Bill Brandt – Ο φωτογράφος των ιδιαίτερων γυμνών
Ο Bill Brandt ήταν ένας από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ου αιώνα. Γεννημένος στο Αμβούργο το 1904, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Γερμανία και στην Ελβετία, όπου νοσηλεύτηκε και για μήνες σε νοσοκομείο όταν προσβλήθηκε από φυματίωση. Λέγεται ότι εκεί, ανακάλυψε την αγάπη του για την τέχνη της φωτογραφίας. Νεαρός, στην Αγγλία, δουλεύοντας σε ένα φωτογραφικό στούντιο τράβηξε ένα πορτραίτο του ποιητή Ezra Pound. Ο Pound εντυπωσιάστηκε, και πρότεινε στον πρωτάρη τότε Brandt να πάει στο Παρίσι και να βρει τον Man Ray και να κάτσει δίπλα του να μαθητεύσει. Το έκανε, πήγε στο Παρίσι το 1929 και έκατσε όντως 3 μήνες στο στούντιο του Ray, όπου ήρθε σε επαφή με την καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού εκείνης της περιόδου.
Όταν γύρισε στην Αγγλία το 1931, ξεκίνησε να καταγράφει με τον φακό του τον Αγγλικό τρόπο ζωής. Την αστική τάξη με τους υπηρέτες και τους μπάτλερ, αλλά και την εργατική τάξη με τα φτωχικά σπίτια στα προάστεια και την σκληρότητα που βίωναν την ζωή τους. Κατέγραψε επίσης τους βομβαρδισμούς του β’ παγκόσμιου πολέμου και τις επιπτώσεις του στην Βρετανία. Η δουλειά του ξεχώρισε, και μέχρι τη δεκαετία του ’50 ο Brandt απαθανάτισε με μοναδικό τρόπο τις συνθήκες εργασίας των ανθρακωρύχων, των εργατών, κάνοντας φωτογραφικές σειρές ντοκουμέντα για μεγάλα φωτογραφικά περιοδικά της εποχής.
Λίγο μετά το τέλος του πολέμου, ο Brandt απομακρύνθηκε σιγά σιγά από το φωτορεπορτάζ και τη φωτογραφία δρόμου, και ξεκίνησε να τραβάει φωτογραφίες πιο πειραματικές, τοπίων και γυμνών, για τα οποία κιόλας έχει μείνει στην ιστορία.
Τα γυμνά του, τραβηγμένα με ευρυγώνιο φακό τον οποίο εμπνεύστηκε από την ταινία «Πολίτης Κέιν» του Όρσον Γουέλς, του έδωσαν τη δυνατότητα να παραμορφώνει το σώμα και να το αντιμετωπίζει περισσότερο σαν φόρμα σχημάτων και καμπυλών μέρος μιας συνολικότερης σύνθεσης με το φόντο, το φως και τα πολύ έντονα κοντράστ του, παρά σαν «πρωταγωνιστή». Ήταν αυτά που του έδωσαν και την παγκόσμια αναγνώριση του σαν καλλιτέχνη δημιουργού.
Η γνώση του γυναικείου γυμνού ήταν από τότε ένα θέμα ορόσημο για κάθε φωτογράφου, και η δημιουργική χρήση της σκιάς και των φακών που έδινε ένα δραματικό, σουρεαλιστικό τόνο στα έργα του, καθιέρωσε τον τρόπο που οι μετάπειτα φωτογράφοι θα αντιμετωπίσουν το γυμνό όσο κανένας άλλος δημιουργός.
Ο Brandt λάτρευε τις γυναίκες ως θέμα φωτογράφησης και ανάμεσα στα μοντέλα του ήταν η Lyons Nippy, ένα εξαιρετικά όμορφο και δοτικό πλάσμα, καθώς και η Alice Pratt, μια ολοκληρωτικά κυριαρχική μπαργούμαν και σερβιτόρα. Σε σύγκριση με τη δουλειά προγενέστερων φωτογράφων γυμνού, τα έργα του Brandt είναι περισσότερο λεπτομερή και παρεισφρητικά, ενώ αγγίζουν ανησυχητικά και επικίνδυνα τα αποδεκτά κοινωνικά πλαίσια και στερεότυπα της εποχής του.
Είχε πει πως: «Μια καλή φωτογραφία γυμνού, μπορεί να είναι ερωτική, αλλά σίγουρα όχι συναισθηματική ή πορνογραφική.»
Δεν εντυπωσίαζαν μόνο τα υπαρκτά πράγματα που απεικόνιζε ο Brandt , αλλά κι αυτά που απουσίαζαν από τις φωτογραφίες του. Οι απουσίες και τα κενά, φαίνεται, ήταν το μυστικό του, αφού μέσω αυτών πλαισίωνε τα θέματά του και τα έκανε να μοιάζουν πιο επιβλητικά. Έπρεπε παρ’ όλα αυτά, να φτάσει η μέρα που θα γίνει φωτογράφος γυμνού, για να γίνει επιτέλους γνωστός. Οι εκπληκτικές φωτογραφίσεις γυμνού που έκανε θεωρήθηκαν, και όχι άδικα, ως ένα σημάδι σημαντικής καλλιτεχνικής υπεροχής.
«Αντί να φωτογραφίζω αυτό που έβλεπα, φωτογράφιζα αυτό που έβλεπε η κάμερα. Η εμπλοκή μου ήταν η ελάχιστη δυνατή, και έτσι ο φακός παρήγαγε εικόνες και σχήματα που δεν είχα ποτέ ξαναδεί, ξαναπαρατηρήσει» λέει.
Το έργο του Brandt ποίκιλε όχι τόσο επειδή άλλαζε κατεύθυνση κατά βούληση, όσο λόγω της τεράστιας ποικιλίας στα αγαπημένα του αντικείμενα, τα οποία επιθυμούσε να δει και να αντιληφθεί σε βάθος. Ως φωτογράφος ασχολείτο με ασυνήθιστα και ετερόκλητα, αλλά επίκαιρα θέματα. Δεν θα ήταν όμως απόλυτα σωστό να πει κανείς ότι βρισκόταν απλώς στο έλεος της οργιαστικής φαντασίας και μνήμης του. Πίσω από τον καλπασμό της φαντασίας του υπήρχε μια τριπολικότητα που περιελάμβανε τη φυγή, την εγκατάλειψη και το αρχέγονο ένστικτο.
«Είναι κομμάτι της δουλειάς του φωτογράφου, το να βλέπει πιο έντονα από τους περισσότερους ανθρώπους. Πρέπει να έχει και να μπορέσει να κρατήσει μέσα του κάτι από την δεκτικότητα του παιδιού που βλέπει τον κόσμο για πρώτη φορά, ή του ταξιδιώτη που μπαίνει σε μια άγνωστη σε αυτόν χώρα».
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπάρχει κάτι ανήσυχο στη σύνθεση των τοπίων και τις αρχιτεκτονικές συνθέσεις του Brandt. Είναι δελεαστικό να κοιτάς φωτογραφικές συνθέσεις του που περιέχουν πετρόχτιστους τοίχους, πολλοί μάλιστα από τους οποίους έχουν κροπαριστεί και ξαναδημοσιευθεί με επιτυχία ως αυτοτελείς εικόνες. Πολλές από τις φωτογραφίες του είναι συντεθειμένες με περίεργο τρόπο και συχνά περιέχουν έναν ασύμμετρο άξονα, με το κυρίως θέμα να βρίσκεται μπροστά.
«Η φωτογραφία δεν είναι ένα άθλημα. Δεν έχει κανόνες. Όλα πρέπει να τολμούνται και να δοκιμάζονται.» … «Δεν ήξερα από την αρχή τι είναι αυτό που θέλω να φωτογραφίζω. Θεωρώ ότι είναι σημαντικό για έναν φωτογράφο να το ανακαλύπει, γιατί αν δεν βρει τι είναι αυτό που τον εξιτάρει, τι είναι αυτό που τον παρακινεί και τον κάνει να θέλει να ανταποκριθεί συναισθηματικά, δεν θα μπορέσει να φτάσει στο απόγειο της δουλειάς του.»