Brassai (Gyula Halász) – Ο φωτογράφος της νυχτερινής πραγματικότητας
Αν η πραγματικότητα αδυνατεί να μας γεμίσει με απορία, είναι γιατί έχουμε πέσει στη συνήθεια να την βλέπουμε συμβατικά.
Brassai
Οι νυχτερινές απεικονίσεις του Παρισιού και η πειραματική χρήση του φωτός, έτσι όπως τις ήθελε ο μεγάλος Oυγγρο-γάλλος μαέστρος, καθόρισαν τη νυχτερινή φωτογραφία και έγιναν άξονας αναφοράς σε κάθε σπουδαστή της τέχνης. Ο Gyula Halász έβαλε στο κέντρο του φακού του τον καθημερινό άνθρωπο αλλάζοντας στην ουσία το τι συνιστούσε μέχρι τότε φωτογραφικό γεγονός.
Η ματιά του διαπερνά βαθύτατα το θέμα του και η φωτογραφία του είναι υπερβατική.
Καταφέρνει να αποδώσει απόλυτα μια πραγματικότητα δομημένη από ανθρώπινες στιγμές γεμάτες συναισθηματικές και λογικές προκαταλήψεις.
Το αληθινό του όνομα είναι Gyula Halász αλλά έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία με το όνομα Brassai.
O Gyula Halász γεννήθηκε το 1899 στο Brasov της Τρανσυλβανίας. Σπούδασε γλυπτική και ζωγραφική στην Βουδαπέστη. Το 1920 πήγε να ζήσει στο Βερολίνο και από το 1924 και ύστερα εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Υιοθέτησε το ψευδώνυμο Brassai (που σημαίνει «από το Brassov») και έχοντας για δάσκαλό του τον Kertesz αφοσιώθηκε στην φωτογραφία.
Ο Brassai μας έχει δώσει καταπληκτικές εικόνες από το Παρίσι του μεσοπολέμου στο οποίο βρέθηκε παρέα με τον συμπατριώτη του τον Kertesz.
Ο φωτογραφικός κόσμος του Brassai είναι πολύ ιδιαίτερος. Είναι ένας κόσμος κατά κανόνα σκοτεινός και underground στον οποίο παρείσφρησε ο Brassai δυναμικά και ταπεινά ταυτόχρονα. Ο Brassai σεβάστηκε τους φωτογραφιζόμενούς του, τους αγάπησε υπό μία έννοια και κέρδισε την εμπιστοσύνη τους. Και είναι εκπληκτικό αν σκεφτούμε ότι ο Brassai φωτογράφησε από μαστροπούς μέχρι και τους διασημότερους καλλιτέχνες της εποχής του. Ήταν βέβαια τέτοια η παιδεία του που του επέτρεπε να βλέπει τα πράγματα με ένα τρόπο μοναδικό.
Το 1924 κινήθηκε προς το Παρίσι όπου θα ζούσε το υπόλοιπο της ζωής του. Προκειμένου να μάθει τη γαλλική γλώσσα, ξεκίνησε με την ανάγνωση των εργασιών του Marcel Proust. Ζώντας ανάμεσα σε τόσους σημαντικούς καλλιτέχνες του Μontparnasse, ανέλαβε δουλειά ως δημοσιογράφος. Έγινε σύντομα φίλος μεταξύ άλλων με τους Henry Miller, lιon-Paul Fargue, και τον ποιητή Ζακ Prιvert.
Χάρη στις ατελείωτες βόλτες μου στο Παρίσι, είχα την ευκαιρία να κάνω ένα είδος κοινωνιολογικής προσέγγισης στα πλάσματα που κυκλοφορούν τη νύχτα στην πόλη. Μου ήταν οικείος όλος ο υπόκοσμος, ακόμα και οι εγκληματίες εκείνης της περιόδου. Γνώρισα τις πόρνες, τους μαστροπούς, τα πορνεία…φωτογράφησα ακόμα και σε ένα λημέρι εμπόρων οπίου.
Μόνο η δύναμη της φωτογραφίας θα μπορούσε να του προσφέρει την ένταση και την εκφραστική δύναμη έτσι ώστε να μεταφράσει το όραμα του για την απλής και συνηθισμένης ζωής.
Παρόλα αυτά περίμενε μέχρι το 1929 για να τραβήξει τις πρώτες του φωτογραφίες χρησιμοποιώντας μία δανεική μηχανή ενός φίλου. Αμέσως ενθουσιάζεται και αγοράζει την πρώτη του μηχανή μία Voigtlander Bergheil την οποία συνέχισε να χρησιμοποιεί για πολλά χρόνια.
Στις βραδυνές του βόλτες είχε φίλους συνοδοιπόρους αλλά ακόμα περισσότερες φορές περιπλανιόταν μόνος του. Συχνά έστηνε τη Voigtlander στο τρίποδο καθώς προσπαθούσε να αποτυπώσει συγκεκριμένες αντανακλάσεις από φώτα, σκιές και την ομίχλη. Υπολόγιζε την έκθεση της φωτογραφίας από το χρόνο που έκανε να καούν τα Gauloises τσιγάρα που κάπνιζε.
Το 1933 δημοσίευσε το πρώτο βιβλίο φωτογραφιών του με τίτλο «Pari de nuit» («Παρίσι τη νύχτα»). Οι προσπάθειές του στέφθηκαν με μεγάλη επιτυχία, με συνέπεια να αποκαλείται το «μάτι του Παρισιού», σε ένα δοκίμιο από το φίλο του Henry Miller.
«Η νύχτα δεν δείχνει τα πράγματα, τα υπονοεί. Μας διαταράζει και μας εκπλήσσει με την απόκοσμη οπτική της. Απελευθερώνει δυνάμεις μέσα μας οι οποίες επιδρούν στη λογική μας κατά τη διάρκεια της μέρας.»
Ο ίδιος εξάλλου αναφέρει: “… η φιλοδοξία μου ήταν να δείξω τη καθημερινότητα της πόλης σαν να ανακαλυπτόταν για πρώτη φορά. Αυτή ήταν και η διαφορά μου με τους σουρεαλιστές.”
Φωτογράφισε πολλούς από τους μεγάλους φίλους του καλλιτέχνες , συμπεριλαμβανομένου του Salvador Dali, Pablo Picasso, Henri Matisse, Alberto Giacometti, και πολλούς από τους προεξέχοντες συγγραφείς της εποχής του όπως ο Jean Genet, ο Henri Michaux και άλλους.
Οι φωτογραφίες του Brassai τον οδηγούν να αποκτήσει διεθνή φήμη με εκθέσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες στο George Eastman House στο Ρότσεστερ, το ίδρυμα τέχνης στο Σικάγο και στο ΜΟΜΑ της Νέας Υόρκης. Παρόλαυτά στην Γαλλία ήταν περισσότερο γνωστός για τα σχέδια του, την γλυπτική του και τα χαρακτικά του. Μέχρι το 1974, όπου στο Διεθνές φεστιβάλ της Arles μαζί με το φίλο του Ansel Adams ήταν η αφορμή να τον ξανα-ανακαλύψουν οι νεότερες γενιές του Παρισιού. Το 1978 βραβεύθηκε με το Grand Prix National de Photography.
Το έργο του Brassai είναι γερό. Πατάει στα πόδια του. Οι φωτογραφίες του αποτελούν επιγραμματικές ετικέτες ενός τρόπου ζωής. Δεν είναι όμως ποτέ ικανό να να απογειώσει τον θεατή πάνω από τα εικονιζόμενα. Παραμένει έντιμο και καθαρό και απαλλαγμένο από κάθε λογής υπογραμμίσεις και νοηματικές λεζάντες.
Δεν εφευρίσκω τίποτα. Φαντάζομαι τα πάντα…τις περισσότερες φορές, έχω ανασύρει τις εικόνες μου από την καθημερινή ζωή γύρω μου. Νομίζω ότι με το να αιχμαλωτίζω την πραγματικότητα πολύ ταπεινά, τελείως ανεπιτήδευτα, με τον πιο καθημερινό τρόπο που μπορώ, διεισδύω σε κάτι αξιοσημείωτο.
Θεωρούμενος από όλους σαν ένας από τους μεγάλους φωτογράφους του 20ού αιώνα, ο Gyula Halasz πέθανε στις 8 Ιουλίου 1984 στο νότο της Γαλλίας.
Σαν φωτογράφος ποτέ δεν περιόρισα τον εαυτό μου σε ένα εύγευστο – ιδιαίτερο θέμα. Φωτογράφησα οτιδήποτε συνέβαινε και τράβαγε την προσοχή μου: πρόσωπα, σκηνές δρόμου, τοπία, ή οποιαδήποτε από τις χιλιάδες ευκαιρίες της καθημερινής ζωής. Η τέχνη και οι καλλιτέχνες ήταν ένα κομμάτι της καθημερινής μου ζωής στο Παρίσι.
Για την παραπάνω φωτογραφία ο Πλάτων Ριβέλλης λέει:
“Ο απλός και φιλοπαίγμων Brassai γίνεται μερικές φορές απρόσμενα σύνθετος και υπαινικτικός. Η φιλάρεσκη ελευθερία της γυναικείας κίνησης που υποχωρεί προκαλώντας. Ο αισθησιασμός του εναγκαλισμού. Οι αντιθέσεις της λευκότητας του προσώπου με τη μελανή στιλπνότητα των μαλλιών. Ολα αυτά θα μπορούσαν από μόνα τους να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μας. Η συμμετρική όμως παρουσία και διάταξη των καθρεπτών έρχεται να μας μετατρέψει σε ηδονοβλεψίες παρατηρητές που, όπως σε κάθε φωτογραφία, μπορούν ανενόχλητοι να ανιχνεύσουν κινήσεις αισθήσεις και συναισθήματα και να χωρίσει για πάντα το ζευγάρι σε δύο μοναχικά άτομα”
Πιστεύω ότι η φωτογραφία πρέπει απλά να υπονοεί, παρά να επιμένει πάνω στα πράγματα ή να προσπαθεί να τα εξηγήσει…