Alex Webb – “Φωτογραφίζοντας με χρώμα σε ένα οργανωμένο χάος”
Σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν ένα μάρτυρα γεγονότων της ιστορίας, υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, φωτογραφίζοντας κατά κύριο λόγο το πέρασμα της ζωής κοινών ανθρώπων. Δεν αναζητώ απαραιτήτως τα μεγάλα γεγονότα του κόσμου όμως, σαν φωτογράφος, κατορθώνω να συλλάβω την ιστορία από μια πολύ συγκεκριμένη και προσωπική οπτική γωνία.
Alex Webb
All photos and production copyrights are held exclusively by Alex Webb and can be requested and purchased through Magnum Photos
Ο Alex Webb έγινε γνωστός για την πολυπλοκότητα των φωτογραφιών του. Λατρεύει να περιλαμβάνει πολλά επίπεδα και άτομα στις φωτογραφικές σκηνές του, ενώ παράλληλα επιτυγχάνει να τα χωρέσει όλα σε ένα είδος οργανωμένου χάους. Πολλές από τις φωτογραφίες του περιέχουν τόσα πολλά να πράγματα να δει ο θεατής, που τον κάνουν αναρωτιέται πώς μπόρεσε να ‘ανακαλύψει’ μια τέτοια σκηνή, όπου τόση πολλή πληροφορία είναι συγκεντρωμένη στο ίδιο κάδρο αλλά όλα είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο που δύσκολα παρατηρείται κάποιου είδους επικάλυψη.
O Alex Webb γεννήθηκε στο San Francisco της California το 1952 και μεγάλωσε στην περιοχή New England. Ενδιαφέρθηκε για τη φωτογραφία κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρόνων. Πήρε την πρώτη του φωτογραφική μηχανή στην ηλικία των δέκα, αλλά το πάθος για τη φωτογραφία ξεπήδησε στα δεκαπέντε. Το 1972 παρακολούθησε τα Workshops Apeiron (Millerton, New York), όπου γνωρίστηκε με του φωτογράφους του Magnum Bruce Davidson και Charles Harbutt.. Πήρε πτυχίο στην ιστορία και τη λογοτεχνία από το Πανεπιστήμιο του Harvard, ενώ ταυτόχρονα σπούδασε φωτογραφία στο Carpenter Center for the Visual Arts. Το 1974 ξεκίνησε να δουλεύει σαν επαγγελματίας φωτορεπόρτερ.
Το ξεκίνημα του Webb δεν ήταν διαφορετικό απ΄ ότι κάθε φωτογράφου της εποχής. Τα δύο πρώτα βιβλία που εξίταραν τη φαντασία του ήταν το “The Decisive Moment” (Η αποφασιστική στιγμή) του Henri Cartier-Bresson και το “The Americans” του Robert Frank. “Όταν ξεκίνησα βέβαια η σοβαρή φωτογραφία ήταν ασπρόμαυρη”, λέει ο Webb. “Το χρώμα ήταν κάπως ασταθές”.
Μεταξύ 1975 και 1978, κατάλαβε ότι χρειαζόταν να φωτογραφίσει πέρα από τη Νέα Αγγλία και το 1976 ξεκίνησε συνεργασία με το πρακτορείο φωτογραφίας Magnum.Έκανε τα πρώτα του ταξίδια–στον Μισισιπή, την Καραϊβική, την Αϊτή και τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, απαθανατίζοντας τη ζωή των μικρών πόλεων σε ασπρόμαυρα φιλμ.
“Η αλλαγή του τοπίου με ταρακούνησε”, λέει ο ίδιος. “Μεγάλωσα, όπως αισθανόμουν, στον ελαφρώς αδιάφορο κόσμο της Νέας Υόρκης με διανοούμενους (ο πατέρας του ήταν εκδότης βιβλίων και εκδότης, ο οποίος συνεργάστηκε με πολλούς διάσημους συγγραφείς). “Η εξερεύνηση στα νέα μέρη είχαν κάτι παράξενο, χωρίς να είναι εντελώς διαχωρισμένα από την πολιτιστική μου εμπειρία”.
Αρχικά, φωτογράφιζε με ασπρόμαυρο φιλμ, αλλά σύντομα συνειδητοποίησε στις εικόνες του λείπει ένα ουσιαστικό στοιχείο, κυρίως για την Αϊτή και τα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού: Το χρώμα. Από τα τέλη της δεκαετίας του ‘ 70, γύρισε στο χρώμα, διότι “ήταν η συναισθηματική φωτογραφικό απάντηση για τα μέρη στα οποία δούλευα”, δηλώνει και συνεχίζει λέγοντας ότι “αν είχα μείνει στη Νέα Αγγλία, δεν ξέρω αν θα έχω ποτέ, αρχίσει να φωτογραφίζω σε χρώμα”. Παρόλα αυτά το αποτέλεσμα δεν τον ικανοποιούσε αλλά σταδιακά ανέπτυξε μια αίσθηση του χρώματος και του φωτός και πώς αυτό αλλάζει τόσο γρήγορα στους εξωτερικούς χώρους. “Το χρώμα είναι συναίσθημα. Αυτό άρχισα να βλέπω και να κατανοώ, ως φωτογράφος”, λέει. “Σε ένα ταξίδι στην Αϊτή, το ’79, ξαφνικά άρχισα να βλέπω έγχρωμα”.
Τα έργα του Webb στα μέρη που ταξιδεύει και εργάζεται διαρκούν χρόνια. Η Αϊτή, για παράδειγμα, ξεκίνησε το 1975 και συνεχίστηκε μέχρι το 2000 και αυτό στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό ολοκληρώθηκε με την έκδοση του βιβλίου το 2003. Έκανε το πρώτο του ταξίδι στην Κούβα το 1993, αλλά στην πραγματικότητα το φωτογραφικό του έργο δεν άρχισε πριν το 2000. Έχει φωτογραφίσει τον Αμαζόνιο, την Κωνσταντινούπολη κι έχει κάνει εικόνες σε μικρότερα έργα με αναθέσεις στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ισπανία.
Ο μόνος τρόοπος που γνωρίζω για να προσεγγίσω έναν τόπο είναι περπατώντας τον. Αυτο που κάνει ένας φωτογράφος δρόμου είναι να περπατά και να παρατηρεί και να περιμένει και να μιλά, μετά να παρατηρεί και να περιμένει λίγο ακόμη, προσπαθώντας να παραμείνει πεπεισμένος ότι το αναπάντεχο, το άγνωστο, ή η μυστική ένταση του οικείου περιμένει κάπου στη γωνία.
Ο Webb χρησιμοποιεί μια τηλεμετρική (rangefinder) Leica Μ και συνήθως έναν φακό 35mm. Στο παρελθόν έχει χρησιμοποιήσει τόσο έναν 28άρη και έναν 50άρη, αλλά θεωρεί ότι ο 35άρης έχει την τέλεια εφαρμογή και του προσφέρει την ιδανική ισορροπία μεταξύ των άλλων δύο. Επί 30 χρόνια και μέχρι που σταμάτησε η παραγωγή του, χρησιμοποιούσε έγχρωμο φιλμ Kodachrome, ενώ πλέον φωτογραφίζει με μία ψηφιακή Leica, περισσότερο επειδή αναγκάστηκε παρά από επιλογή.
Ο ίδιος δηλώνει “Πλέον, επειδή το φιλμ που χρησιμοποιούσα για 30 χρόνια έχει εξαφανιστεί έχω αναγκαστεί να δουλεύω με ψηφιακά μέσα. Συνήθιζα να έχω μια-δυο κάμερες και πολλά φιλμ. Έχω διφορούμενα συναισθήματα σχετικά με το ψηφιακό. Αντιπαθώ την ασάφεια, το ξέρεις; Δεν μου αρέσει το γεγονός ότι κοιτάζω στο γραφείο μου και υπάρχουν 6 σκληροί δίσκοι και δεν μπορώ να αγγίξω τις φωτογραφίες. Επίσης, νομίζω ότι μου άρεσε η διαδικασία φωτογράφισης μην ξέροντας τι θα βγει τελικά. Μου αρέσει η διαδικασία του μυστηρίου. Και στη συνέχεια να επιστρέφω αρκετές εβδομάδες αργότερα και να κοιτάζω τα πράγματα. Σαν να ξαναζώ την εμπειρία και τη διαδικασία κοιτάζοντας τις φωτογραφίες. Το ψηφιακό είναι άμεσο. Υπάρχουν και μερικά καλά πράγματα σε αυτό. Ξέρεις αμέσως αν έχεις βγάλει κάτι, αλλά νομίζω ότι τελικά είναι δύσκολο να αποφασίσω εκείνη τη στιγμή ή ακόμα και μετά από λίγες μέρες, αν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ οι φωτογραφίες μου έχουν κάτι… Οπότε, έχω κάποια αμφιθυμία σχετικά με το ψηφιακό, αλλά το έχω κάπως απρόθυμα αγκαλιάσει, γιατί απλά πιστεύω ότι πρέπει να εργάζομαι στο ρεύμα του 21ου αιώνα. Και επιπλέον, το φιλμ που χρησιμοποιούσα για 30 χρόνια, δεν υπάρχει πια. Άρα, θα πρέπει να βρω άλλο φιλμ, που ποιος ξέρει για πόσο καιρό θα υπάρχει ακόμη”.
Ο Alex Webb σήμερα ζει στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης με τη γυναίκα του, Rebecca Norris Webb, η οποία είναι επίσης φωτογράφος, αλλά περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στη Φλόριντα και την Καραϊβική. Έχει εκδώσει τα βιβλία Slant Rhymes, La Calle, Memory City, The Suffering of Light, Violet Isle: A Duet of Photographs from Cuba, Amazon: From the Floodplains to the Clouds, Istanbul: City of 100 Names, Crossings, Dislocations, From the Sunshine State, Under a Grudging Sun, Hot Light / Half-Made Worlds.
Έχει λάβει χορηγίες από το New York Foundation of the Arts (1986), το National Endowment for the Arts (1990), το Hasselblad Foundation (1998) και το Guggenheim Fellowship (2007).
Βραβεύτηκε με το Leopold Godowsky Color Photography Award (1988), το Leica Medal of Excellence (2000) και το David Octavius Hill Award (2002). Έχει εκθέσει στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, σε μουσεία όπως τα Walker Art Center, Museum of Photographic Arts, International Center of Photography, High Museum of Art, Museum of Contemporary Art, San Diego, και Whitney Museum of American Art.