Στεφανία Ορφανίδου: “Μόνο σε συνθήκες απόλυτης μοναξιάς και ενδοσκόπησης μπορώ να εκφραστώ πραγματικά με τον τρόπο που θέλω”
Η επιθυμία για μια συζήτηση μαζί σου γεννήθηκε βλέποντας τη δουλειά σου στην έκθεση The Sense of an Ending και τον δυνατό και συνάμα αφαιρετικό τρόπο, με τον οποίο απέδωσες την προσωπική σου εκδοχή για την στιγμή της συνειδητοποίησης ενός τέλους. Ο χρόνος αποτελεί ιδιαίτερη παράμετρο στη δουλειά σου, καθώς σε πολλές περιπτώσεις, αν και δίνονται σημεία τυπικής αναγνώρισής του, μοιάζει καταργημένος και αχανής, αλλού πάλι είναι σαν το θέμα να υπήρξε για μια μοναδική βιαστική στιγμή, που μόνο χάρη στο έγκαιρο κλικ σου διασώθηκε. Είναι συνειδητό αυτό το αποτέλεσμα;
Χαίρομαι ιδιαίτερα που ανέγνωσες με αυτό τον τρόπο τη δουλειά μου. Έχεις δίκιο να εντοπίζεις στοιχεία κατάργησης του χρόνου σε αυτή. Η έννοια της αχρονικότητας είναι κάτι που σε θεωρητικό και φωτογραφικό επίπεδο με απασχολεί ιδιαίτερα, καθώς μου επιτρέπει να ξεφύγω από τα αυστηρά πλαίσια που θέτει ο ιστορικός χρόνος και να θολώσω τα όρια μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος. Η αίσθηση της διάρκειας, του αμετάβλητου, του ακίνητου, αλλά και του απείρως επαναλαμβανόμενου, στοχεύει σε μια επανανοηματοδότηση του ορατού, σε μια ανακατασκευή των απεικονιζόμενων αντικειμένων, την οποία φυσικά ο καθένας μπορεί να εκλάβει με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τα ερεθίσματα και τις υπαρξιακές του αγωνίες. Ο ακαριαίος χρόνος της φωτογραφικής παγίδευσης που επίσης αναφέρεις, εντάσσεται στο πλαίσιο ενός απροσδιόριστου χρόνου. Σε ό,τι δουλεύω μέχρι στιγμής, σπάνια με ενδιαφέρει η αυστηρή χρονική τοποθέτησή του στο παρόν, οπότε υπό μια έννοια, ναι, το αποτέλεσμα είναι αρκετά συνειδητό.
Ένιωσα ότι, από όλα σου τα projects, το πρώτο, το Jaguar Sun, είναι αυτό που κοιτάζει περισσότερο “κατάματα” τον θεατή, μεταδίδοντας οικειότητα και ζεστασιά – χωρίς, ωστόσο, να περιορίζεται στην απλή νοσταλγία ή να την εκβιάζει – ενώ, στις επόμενες δουλειές σου, o θεατής ταυτίζεται λιγότερο με το προσωπικό σου βίωμα και ανακτά την επιλογή να αναζητήσει δικές του αναφορές. Με ποια σημεία ή γεγονότα συμπίπτει αυτή η αλλαγή – εάν βεβαίως την αποδέχεσαι;
Το Jaguar Sun αποτέλεσε την πρώτη δουλειά που με έφερε κοντά στον κόσμο της φωτογραφίας. Η αίσθηση της οικειότητας και της φαινομενολογικής της αντίληψης ήταν η πρώτη έννοια που με απασχόλησε, το πρώτο ερωτηματικό που έθεσα στον εαυτό μου σχετικά με το πως αντιλαμβάνομαι τον κόσμο γύρω μου. Στο πλαίσιο αυτό, αισθάνθηκα την ανάγκη να έρθω σε άμεση επαφή με τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους και τόπους και να τους φωτογραφίσω. Αυτό συνέπεσε στο τέλος μιας περιόδου που ζούσα ήδη πολλά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και η αίσθηση της επικείμενης αναχώρησής μου αποτέλεσε ένα σημαντικό κίνητρο προς αυτή την κατεύθυνση. Οι επόμενες φωτογραφικές δουλειές συνέπεσαν με μια τελείως μεταβατική κατάσταση στην επαγγελματική και προσωπική μου ζωή. Η πόλη της L’Aquila στην κεντρική Ιταλία, στην οποία μετακόμισα, αποτέλεσε το πιο πρόσφορο έδαφος για να αποτυπώσω την αίσθηση μιας έντονης αποκοπής και μοναξιάς που ένιωθα εκείνο το διάστημα και να παράξω ένα έργο πολύ πιο “σκοτεινό” και δύσκολο για μένα. Κάπως έτσι προέκυψε η δουλειά Cold Turkey, η οποία και ολοκληρώθηκε λίγους μήνες μετά την αναχώρησή μου από εκεί, με την επιστροφή μου στην Ελλάδα.
Το project Pendulum αποτελείται από φωτογραφίες που τράβηξες στην Ιταλική πόλη L’ Aquila, από τον Νοέμβριο 2015 ως τον Σεπτέμβριο 2016. Αν και το κίνητρο της παρουσίας σου εκεί ήταν μάλλον αρχιτεκτονικό, αυτό που τελικά αναδεικνύουν οι φωτογραφίες σου είναι η επιβίωση μετά από την καταστροφή και η ανακάλυψη ιχνών ανθρώπινων στιγμών που διακόπηκαν βίαια. Ποιο συναίσθημα κυριάρχησε σε αυτή την εμπειρία;
Το να κατοικείς στο ιστορικό κέντρο μιας πρόσφατα κατεστραμμένης και άδειας πόλης, χαρακτηρισμένης μέχρι σήμερα ως “κόκκινη ζώνη”, ήταν μια πρωτοφανής εμπειρία. Η συνηθισμένη έννοια της γειτονιάς δεν υπήρχε εκεί. Η πόλη, τη μέρα ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο, ένα ανοιχτό πεδίο συνύπαρξης με τη σκόνη και την υπό κατάρρευση ύλη, με στενά να ανοιγοκλείνουν ανά τακτά διαστήματα και να σε υποχρεώνουν να ανακαλύψεις κάθε μέρα νέο δρόμο για τη δουλειά σου. Αντίθετα, το βράδυ κυριαρχούσε το σκοτάδι και μια τρομακτική σιωπή, με την εξαίρεση δύο κεντρικών – πρόσφατα αποκατεστημένων – δρόμων, όπου αναγνώριζες μια πιο φυσιολογική ζωή, αυτή της νυχτερινής διασκέδασης των νέων στα λιγοστά μπαρ και εστιατόρια. Τα κτίσματα σε αναμονή κατεδάφισης ή αποκατάστασης, οι πανταχού παρόντες γερανοί, σου φανέρωναν με τον πιο έκδηλο τρόπο μια πληγή, για την οποία οι κάτοικοι απέφευγαν να μιλήσουν ανοιχτά. Το ανοίκειο και η απουσία ανθρώπων επικράτησε για πολλούς μήνες σαν αίσθηση. Συχνά, ακόμη και ο φόβος της επιστροφής στο σπίτι από τους σκοτεινούς δρόμους. Δε θα ξεχάσω ένα βράδυ που περπατούσα με μια φίλη σε έναν τέτοιο δρόμο και αντιληφθήκαμε μια φιγούρα να μας πλησιάζει από την αντίθετη κατεύθυνση. Σκιαχτήκαμε λίγο, κοιταχτήκαμε έντονα, αλλά συνεχίσαμε. Όταν ήμασταν στα δύο μέτρα μακριά, συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν ένας τυφλός. Δεν έχω ξανανιώσει πιο περίεργα.. Ωστόσο, μετά από έντεκα μήνες παραμονής εκεί, η περιπλάνηση στα σιωπηλά άδεια στενά έγινε συνήθεια και οι ανοιχτές πόρτες των άδειων σπιτιών έπαψαν να με τρομάζουν. Η μύτη συνήθισε τη μυρωδιά της σκόνης. Το ανοίκειο σταδιακά άρχισε να μετατρέπεται σε οικείο.
Η αρχιτεκτονική σου πλευρά, αντίθετα, “δηλώνεται” περισσότερο στο τελευταίο και εξελισσόμενο project, Inert Substance. Επιθυμείς την διασύνδεση των ιδιοτήτων σου, δηλαδή εν τέλει την παραγωγή φωτογραφιών με αρχιτεκτονικά στοιχεία και επιδράσεις ή απλώς είναι αναπόφευκτη;
Η αρχιτεκτονική μου ιδιότητα θεωρώ ότι εξαρχής με έφερε πιο κοντά στη φωτογραφία. Ωστόσο, η ίδια προσπαθώ την απεμπλοκή, τουλάχιστον σε άμεσα αντιληπτό επίπεδο, αυτών των δύο κόσμων. Η τελευταία μου δουλειά υπό εξέλιξη, ισχύει ότι έχει επηρεαστεί έντονα από θεωρητικές αναζητήσεις που προέκυψαν από το ακαδημαϊκό αρχιτεκτονικό μου περιβάλλον τα τελευταία χρόνια, ωστόσο είναι ένας συγκερασμός φυσικού και τεχνητού στοιχείου, που για μένα ξεφεύγει από τα συνηθισμένα όρια της αρχιτεκτονικής αντίληψης. Η επανανοηματοδότηση του χώρου, του θραύσματος, του αποσπάσματος, και πάλι η αίσθηση εδώ της ανιστορικότητας και της αχρονικότητας, η σχέση μας με την ύλη και τη μετέωρη κατάσταση που μπορεί να παραχθεί, ο ρόλος του βλέμματος, είναι συνεχή ερωτήματα που με απασχολούν.
Πώς καταστρώνονται τα projects σου; Συλλαμβάνεις την ιδέα και αναζητάς κατάλληλο υλικό ή εκ των υστέρων μελετάς και οργανώνεις τη δουλειά σου σε ενότητες;
Συνήθως υπάρχει πάντα μια ιδέα, έστω και συγκεχυμένη, στο μυαλό μου, που σταδιακά αποκτά φωτογραφική υπόσταση και συγκροτείται σε μια ενότητα. Πολλές φορές προηγείται ένα κείμενο, λογοτεχνικό ή δικό μου, που μου δίνει το έναυσμα. Η μόνη περίπτωση στην οποία έδρασα αυθόρμητα και η ιδέα προέκυψε στην πορεία, λόγω της συγκέντρωσης υλικού που δεν μπορούσα να αγνοήσω, ήταν το Pendulum. Για αρκετούς μήνες αρνούμουν να ασχοληθώ με την έννοια της εγκατάλειψης και του τραύματος της πόλης, εξαιτίας του συναισθηματικού φορτίου που έφερε, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ήταν αναπόφευκτο, καθότι είχα γίνει πλέον μέρος της.
Πιστεύω ότι το περιβάλλον του εκάστοτε project, όπως διαμορφώνεται από στοιχεία κυρίως εξωφωτογραφικά (τίτλο, κεντρική ιδέα, κείμενο) κατευθύνει τον θεατή προς μια συγκεκριμένη ανάγνωση. Για παράδειγμα, η γάτα που ξαπλώνει στο κόκκινο χαλί, ίσως μου προκαλούσε τελείως διαφορετικές (και πιο ανυποψίαστες, ομολογώ) σκέψεις, εάν δεν ήταν μέρος του Cold Turkey. Σε απασχολεί αυτός ο προσδιορισμός ή, ακόμα περισσότερο, τον επιδιώκεις;
Προφανώς και κάθε φωτογραφία αποκομμένη από οποιοδήποτε πλαίσιο μπορεί να ερμηνευτεί διαφορετικά από τον καθένα. Προσωπικά, πιστεύω ότι στόχος μιας ενότητας που εμπεριέχει έναν αφηγηματικό χαρακτήρα, είναι να κατευθύνει μέχρι ένα σημείο τη σκέψη του θεατή, τόσο ώστε να τον κάνει να ταυτιστεί ο ίδιος με το έργο και όχι με τις προθέσεις ή τις σκέψεις του ίδιου του δημιουργού. Από τη στιγμή που τα βιώματα του καθενός είναι διαφορετικά, αντιστοίχως διαφορετικές θα είναι και οι αναγνώσεις του αντικειμένου προς θέαση.
Οι φωτογραφίες σου αποτυπώνουν έναν κόσμο μοναχικό και άδειο, ίσως μελαγχολικό. Ο ήλιος ποτέ δεν λάμπει εκτυφλωτικά, ο άνθρωπος, απών, δηλώνεται μέσα από το αποτύπωμά του κι όταν είναι παρών δεν πρωταγωνιστεί. Επιθυμείς να επικοινωνήσεις αυτή την ποιητικά μελαγχολική διάθεση ή προκύπτει ως αποτέλεσμα αισθητικών επιλογών;
Νομίζω ότι ο άνθρωπος, όσο επικοινωνιακό ον και αν διατείνεται ότι είναι, άλλο τόσο μοναχικό είναι. Θεωρώ απαραίτητα και εξίσου σημαντικά και τα δύο χαρακτηριστικά. Ωστόσο, στο δημιουργικό επίπεδο νιώθω ότι μόνο σε συνθήκες απόλυτης μοναξιάς και ενδοσκόπησης μπορώ να εκφραστώ πραγματικά με τον τρόπο που θέλω. Είναι μια προσωπική αναμέτρηση με τις δυνάμεις μου. Πρόκειται ουσιαστικά για μια απόπειρα υπέρβασης της μοναξιάς μου, στην οποία η ανθρώπινη μορφή αποτελεί το αφανές επίκεντρο της προσοχής μου. Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μια ατελής και άτυπη, μη προδιαγεγραμμένη σχέση αυτής της αναζήτησής μου με το αποτέλεσμα που προκύπτει στο τέλος.
Έχεις ήδη συμμετάσχει σε μία ατομική και αρκετές ομαδικές εκθέσεις και έχεις αποσπάσει διακρίσεις όπως στο Summer Call του Phroom, στο Athens Photo Festival 2017 (Young Greek Photographer), ενώ πρόσφατα, συμπεριελήφθης στη λίστα 30 under 30 women photographers του Artpil… Σε μια εποχή ανεξέλεγκτης παραγωγής φωτογράφων, οι διακρίσεις αυτές συνεπάγονται άραγε και ένα άγχος διαρκούς επιβεβαίωσης της αξίας σου;
Ένα σχετικό άγχος πάντα υπάρχει, όχι τόσο ως προς την επιβεβαίωση της αξίας μου, όσο ως προς την αέναη αναζήτησή μου να εκφραστώ ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα που με απασχολούν, από τη σύλληψη και την υλοποίηση ενός project, τη γραφιστική του επιμέλεια, τη συσχέτισή του με το χώρο έκθεσης ή και μελλοντικής διάδρασης με τον θεατή – επισκέπτη. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα άγχος δημιουργικό. Οι διακρίσεις είναι κάτι θεμιτό, καθώς δίνουν μια παραπάνω ώθηση σ’ αυτόν τον πειραματισμό, την παραγωγικότητα και την εξερεύνηση νέων, μη κατακτημένων ακόμη, πεδίων για μένα. Ίσως, θα ήταν πιο δόκιμο να πω ότι ο κόσμος των διακρίσεων λειτουργεί σαν ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο η δουλειά μου βρίσκει διέξοδο από τον μικρόκοσμό μου και καθίσταται σταδιακά ορατή.
Η Στεφανία Ορφανίδου γεννήθηκε στην Καβάλα, το 1989, αλλά ζει και εργάζεται ως αρχιτέκτονας στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει φωτογραφία στην σχολή STEREOSIS (2011 – 2015). Αυτό τον καιρό συμμετέχει στην έκθεση Critical Archives III: Identities του Medphoto Festival, στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, στο Ρέθυμνο.
Περισσότερες πληροφορίες και το πλήρες έργο της εδώ: https://www.stefaniaorfanidou.com