικές ή άλλες αποδράσεις του Σαββατοκύριακου και στο λιγοστό ελεύθερο χρόνο, όταν έφευγε από την εργασία αφήνοντας το φούρνο για λίγο στον αδελφό του Ντίνο, φορτωνόταν τα σύνεργα της φωτογραφίας και χανόταν βιαστικά στην πόλη με ύφος στοχαστικό, βήμα απόκοσμο και τα μακριά μαλλιά να ανεμίζουν.
Η σύντροφος της ζωής του Αθηνά Τζημέρου μοιράστηκε μαζί του μια βαθιά σχέση που άνθησε πάνω από μισόν αιώνα, μέχρι την αποχώρησή της από τη ζωή το 2004. Αφουγκράστηκε το πάθος του για τη φωτογραφία και την απεικόνιση του ελληνικού τόπου και του παραστάθηκε με κάθε δυνατό τρόπο, υλικό ή πνευματικό, αποτελώντας έναν αφανή αλλά ουσιαστικό πυλώνα του έργου του.
Ο Δημήτρης Λέτσιος είχε μια αταλάντευτη προσέγγιση του φωτογραφικού μέσου. Υπηρέτησε, στο ευρύτερο πλαίσιο της μεταπολεμικής ελληνικής σκηνής, την καθαρή φωτογραφία, αποφεύγοντας εξεζητημένες τεχνικές σκοτεινού θαλάμου ή πειραματικές μεθόδους λήψης. Υιοθέτησε την έντεχνη καταγραφή με προσωπικό ύφος που μεταποιεί την περιρρέουσα πραγματικότητα σε φωτογραφική εικόνα, επιτρέποντας να αναδυθούν ανάγλυφα οι αισθητικές και κοινωνικές της συνιστώσες. Την τεχνική εργασία εμφάνισης και εκτύπωσης των φιλμ του διεκπεραίωνε αρχικά ο φωτογράφος του Βόλου Μπάμπης Μπασδέκης, καθώς το βαρύ ωράριο εργασίας δεν του επέτρεπε να διατηρεί σκοτεινό θάλαμο. Η ανάγκη μεγαλύτερων μεγεθύνσεων τον οδήγησε στον Τάκη Τλούπα, που επιμελούνταν την ποιότητα των εκτυπώσεών του με τη γνώση και την καλλιτεχνική ευαισθησία που τον διέκρινε, ενώ η συνεργασία τους εξελίχθηκε σε φιλία και δημιουργική συμπόρευση.
Στη χρήση φακών δεν κατέφευγε σε εξεζητημένες λύσεις, πέραν του ευρυγώνιου και του μικρού τηλεφακού. Ο Λέτσιος, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν σκηνοθετούσε τις λήψεις του. Υπήρξε οξυδερκής παρατηρητής και περιπατητής που ανακάλυπτε συχνά τον κόσμο ως διαρκή ή στιγμιαία σκηνογραφία. Σπανιότερα κατέφευγε σε μια πιο στημένη σύνθεση ή επεδίωκε μια μικρή σκηνοθεσία για να ολοκληρώσει μια σκηνή που πλάθονταν στο μυαλό του. Οι συνθέσεις του απέφευγαν τα περιττά στοιχεία, καθώς συνειδητή του θέση ήταν να αποφεύγει «οποιαδήποτε αισθητική σκοπιμότητα σαν αυτοσκοπό», επιδιώκοντας την οργάνωση του θέματος έτσι ώστε «να παριστάνονται στο θεατή με συνοχή και ακρίβεια οι σημασίες του».
Το σύνολο του έργου του φαντάζει ως διεξοδικός χάρτης της μεταπολεμικής ζωής στην ύπαιθρο, η αναζήτηση της οποίας ανακαλεί τη χαμένη ολότητα. Κατά τον Νίκο Κολοβό «οι φωτογραφίες του είναι μια σειρά προσωπικών σχέσεων με πράγματα, σχήματα, οικισμούς, ανθρώπους, το πελεκημένο ξύλο, την πέτρα, το λευκό επίχρισμα, την ιστορία του τόπου, την λαϊκή τέχνη, τις μορφές της ζωής, τις εκδηλώσεις του υλικού βίου». Η Ηλιοπούλου-Ρογκάν βρίσκει ότι οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του με τις «εύγλωττες φωτοσκιάσεις» τους διαθέτουν μια χαρακτηριστική πλαστικότητα που έπλασε ένα «απόλυτα προσωπικό όραμα», πέρα από τους περισπασμούς και τα κυκλώματα της πόλης.
«…Σήμερα έχω μείνει με μια φωτογραφική μηχανή με ζούμ φακό που μου κάνει όλες τις δουλειές – που μου έκανε δηλαδή όλες τις δουλειές γιατί τώρα είναι δύσκολο να μετακινηθώ. Αλλά ακόμα και να γινόταν, τι να φωτογραφίσω; Την πόλη;… Όχι πως δεν υπάρχει θεματογραφία. Α όχι. Τα θέματα δεν τελειώνουν ποτέ…απλώς η πόλη έχει στερέψει….» (Δ. Λέτσιος)
Το αρχείο του, 40.000 περίπου φωτογραφίες, αποτελεί μια πολύτιμη καλλιτεχνική, ιστορική, κοινωνική και λαογραφική παρακαταθήκη.
Το έργο του διακρίθηκε και βραβεύτηκε στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Βερολίνο και Βουκουρέστι). Έχουν εκδοθεί τα: Φωτογραφίες Δημήτρης Λέτσιος – Photographs Dimitris Letsios, Αθήνα, ύψιλον/Βιβλία, 1987, Γυναίκες της γης, φωτογραφίες Δημήτρης Λέτσιος (κείμενα Μαρούλα Κλιάφα), Αθήνα, Κέδρος, 1994, Δημήτρης Λέτσιος: Οδοιπορία στο φως και τη σκιά της Ελλάδας (επιμ. Ηρακλής Παπαϊωάννου), Θεσσαλονίκη, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης, 2005. Το 2006 ο Δημήτρης Λέτσιος δώρισε όλο το φωτογραφικό αρχείο του στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
Ο συγγραφέας Γιάννης Μουγογιάννης έγραψε, μεταξύ άλλων, στο περιοδικό “Μαγνησία”, για τον Δημήτρη Λέτσιο : “‘Υστερα από τον Κίτσο Μακρή, τη Νίτσα Κολιού,το Μένιο Μουρτζόπουλο, το Νίκο Κολοβό και τον Παναγιώτη Κατσιρέλο, έφυγε στις 17 του Γενάρη του 2008, κι ένας ακόμη εραστής της Τέχνης, ο Δημήτρης Λέτσιος, ο άνθρωπος με το σακούλι και τις μηχανές στον ώμο, που τριγύριζε παντού και αποθανάτιζε το παρόν που σε λίγο θα γινόταν μνήμη. Ολόκληρη η μεταπολεμική γενιά του πνευματικού Βόλου μας εγκατέλειψε, αφήνοντας σημαντικό έργο και παρακαταθήκες ποιότητας και ήθους. Μακάρι και οι επίγονοι ν’ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, μακριά από ψευδαισθήσεις ταχείας ανάδειξης και υπεροπτικής στάσης ζωής”.