Βασίλης Νίκας: “Η δυσκολία της φωτογραφίας είναι η ίδια η ευκολία της”
Βασίλης Νίκας
Με αφορμή μια σημαντική έκθεση φωτογραφίας
Με αφορμή την έκθεση του Βασίλη Νίκα με τίτλο «Τα παιδιά της Ριτσώνας», που θα λάβει χώρα στον ανοικτό χώρο του προσφυγικού οικισμού της Θήβας από 24.6. εως 28.6.2017, προσεγγίσαμε τον Βασίλη Νίκα και μιλήσαμε μαζί του.
Άνθρωπος δεκτικός, χειμαρρώδης, προσεγγίσιμος, χωρίς πολλά δήθεν μας ξεδίπλωσε τις σκέψεις σε μια «de profundis» συνέντευξη.
Η συνέντευξη δόθηκε στους Έλλη Αγιαννίδη, Θεόδωρο Στίγκα και Σπύρο Φίλιο. Ευχαριστούμε τη Σωτηρία Κάτσινου για τις φωτογραφίες του Βασίλη Νίκα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης.
Ας ξεκινήσουμε με την έκθεση. Παιδιά ενός καταυλισμού Σύρων προσφύγων, που παίζουν ανέμελα. «Τα παιδιά της Ριτσώνας». Είναι ένα αποτέλεσμα ενός project, που ξεκίνησε εδώ και καιρό. Ποιο ήταν το έναυσμα;
Αυτό που με συγκίνησε στα παιδιά της Ριτσώνας ήταν η διάθεσή τους να παίξουν κάτι που δεν συμβαίνει με τα δικά μας παιδιά. Δηλαδή δεν παίζουν. Κι αν θα παίξουν, θα είναι μεμονωμένα με το κινητό, το tablet, το Play Station. Αυτό μου κίνησε το ενδιαφέρον να αποδοθεί φωτογραφικά.
Να διευκρινίσω πως στον καταυλισμό της Ριτσώνας δεν ανέβηκα για να φωτογραφίσω εξ αρχής. Ανέβηκα για να βοηθήσω. Είχα ασφαλώς τη φωτογραφική μηχανή στον ώμο μου, αλλά τις πρώτες μέρες δεν τη χρησιμοποίησα. Στάθηκα παγωμένος στην αρχή, βλέποντας την ανησυχία, την ανασφάλεια αυτών των ανθρώπων και την αβεβαιότητα για τα μέλλον τους. Η αβεβαιότητα αυτή δεν υπήρχε στα παιδιά. Τα παιδιά είναι παιδιά. Έχουν ανάγκη να παίξουν. Σε συνθήκες εγκλεισμού δεν χάνουν την παιδικότητά τους ούτε την αθωότητά τους.
Το project ξεκίνησε πολύ πιο πριν σαν βιωματική εικόνα και μνήμη. Παίζοντας στο χωριό μου, στα Οινόφυτα, σαν παιδί. Σε χωριό μεγάλωσα. Οπότε όλο αυτό επανήλθε ξαφνικά και το ξαναβρήκα εκεί στον καταυλισμό σε πολύ μεγάλη ένταση.
Από την άλλη στη Ριτσώνα και στον καταυλισμό βρήκα και το στοιχείο της φθοράς, της εγκατάλειψης, στοιχεία που ενθουσιάζουν τους περισσότερους φωτογράφους. Εκεί οι σκισμένες σκηνές, τα σεντόνια, τα κουρέλια, τα χαρτόκουτα αποτελούσαν ένα έτοιμο σκηνικό.
Ύστερα, για πολλά χρόνια, στα Οινόφυτα, ζούσα, περπατούσα ανάμεσα σε Πακιστανούς, Ινδούς, μιλούσα με αυτούς. Είχε γίνει προσπάθεια φωτογραφική να αποδοθεί η ζωή τους στα χωράφια των κάμπων της Θήβας και των Βαγίων, αλλά έπεσα στη χρονική περίσταση των γεγονότων της Μανωλάδας και άρχισαν να με κοιτούν κάπως επιφυλακτικά, οπότε και σταμάτησα.
Όλα αυτά συνετέλεσαν στο να ενεργοποιηθεί μέσα μου αυτός ο διακόπτης για το project.
Είπες στην αρχή πως ξεκίνησες στα πλαίσια του εθελοντισμού να πηγαίνεις στη Ριτσώνα. Τότε προέκυψαν και οι εβδομαδιαίες προβολές σινεμά που ξέρουμε πως έκανες για τα παιδιά;
Στην αρχή – αρχή ήταν η περιέργεια. Χίλιοι Σύροι σε έναν καταυλισμό! Κι όταν πρωτοπήγα εκεί, πρωτοαντίκρισα την ανοργανωσιά και το χάος. Όσοι πήγαμε, σηκώσαμε τα μανίκια και βοηθούσαμε για καιρό (δεδομένου ότι και οι ίδιοι πρόσφυγες δεν βοήθησαν ως προς αυτό). Αν και όπως ανέφερα είχα μαζί μου πάντα τη φωτογραφική μηχανή, δεν έκανα τίποτα. Παρατηρούσα. Ξεκίνησα να φωτογραφίζω μετά από καμιά δεκαριά μέρες όταν είχα εξοικειωθεί με τους ανθρώπους και τους χώρους κι οι άνθρωποι είχαν “ξεκλειδωθεί” κι αυτοί μαζί μου. Το πρώτο καρέ το έκανα τέλη Μαρτίου του 2016 και άρχισα συστηματικά να τραβώ από τις 20 Απριλίου περίπου.
Στη συνέχεια ένας φίλος, ο Θοδωρής Νικολάου, ξέροντας την αγάπη μου για τον κινηματογράφο, μου πρότεινε να κάνω προβολές κινηματογραφικών ταινιών για τα παιδιά. Δεν ήθελα πολύ. Οι προβολές ξεκίνησαν τέλη Απρίλη και σταμάτησαν τέλη Δεκέμβρη. Τεράστια ανταπόκριση. Κάθε βδομάδα προβολή ταινίας για 150 τουλάχιστον παιδιά. Ήταν κάτι μαγικό για τα παιδιά αλλά προέκυψε και κάτι μαγικό για μένα. Είχα ήδη αρχίσει να φωτογραφίζω και κάποια στιγμή ένα κινηματογραφικό συνεργείο από την Ιαπωνία ήρθε στο camp να κινηματογραφήσει τη ζωή των προσφύγων. Πρόσεξαν από τη μια τη φωτογραφική μου δουλειά κι από την άλλη την προσφορά μου για τα παιδιά με τις προβολές των ταινιών και γυρίστηκε κι ένα ντοκιμαντέρ για μένα. Η Γιαπωνέζα σκηνοθέτιδα Fuyuko Mochizuki δημιούργησε για το φωτογραφικό μου έργο και τις προβολές των παιδικών ταινιών στη Ριτσώνα το ντοκιμαντέρ με τίτλο “In the Eyes of Children” (https://vimeo.com/201374379). Το ντοκιμαντέρ είναι στον τελικό του Διεθνούς Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Ντοκιμαντέρ του Hollywood και θα παρουσιαστεί επίσης στη Νέα Υόρκη στο Long Island International Film Festival και στο Τόκιο, στο Lift-OffFilm Festival.
Να πάμε λίγο πίσω. Πώς ξεκίνησες με τη φωτογραφία;
Πάλι το χωριό. Από φωτογράφος του χωριού. Εμείς στο χωριό δεν είχαμε τις εμπειρίες που έχει ένα παιδί στην πόλη. Τα μικρά μας φαινόντουσαν μεγάλα. Κάποια στιγμή, ο νυν μητροπολίτης Αργολίδας, πρώην ηγούμενος μονής Σαγματά και πνευματικός μου για πολλά χρόνια, μας είχε προβάλει στο κατηχητικό, φωτογραφίες από το Άγιο Όρος. Δε θυμάμαι φωτογραφίες αλλά θυμάμαι τη διαδικασία της προβολής, αυτό με τα slides, είχα μαγευτεί. Και πιο πριν, επειδή λατρεύω τον κινηματογράφο, με είχε μαγέψει η εικόνα στην αυλή του δημοτικού σχολείου, όταν τα καλοκαίρια, μας έδειχνε ταινίες ο πολιτιστικός σύλλογος του χωριού.
Όλα αυτά, σε ένα μικρό παιδί, λειτουργούν θετικά στον ψυχισμό του και βγαίνουν αργότερα. Η πρώτη εμπειρία με τη φωτογραφία ήταν από εκεί.
Πότε αποφάσισα τώρα να ασχοληθώ με την φωτογραφία;
Με τον ορειβατικό Σύλλογο της Χαλκίδας που ήμουν χρόνια μέλος. Στην πρώτη ανάβαση στα Βαρδούσια. Όταν ανέβηκα στην κορυφή – τα Βαρδούσια έχουν ένα βουνό ιδιαίτερα μυτερό κι η θέα από εκεί πάνω είναι μαγική, όταν λέμε μαγική, μαγική – κι όταν ήμουν εκεί ψηλά ήταν σα να βλέπεις τη θέα από αεροπλάνο, εβίωσα την επιθυμία να τη φωτογραφήσω και δεν είχα μηχανή. Ε, κατεβαίνοντας με το λεωφορείο στη Χαλκίδα, σκεφτόμουν συνέχεια πώς θα γίνει να βγάλω λεφτά για μια φωτογραφική μηχανή. Όμως με το που την αγόρασα αντί να φωτογραφίζω τοπία μπήκα στο τρένο, κατέβηκα μέχρι την Αθήνα και γύρισα με το ίδιο τρένο και φωτογράφισα ανθρώπους.
Μετά σπούδασα φωτογραφία. Ήταν μια κοπέλα που τότε ήθελα να τη διεκδικήσω, αυτή είχε σπουδάσει φωτογραφία…
Και τότε μπήκες στη Leica.
Όχι. Στο εργαστήρι τέχνης Χαλκίδος, για ένα χρόνο. Μετά δύο χρόνια στη Leica.
Τελείωσες. Ασχολήθηκες με τη φωτογραφία ως επαγγελματίας;
Κοίτα είμαι ο χειρότερος μαθητής στη Leica από καταβολής κόσμου. Δεν υπήρχε κάποιος χειρότερος από εμένα… Για να κάνω κάτι, γενικώς, πρέπει να μου γαμήσει το μυαλό. Δηλαδή, δεν το ‘χω, δεν το ‘χω με τίποτα. Κι εκεί δεν βρήκα αυτό που ήθελα, αυτό που θα με γοήτευε. Τελικά τη σχολή την τέλειωσα μόνο και μόνο για να έχω το χαρτί για να κάνω γάμους, βαφτίσεις, αρραβώνες και τέτοια.
Ασχολήθηκες μ’ αυτά ;
Δυο καλοκαίρια.
Και αποφάσισες να γίνεις δάσκαλος φωτογραφίας;
Πρώτον δεν ήθελα να γίνω δάσκαλος, δεν είχα στο μυαλό μου να γίνω δάσκαλος φωτογραφίας. Και δεν ήμουν καλός δάσκαλος φωτογραφίας για τουλάχιστον δέκα χρόνια. Θέλω να πω το εξής – ότι δε σπουδάζει κανείς στην Ελλάδα, δε ξέρω για το εξωτερικό, για να γίνει δάσκαλος φωτογραφίας. Άλλο ξέρεις φωτογραφία, άλλο είσαι καλός φωτογράφος και άλλο διδάσκεις φωτογραφία. Και μάλιστα να διδάξεις φωτογραφία και να βοηθήσεις τον άλλο να εκφραστεί και το αποτέλεσμα που θα βγει να είναι ο εαυτός του. Αυτό είναι σημαντικό.
Συνήθως λένε ότι οι καλοί δάσκαλοι δεν είναι και καλοί φωτογράφοι.
Ή το αντίθετο. Κοίτα, εγώ ούτε καλός φωτογράφος ήμουνα, ούτε καλός δάσκαλος ήμουνα. Ξεκίνησα να διδάσκω το 2002 στο Ίδρυμα Καλών Τεχνών της μητροπόλεως Λεβαδειάς, μετά από παραίνεση ενός φίλου μου που ήταν στο ΔΣ και μου το πρότεινε. Ήξερε ότι είχα σπουδάσει στη Leica. Είπα ένα ‘ναι’ αλλά χωρίς να ξέρω τι θέλει ή περί τίνος πρόκειται.
Με βοήθησε εκεί το θέατρο, γιατί μου άρεσε το θέατρο, οπότε είχα λυθεί λίγο στο να είμαι με κόσμο, να μιλάω, να… να… να… και έτσι ξεκίνησε όλο αυτό, με λίγο μάθημα, να κάνουμε εκεί λίγο τα κλασσικά … Βρίσκω μαθητές από τότε και τους ζητώ συγνώμη για τα χρόνια που ήταν μαζί μου και δεν ήμουν καλός δάσκαλος, και μου λένε το εξής, ότι αυτό που μας λες δεν το είδαμε ή δεν το έχουμε δει ακόμα, αλλά μας βοήθησε το πάθος σου για τη φωτογραφία. Είχα πάθος…
Από την πρώτη κιόλας μέρα είχα πάθος, δηλαδή ήξερα ότι έχω ελλείψεις, ήξερα τις αστοχίες μου. Το καλό είναι ότι άκουγα, δηλαδή και τώρα ακούω, δεν είναι ότι δεν ακούω. Τα αυτιά τα έχω τεντωμένα, έστω και αν επειδή θέλω να έχω και λίγο το κύρος του δασκάλου δείχνω ότι δεν ακούω πολλές φορές. Ακούω τα πάντα. Οπότε έτσι ξεκίνησε αυτή η ιστορία στη Λειβαδιά, τα τρία χρόνια δυστυχώς δεν ήταν καλά γιατί και εγώ προσπαθούσα να κόψω άγουρα φρούτα, δηλαδή έβλεπα πράγματα στους μαθητές μου αλλά εγώ δεν είχα την εμπειρία.. αυτοί δεν είχαν…
Ίσως να ήταν ένα πέρασμα που έπρεπε να γίνει για να πάω παρακάτω.
Είναι αυτό που είπα. Κανένας δε γεννιέται δάσκαλος, γίνεται, μαθαίνει μέσα από τα λάθη του, μέσα από τις ανάγκες των μαθητών του και μέσα από το διάλογο με τους μαθητές κυρίως.
Άρα εσύ αυτό που λες είναι ότι ακούς και το μαθητή σου, ακούς τον οποιονδήποτε.
Ναι αλλά αυτά γίνονται σιγά σιγά, δηλαδή μπορεί να γίνονται πράγματα τώρα που εγώ μπορεί να τα δω αλλά να μην είμαι έτοιμος να τα διαχειριστώ.
Όταν ήρθα στην Αθήνα έτυχα σε μια εποχή, οι περισσότεροι δάσκαλοι που πρότειναν συνεργασία σε δήμους, ζητούσαν σκοτεινούς θαλάμους κλπ. Οι δήμοι δεν ήθελαν και δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν αυτή την ανάγκη, εγώ βρισκόμουν στο μεταίχμιο..
Αξίζει ακόμη να πούμε ότι σε αυτή την περίοδο της Αθήνας, δε βρήκα έναν κόσμο που θέλει να κάνει μια φωτογραφία ποιότητας. Οι περισσότεροι στους δήμους, εκείνη την εποχή τουλάχιστον και δε νομίζω ότι έχουν αλλάξει τα πράγματα μέχρι και τώρα, ήθελαν να κάνουν την κλασική έκθεση το καλοκαίρι, να κάνουν εκδρομές, φωτογραφίσεις κτλ… Ήταν περισσότερο στο ελάτε να γνωρίσουμε τη φωτογραφία και να μιλήσουμε, την Κυριακή να πάμε μια εκδρομή… Έτσι κύλησαν τα πράγματα. Αλλά το μυαλό μου ανήσυχο. Προσπάθησα σιγά σιγά να δίνω στους μαθητές μια άλλη οπτική κι αντίληψη στη φωτογραφία. Η ποιότητα στη δουλειά μου ανέβηκε όλα αυτά τα χρόνια γιατί είχα την εμπειρία από αναλύσεις χιλιάδων φωτογραφιών. Περίπου κάθε χρόνο δούλευα γύρω στις 20.000 φωτογραφίες οπότε αυτό σιγά σιγά με έκανε πιο ικανό να δω μια δουλειά και να μπορώ να την αξιολογήσω. Νιώθω ότι από το 2012, και μετά από αμέτρητα εργαστήρια Δήμων που έχω περάσει, πατάω πιο σταθερά τα πόδια μου στο χώρο της διδασκαλίας της φωτογραφίας. Σήμερα, εκτός από το Φωτογραφικό 9ο (σχολή που έχω ιδρύσει), διδάσκω και στα εργαστήρια φωτογραφίας του Δήμου Περιστερίου και του Πολιτιστικού Συλλόγου Χαλκίδας “Έκφραση”.
Ας έλθουμε στον χαρακτηρισμό που έδωσες: ‘φωτογραφία ποιότητας’. Πώς το προσδιορίζουμε αυτό; Εσύ σαν δάσκαλος έχεις ξεπεράσει αυτό το είδος της τουριστικής και περιγραφικής φωτογραφίας και διδάσκεις άλλα πράγματα. Τι είναι αυτό που κάνει την ειδοποιό διαφορά και χαρακτηρίζει μια φωτογραφία, φωτογραφία ποιότητας;
Δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να απαντήσω ποια είναι η ποιοτική φωτογραφία. Μια φωτογραφία που ο φωτογράφος έχει καταρχήν αποσαφηνίσει ποιος είναι ο δημιουργικός χαρακτήρας μιας φωτογραφίας από τον περιγραφικό χαρακτήρα της. Περιγραφική φωτογραφία είναι για μένα μια φωτογραφία, η οποία έχει μια επιφανειακή προσέγγιση, μια επιφανειακή σκέψη… είναι αποτέλεσμα μιας ρηχής διεργασίας, είναι μια φωτογραφία που θα μπορούσε να τραβήξει ο οποιοσδήποτε. Άρα από εκεί ας ξεκινήσουμε, μια ποιοτική φωτογραφία δεν είναι μια φωτογραφία που μπορεί να τραβήξει ο οποιοσδήποτε που απλά πήρε μια φωτογραφική μηχανή στα χεριά του και έκανε ένα καρέ. Ποιοτική φωτογραφία είναι μια φωτογραφία, η οποία έχει μια άλλη τακτοποίηση των στοιχείων της σύνθεσης αλλά και πάλι δε μπορώ να πω πολλά. Είναι πράγματα που τα αντιλαμβάνεται κανείς βλέποντας μια φωτογραφία … είναι πολλές φορές που δε μπορείς να μιλήσεις με λόγια για πράγματα που βλέπεις. Μπορεί να δω μια καρφίτσα σε ένα τοίχο και να πω αυτή είναι σπουδαία φωτογραφία και να μου πεις εσύ δεν μου λέει τίποτα. Άρα, δεν είναι να πεις ποιοτική αυτή που έχει αυτά κι αυτά τα στοιχεία. Πάντως, μια βαθύτερη σύνθεση φαίνεται, ένας βαθύτερος τρόπος προσέγγισης φαίνεται.
Έχει να κάνει και με την ανάγνωση της φωτογραφίας; Δηλαδή αν μένει στο πρώτο επίπεδο και δεν προχωρά παρακάτω;
Κοίτα αυτό είναι μια μεγάλη κουβέντα. Για μια φωτογραφία μου δε μιλάω ποτέ, ούτε σε εκθέσεις μου θα πω κάτι, γιατί αν με ρωτήσει κάποιος τι νιώθω για μια φωτογραφία παγώνω, δε ξέρω τι μου έρχεται. Βλέπω φωτογραφίες, στο σπίτι μου ας πούμε, βλέπω φωτογραφίες στο laptop, χαίρομαι, με πιάνει συγκίνηση όταν τις βλέπω, αλλά πολλές φορές δε μπορώ να μεταφράσω αυτή τη συγκίνηση με λόγια και αυτό γιατί ίσως… είμαι λίγο και του πρώτου επιπέδου Δηλαδή αυτό που λέμε ότι η φωτογραφία πρέπει να έχει και μια βαθύτερη ανάγνωση και να έχει και ένα άλλο επίπεδο, πολλές φορές κρύβει και υποκρισία, κρύβει και την ανασφάλεια του δημιουργού, κρύβει κενά σκέψης, κρύβει λάθη, κρύβει… Πιστεύω και στην επιφάνεια, με συγκινεί και μια ωραία φωτογραφία τοπίου.
Έτσι για να το συνδέσουμε στο μυαλό μας, είπαμε πριν και συμφωνούμε, ότι μια φωτογραφία είναι ποιοτική όταν δε μπορεί να την τραβήξει ο οποιοσδήποτε. Δηλαδή μπορεί εσύ να έχεις κάτι, κάτι που μπορεί να μην ξέρεις ότι το έχεις σκεφτεί, το παίρνεις από μέσα σου και το φέρνεις έξω σου…
Ακριβώς. Νομίζω ότι ο ίδιος ο καλλιτέχνης, όταν κάνει κάτι, δε μπορεί ο ίδιος να προσδιορίσει το μέγεθος της τέχνης του στο συγκεκριμένο έργο. Αυτό προσδιορίζεται πάντα από κριτικούς, έχω την εντύπωση. Υπάρχουν δεδομένα. Ξέρω ενδεχομένως ότι αυτό που έχω τραβήξει είναι κάτι καλό και κάτι ενδιαφέρον, αλλά δε ξέρω όμως το μέγεθος, ποσό καλό είναι. Και το πόσο, θα το προσδιορίσει είτε το κοινό είτε θα το προσδιορίσει ο κριτικός.
Κοιτά, να πούμε κάτι πολύ σημαντικό, νομίζω ότι αυτό με καθορίζει γενικώς και ως δάσκαλο και ως φωτογράφο. Όταν κάνω οτιδήποτε -και στο μάθημα και όταν εκφράζομαι- έχω έναν και μοναδικό, ας πούμε θεατή στο μυαλό μου. Εμένα, δεν έχω κανέναν άλλο.
Δείτε τις εικόνες της έκθεσης “Τα παιδιά της Ριτσώνας“
Δηλαδή δεν σε επηρεάζει τόσο η κριτική των άλλων;
Κανέναν άλλο δεν ακούω, παρά μόνο εμένα. Εγώ εκφράζομαι και κάνω αυτό που κάνω για μένα. Δεν είναι εγωιστικό. Το κάνω για να ικανοποιήσω την δική μου ανάγκη να εκφραστώ. Η επικοινωνία δηλαδή σε κάποιο βαθμό ξεκινάει από εμένα και τελειώνει σ’ εμένα. Απλά οι εκθέσεις είναι happening, είναι μια γιορτή. Για εμένα τώρα η δουλειά της Ριτσώνας έχει φύγει. Πριν καν παρουσιαστεί έχει τελειώσει. Γι’ αυτό ας πούμε και στην Θήβα, που θα έρθετε, για την έκθεση και στις άλλες εκθέσεις δε θα μιλήσω. Ούτε καν θα μιλήσω να πω έστω και πώς το σκέφτηκα. Και αυτό, γιατί δεν έχω κάτι να πω.
Να πατήσω πάνω σε αυτό και να πω πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει και μια άλλη σχολή που λέει ότι μια φωτογραφία δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Πρέπει να έχεις ένα κείμενο από κάτω.
Εγώ προσωπικά διαφωνώ με αυτό. Γιατί από τη στιγμή που κάνεις φωτογραφία ή κάνεις ζωγραφική ή κάνεις γλυπτική ή κάνεις χαρακτική, ως δημιουργός πρέπει να μιλάς με το έργο σου. Δε χρειάζεται ένα κείμενο για να στηρίξει αυτό που κάνεις. Αυτό πολλές φορές προκύπτει από την ανασφάλειά σου, από τα κενά που έχεις ο ίδιος ως δημιουργός. Ας πούμε για παράδειγμα ενώ ως φωτογράφος χαρακτηρίζομαι από μια φορμαλιστική διάθεση, με απασχόλησε αρκετά η αφήγηση στο project. Αλλά είναι κάτι που το δούλεψα, αξιολόγησα φωτογραφίες, επέλεξα φωτογραφίες που με εξέφραζαν. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να γράψω οποιοδήποτε κείμενο. Ούτε λεζάντα, ούτε τίποτα για να μιλήσω για αυτό. Και είμαι και ανοιχτός μάλιστα σε φίλους μου ή σε ανθρώπους που αγαπούν τη φωτογραφία στο τι θα πουν. Και θα πω: Πόσο ωραία το σκέφτηκαν!
Στην πραγματικότητα, ακόμη κι εδώ στο έργο για τη Ριτσώνα, δεν έβγαλα κάτι δικό μου. Βγήκαν οι άνθρωποι που με μεγάλωσαν, βγήκαν οι δάσκαλοί μου. Αν ένας άνθρωπος είναι πίσω από όλο αυτό, και νομίζω ότι πρέπει να αναφερθεί, είναι ο πρώην πνευματικός μου, γιατί αυτός με έμαθε να βλέπω τον άνθρωπο ως άνθρωπο.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτά λέγονται μαθήματα. Δηλαδή τον άλλο απέναντι δεν τον έχω πελάτη, δεν τον έχω σαν αντικείμενο. Στην Ριτσώνα δεν είναι οι τίγρεις και οι λεοπαρδάλεις που θα φωτογραφίσω. Δεν ανέβηκα να κάνω το σαφάρι μου. Να φωτογραφίσω τους ανθρώπους πήγα και αυτό που, αν μείνει κάτι μετά από χρόνια, είτε με το λεύκωμα είτε με την έκθεση αυτή, είναι για μένα η αναφορά μου στον άνθρωπο.
Άρα λοιπόν για να επανέλθω, πίσω από κάθε φωτογραφία μου, πίσω από κάθε μου έργο είναι ένα σύνολο πραγμάτων: είναι ο πρώην πνευματικός μου, είναι η βαθιά και ουσιαστική σχέση μου με την εκκλησία, είναι οι φωτογράφοι που έχω αγαπήσει, είναι ο κινηματογράφος που βλέπω…
Αναφέρθηκες σε φωτογράφους. Ποιοι φωτογράφοι σε έχουν επηρεάσει;
Όλοι οι μεγάλοι Έλληνες κλασικοί φωτογράφοι, όλοι οι μεγάλοι ξένοι κλασικοί φωτογράφοι. Παγώνω όταν βλέπω σύγχρονους φωτογράφους. Πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται τέτοια πράγματα για τις σύγχρονες τάσεις και αναρωτιέμαι μήπως εγώ δεν μπορώ να καταλάβω κάτι πολύ ιδιαίτερο. Γιατί και αυτοί που μιλάμε τώρα, οι κλασικοί, στην εποχή τους ήταν πρωτοποριακοί. Θα έλθω στη φράση της φίλης μου Ιωάννας Βασδέκη: «Δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τη σύγχρονη φωτογραφία σήμερα γιατί δεν έχει ακόμα κάτσει η σκόνη της. Αυτό θα το δούμε μετά από κάποια χρόνια». Έτσι, αυτό το σύνολο δεν το αγγίζω. Δεν λέω ότι είναι κακό. Λέω ότι δεν το υποστηρίζω ως φωτογράφος αλλά το σέβομαι.
Όσο κι αν ακούγεται οξύμωρο, μ’ έχει επηρεάσει περισσότερο ο σύγχρονος κινηματογράφος. Τα τελευταία 4-5 χρόνια έχω επηρεαστεί περισσότερο από τον κινηματογράφο. Έχω επηρεαστεί πάρα πολύ, βλέποντας εκατοντάδες ταινίες και καλές ταινίες. Από Ευρωπαϊκό και Ασιατικό κυρίως. Ο κινηματογράφος έχει επηρεάσει το στοιχείο της αφήγησης και ως προς την διδασκαλία μου και ως προς το φωτογραφικό μου έργο.
Στον κινηματογράφο υπάρχει μια διαφορά από τη φωτογραφία. Στον κινηματογράφο υπάρχει μια κάμερα η οποία κινείται σε ένα πλάνο, ενώ στην φωτογραφία είναι μια κάμερα η οποία θα «καταγράψει» ένα καρέ με «μια και έξω» λήψη.
Γι’ αυτό και η φωτογραφία είναι πολύ πιο δύσκολη.
Δηλαδή, είναι πιο εύκολα αφηγηματικός ο κινηματογράφος από την φωτογραφία.
Η φωτογραφία είναι μια δύσκολη μορφή τέχνης. Είναι δύσκολή γιατί σε ένα καρέ πρέπει να πεις τα πάντα. Ό,τι θες να πεις, ό,τι υπονοείς και ό,τι, ό,τι, ό,τι…ενώ στον κινηματογράφο έχεις το χρόνο να το πεις.
Τώρα που μιλάς για χρόνο να δούμε και το θέμα του χρόνου στον κινηματογράφο και στην φωτογραφία. Ο κινηματογράφος έχει χρόνο, η φωτογραφία έχει;
Μόνο στα στατικά.
Η δυσκολία της φωτογραφίας για μένα έχει σχέση με την ευκολία της. Από τη στιγμή που όλοι πιστεύουμε ότι με ένα κλικ μπορούμε να κάνουμε μια καθ’ όλα άρτια φωτογραφία και απογοητευόμαστε όταν αυτό δεν έρχεται, εκεί έχουμε λίγο θέμα. Αυτή λοιπόν η αμεσότητα και η ευκολία είναι που την κάνει και δύσκολη. Κι αυτό γιατί ο όγκος του παραγόμενου υλικού είναι πραγματικά υπερβολικός ποσοτικά σε όλο τον κόσμο, και κάποια στιγμή λες τι άλλο να κάνω, πώς διαφορετικά να το δω; Ενώ στη ζωγραφική μπορείς να πεις, ότι ξέρεις, θα έχω αυτό το στίγμα, θα υποστηρίξω αυτή τη γραμμή. Ή και στη μουσική ακόμη! Στη φωτογραφία όμως …. Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις πορτραίτο και να καινοτομείς; Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις ένα τοπίο και να καινοτομείς;
Ξέρετε, δεν επισκέπτομαι site και fora γιατί δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να πω «Ωχ αυτό το έχω ξαναδεί». Θέλω να διατηρήσω μια «παρθένα» ματιά, ώστε να μπορώ κάθε φορά να λέω «Αυτό είναι δικό μου».
Τώρα μας βάζεις σε πειρασμό να ρωτήσουμε, έχεις ζηλέψει φωτογραφίες μαθητών σου;
Καλά, έχω ζηλέψει. Πολλές φορές. Καταρχάς οι τροφοδότες της δουλειάς μου είναι οι μαθητές μου.
Ναι, αυτό το είπες.
Δεν το είπα όμως υποκριτικά. Είναι ο κύριος τροφοδότης της δουλειάς μου. Τροφοδοτούμαι από την δουλειά των μαθητών μου και από τον κινηματογράφο. Αυτοί είναι οι δύο μεγάλοι τροφοδότες του έργου μου. Ναι, έχω ζηλέψει. Επειδή όμως πιστεύω ότι σε κάθε καρέ του μαθητή μου είμαι και εγώ μέσα, ένα 10, 15, 20% το χαίρομαι και ως μια δική μου δημιουργία. Γιατί βλέπω ο τάδε μαθητής μου τι έφερνε στην αρχή της χρονιάς και βλέπω και τώρα και λέω στον εαυτό μου είσαι και εσύ μέσα. Και αυτό μου δίνει χαρά.
Υπάρχουν δάσκαλοι που πραγματικά έχουν ζηλέψει. Με την κακή έννοια.
Δεν πρέπει να αγαπάνε την φωτογραφία για να το κάνουνε αυτό. Άμα αγαπάς τη φωτογραφία δεν μπορείς να το κάνεις αυτό.
Διδασκαλία φωτογραφίας
Λίγο αναφέρθηκα πριν. Κι αυτό που θα ήθελα από εσάς, επειδή μου αρέσει όλη αυτή η ζεστή κι ανθρώπινη κουβέντα μεταξύ μας, είναι να τα γράψουμε όπως τα είπαμε: δηλαδή δεν ήμουν καλός δάσκαλος για 10 χρόνια, κατέστρεψα πολύ κόσμο, δε μου αρέσει και το δήθεν… Δεν μπορώ να πω ότι γεννήθηκα καλός δάσκαλος. Δε γεννήθηκα. Από το ’12 ως το ’17 θεωρώ ότι είμαι καλός, δηλαδή ότι το κάνω καλά. Πριν δεν το έκανα καλά. Στο μέλλον θα γίνω ακόμα καλύτερος.
Εγώ αυτό που προσπαθώ στα μαθήματά μου είναι να αποσαφηνίσουμε το χαρακτήρα μιας περιγραφικής από μια δημιουργική φωτογραφία. Αυτό γίνεται σε χρόνο ντε τε ( dt ).
Λειτουργείς σαν ένας φωτογράφος του project. Δεν λειτουργείς του στυλ βγαίνω και τραβάω, ότι να’ ναι.
Ναι, δε μου κάνει αίσθηση να τραβήξω κάτι που έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον όταν δεν είναι στο μυαλό μου. Μέχρι τώρα έχω δουλέψει 4-5 projects. Mετά από 19 χρόνια που ασχολούμαι με τη φωτογραφία, κάνω το πρώτο μου μεγάλο project τώρα και αυτό γιατί η ίδια η φωτογραφία μού έχει δώσει μια ωριμότητα. Το project πρέπει να είναι αποτέλεσμα έντονων σκέψεων και βασικά το project πρέπει να σε βρει και όχι να το βρεις. Δηλαδή κάποια στιγμή να σου έρθει. Ας πούμε, δεν είχα σκεφτεί να κάνω τα παιδιά της Ριτσώνας. Όταν ανέβηκα πάνω, ανέβηκα για να κάνω κανένα καρέ. Λίγο επειδή οι γυναίκες μου έλεγαν ‘no no no no’, λίγο γιατί οι άντρες μου έλεγαν πώς ήταν η ζωή τους, που καθόντουσαν και έκαναν τσιγάρα, στράφηκα προς τα παιδιά αλλά λειτούργησε το παιδί μέσα μου, το παιδί του χωριού μέσα μου, πώς το λένε, η κίνηση των παιδιών, το παιχνίδι, όλα αυτά μου βγήκαν. Δεν είπα Α! θα κάνω project Ριτσώνα, δεν θυμάμαι ότι μια μέρα το σκέφτηκα ας πούμε ή μια μέρα είπα θα το κάνω. Το project είναι κάτι που σου ‘ρχεται, σου σκάει στο κεφάλι .
Σκέψεις γύρω από τη φωτογραφία και την προσέγγιση;
Οι φωτογράφοι στους γάμους και οι φωτογράφοι που κινούνται σε διαφορά μέρη για να φωτογραφίσουν νομίζουν ότι ο χώρος τούς ανήκει. Δηλαδή οι φωτογράφοι των γάμων νομίζουν ότι γίνεται ο γάμος μόνο και μόνο γι’αυτό, για να φωτογραφηθεί. Αυτό είναι μια κακή προσέγγιση. Οι φωτογράφοι των δρόμων νομίζουν ότι οι δρόμοι και οι άνθρωποι δημιουργήθηκαν μόνο και μόνο για να φωτογραφηθούν. Οπότε εμείς, αν έχουμε αυτή την προσέγγιση απέναντι στον άλλο και δεν τον βλέπουμε ως άνθρωπο, είναι σίγουρο πως και ο άλλος θα είναι αρνητικός προς εμάς. Άρα, λοιπόν, έχει σχέση και με τον τρόπο προσέγγισης. Εγώ φωτογραφίζω ανθρώπους και δεν μου έχει πει κάποιος όχι, γιατί έχει σχέση και με τον τρόπο που προσεγγίζει ο κάθε φωτογράφος τον άλλο.
Είναι και το άγχος των φωτογράφων όταν βγαίνουν έξω. Θεωρούν ότι πρέπει να γυρίσουν πίσω με πέντε καρέ. Ε, δε γίνεται! Όταν σημαντικοί φωτογράφοι έχουν σε όλη τους τη ζωή πενήντα με εκατό σπουδαίες φωτογραφίες, βγαίνει ο άλλος στο δρόμο και σου λέει πρέπει το βράδυ να έχω γυρίσει με πέντε καταπληκτικά καρέ. Όλο αυτό τον φορτώνει με άγχος και νομίζει ότι πρέπει να το “σκίσει”. Γενικώς δεν έχουν υπομονή οι φωτογράφοι, η ευκολία μας έχει δυσκολέψει, αυτή η ευκολία του μέσου έχει δυσκολέψει τη φωτογραφική τέχνη, δε το συζητάω.
Πιστεύω, όμως, ότι η ψηφιακή φωτογραφία ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συμβεί στην ιστορία της φωτογραφίας και αυτό γιατί έθεσε τα πράγματα σε μια τελείως διαφορετική βάση. Εκεί που για πολλά χρόνια πιστεύαμε όλοι ότι ασπρόμαυρο να είναι και ό,τι να’ ναι και ότι το καταγραφικό μέσο και η διαδικασία είναι αυτή που θα δημιουργήσει το εικαστικό αποτέλεσμα, μπήκαμε σε μια τελείως διαφορετική διαδικασία υπεραπλούστευσης ως προς την απόδοση. Αυτό πολλοί το φοβούνται, αλλά θεωρώ ότι είναι σημαντικό γιατί σου λύνει θεμελιώδη ζητήματα προσέγγισης κι αυτά έχουν σχέση με το ότι τραβάς πολύ, εκπαιδεύεσαι, επανακαθορίζεις κάθε στιγμή το πλάνο σου, επανελέγχεις τη δουλειά σου, μπορείς με μια αμεσότητα να κινηθείς στον ίδιο χρόνο και όχι μετά από κάποιες μέρες στο ίδιο φωτογραφικό πεδίο, τραβάς πολλές οξύνοντας αρκετά την οπτική σου αντίληψη, δε μένεις στο ένα shoοt. Εγώ ήμουν πάντα αρνητικός στο ένα shoοt, γιατί αυτοί που λένε ότι εγώ είμαι του one shoοt τις περισσότερες φορές είχαν ή έχουν φοβερές ανασφάλειες. Δεν υπάρχει one shoοt στη φωτογραφία. Εγώ, ας πούμε, τραβάω πάρα πολλές φωτογραφίες για να διαλέξω την καλύτερή μου. Όμως μου έχει οξύνει πάρα πολύ την οπτική αντίληψή μου το γεγονός ότι από ένα μέρος, ένα πλάνο ας πούμε, μπορώ να το προσεγγίσω από δέκα διαφορετικές γωνίες. Αυτό, κάνοντάς το κάθε μέρα και χιλιάδες φορές κατά τη διάρκεια του έτους δουλεύει τη ματιά μου. Αν έμενα στην παλιότερη λογική, ότι έχω film, πρέπει να βγάλω μόνο δυο τρία film σήμερα από δύο τρεις διαφορετικές γωνίες και τέλος, δεν θα είχα την εξέλιξη που έχω.
Είσαι ασπρόμαυρος φωτογράφος, ή όχι;
Όχι. Τα δύο-τρία προηγούμενα project ήταν έγχρωμα και το επόμενο μπορεί να είναι έγχρωμο.
Ξέρεις ότι ένα κάδρο είναι έγχρωμο ή ασπρόμαυρο;
Κοίτα, από τις σαράντα εννιά ασπρόμαυρες φωτογραφίες αυτού του project της Ριτσώνας, τη σημαντικότητά τους την κατάλαβα την ώρα του κλικ, πριν δω το ασπρόμαυρο, είμαι ειλικρινής σε αυτό. Δηλαδή πολύ πριν δω αν είναι έγχρωμες κατάλαβα ότι έχουν ενδιαφέρον. Όμως οφείλω να πω πως αν αυτή η δουλειά, κι αυτό έρχεται σε μικρή αντίφαση με αυτό που είπα πριν, ήταν έγχρωμη, δεν θα είχα σαράντα εννιά εικόνες, θα είχα λιγότερες. Δηλαδή, κάποια θα τα απέρριπτα μετά, έτσι όπως θα έβλεπα τα χρώματα. Ο κίνδυνος στην έγχρωμη φωτογραφία είναι να σε κερδίσει το χρώμα.
Να κλείσουμε, Βασίλη, όπως ξεκινήσαμε. Για το τελευταίο σου project. Για την έκθεσή σου στη Θήβα «Τα παιδιά της Ριτσώνας».
Η πρώτη έκθεση, η πρώτη παρουσίαση θα είναι στη Θήβα 24 με 28 Ιουνίου. Η δεύτερη παρουσίασή του θα είναι στη Χαλκίδα 1 με 16 Ιουλίου σε έναν υπέροχο χώρο στην παραλία. Στο δημαρχείο της παραλίας. Στη Θήβα το 1923 δημιουργήθηκε ένας συνοικισμός για να καλύψει τις ανάγκες 700 οικογενειών, τις ανάγκες στέγασης. Αυτός ο οικισμός, που τα σπίτια του δημιουργήθηκαν με βάση αυτό που λέμε τη λαϊκή αρχιτεκτονική (ένα δωμάτιο κι όταν έρθουν χρήματα και ένα πιο μέσα όταν θα μας έρθουν πάλι χρήματα και ένα από πάνω και ένα από κάτω) που μοιάζει λίγο σαν τα Αναφιώτικα κι έχει έντονο το συναισθηματικό φορτίο από το παρελθόν και το ιστορικό φορτίο, αυτή τη στιγμή είναι ένα πανέμορφο σκηνικό, πανέμορφο, μοναδικό στην Ελλάδα, που ως Μικρασιάτικος συνοικισμός δεν υπάρχει άλλος. Σκέφτηκα λοιπόν κάποια στιγμή πού θα μπορούσαν να παρουσιαστούν καλύτερα αυτές οι φωτογραφίες από αυτόν το χώρο και αυτό λόγω της νοηματικής διασύνδεσης του χώρου με το project. Γιατί σας το ανέφερα και πριν από λίγο, για μένα ο πρόσφυγας δεν είναι ο Σύρος. Από τη στιγμή που πήγα εκεί τους γνώρισα, τρώγαμε μαζί, γελάγαμε βοηθούσα κ.τλ., ερχόταν κόσμος σπίτι μου έκανε μπάνιο, μένανε. Πώς το λένε, τους είδα ως ανθρώπους. Όταν βλέπεις τον πρόσφυγα ως άνθρωπο δεν τον βλέπεις ως Σύρο, ως Κούρδο, ως μουσουλμάνο, ως οτιδήποτε. Τον βλέπεις ως άνθρωπο. Ε… και οι Μικρασιάτες ήταν άνθρωποι. Εκεί λοιπόν που πριν από κάποια χρόνια εγκαταστάθηκαν κι έμειναν πριν από 90 χρόνια οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, τώρα θα παρουσιαστεί η έκθεση με τα προσφυγόπουλα.
Αφενός είναι ο χώρος και αφετέρου είναι η μνήμη. Είναι όλη η μνήμη. Αυτό! Όλη η μνήμη. Τώρα μη νομίζετε ότι με το που έριξα την ιδέα όλοι ήταν θετικοί. Οι Θηβαίοι δε θέλουν ούτε καν να δουν αυτό το χώρο. Δεν θέλουν ούτε καν να περπατάνε. Είναι το σκουπίδι της πόλης. Μένουνε μεγάλης ηλικίας Μικρασιάτες, μένουν Πομάκοι, μένουν Τσιγγάνοι, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Πακιστανοί, έχει γκετοποιηθεί ο χώρος.
Γιατί ο άλλος στόχος είναι και ο μεγάλος στόχος της έκθεσης: Ο χώρος να απογκετοποιηθεί, να περπατήσει ο κόσμος, να έρθουν παιδιά. Αύριο μεθαύριο μπορεί να γίνει μια άλλη έκθεση, μια μουσική βραδιά, μια θεατρική παράσταση. Όλοι μου έλεγαν μην πας, θα σε φάνε, θα σε μαχαιρώσουνε, εκεί γίνεται εμπόριο ναρκωτικών, θα σε σκοτώσουν… Απλά εμένα όταν μου λένε ‘μη’ τα παίρνω στο κρανίο, δηλαδή συφιλιάζομαι με το ‘μη’, είμαι και λίγο αντιδραστικό στοιχείο, σε κάποια πράγματα, όχι σε όλα, και αντιδρώ με το ΄μη΄΄και το ‘πρέπει’, δεν μπορώ, όχι λέω θα γίνει, κι ας είναι από πείσμα.
Είναι μοναδικός χώρος αυτός, μοναδικός!
Σας θέλω όλους κοντά μου … να έλθετε και να περπατήσετε τον χώρο … Η έκθεση σας περιμένει στους τοίχους , στις σκάλες, στα παράθυρα των σπιτιών του προσφυγικού οικισμού της Θήβας.
Δείτε τις εικόνες της έκθεσης “Τα παιδιά της Ριτσώνας”
Info Βασίλη Νίκα:
web site: http://www.photoenatos.gr/
instagram: https://www.instagram.com/vassilis_nikas/
FB: https://www.facebook.com/VasilisNikas9os?fref=ts
Δείτε το ντοκιμαντέρ “In The Eyes of Children” που δημιούργησε η γιαπωνέζα σκηνοθέτιδα Fuyuko Mochizuki για το φωτογραφικό έργο του Βασίλη Νίκα στη Ριτσώνα. Το ντοκιμαντέρ είναι στον τελικό του Διεθνούς Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Ντοκιμαντέρ του Hollywood και θα παρουσιαστεί επίσης στη Νέα Υόρκη στο Long Island International Film Festival και στο Τόκιο, στο Lift-Off Film Festival.