Σπύρος Στάβερης: “Το μεγάλο μου πάθος είναι οι πόλεις που τις έχω ταυτίσει με την ελευθερία. Με τη δική μου ελευθερία”
Ο Σπύρος Στάβερης, ένας από τους πιο διεισδυτικούς και χαρισματικούς Έλληνες φωτογράφους, συνομιλεί εφ’ όλης της ύλης με τους Κυριάκο Χρυσοχοΐδη και Σπύρο Φίλιο για το Photologio.
Σπύρο, πόσες φωτογραφίες έχεις τραβήξει; Όπως καταλαβαίνεις, βέβαια, η ερώτηση είναι σαρκαστική και δεν αναφέρομαι σε αριθμό, αλλά στον ρυθμό που τραβάς και δημοσιεύεις εικόνες.
Νομίζω πως έχω κάνει ελάχιστα διαλείμματα. Από τις πρώτες μου δημοσιεύσεις, το 1988, στο περιοδικό ΕΝΑ, μέχρι σήμερα, αλλά κι από πιο πριν, έχει δημιουργηθεί πράγματι ένα αρκετά μεγάλο αρχείο. Οι περισσότεροι φωτογράφοι που ήξερα εγκατέλειπαν τα φιλμ τους στα ατελιέ, και μου έδιναν την εντύπωση ότι υποτιμούσαν έτσι τη δουλειά τους. Αντιμετώπισα κι εγώ γκρίνιες, αλλά πάντα τα διεκδικούσα και κατάφερνα να τα παίρνω πίσω. Διαφορετικά θα είχαν χαθεί όλα, στην ίδια μαύρη τρύπα που κατάπιε και τα αρχεία των εντύπων που έκλεισαν. Όλο αυτό το αρχείο παραμένει όμως ουσιαστικά ανοργάνωτο και συνεχίζει να με προβληματίζει ως προς τον τρόπο παρουσίασής του. Στις εποχές που τα περιοδικά ήταν σε άνθηση, τα φιλμ και οι εμφανίσεις ήταν γενικά εξασφαλισμένα, και σου δινόταν έτσι η δυνατότητα να τραβάς φωτογραφίες σα να κρατάς σημειώσεις, σα να γράφεις πρόχειρα, μέχρι να βρεις τη σωστή λήψη. Αυτός είναι εξάλλου και ο αγαπημένος μου τρόπος να φωτογραφίζω, ιδίως όταν πρόκειται για πορτρέτα, μέσα από μία αυτοσχεδιαστική, αυθόρμητη και προοδευτική προσέγγιση.
Υπάρχουν φωτογραφίες σου που δεν τις έχεις δει ακόμη ή φωτογραφίες που αναρωτιέσαι αν τις έχεις τραβήξει εσύ;
Τις περισσότερες, νομίζω, τις ξέρω και τις αναγνωρίζω. Υπάρχουν όμως και κάποιες άλλες που σου αποκαλύπτονται εκεί που δεν το περιμένεις. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να σου εμφανιστεί μία ξεχασμένη φωτογραφία που δεν είχες προσέξει ποτέ, και που τώρα αποκτάει με την πάροδο του χρόνου ένα νέο νόημα ή μία νέα αίγλη, είτε επειδή το δικό σου βλέμμα έχει αλλάξει, είτε επειδή το παρόν της προσθέτει μία νέα αξία, συχνά την αξία ενός ιστορικού ντοκουμέντου.
Έχεις μετανιώσει για εικόνες που έχεις τραβήξει;
Έχω μετανιώσει για φωτογραφίες που… δεν έχω τραβήξει. Όπως στην περίπτωση της “δεύτερης” κηδείας του Νίκου Ζαχαριάδη που έγινε στην Αθήνα. Ενώ ήμουν δίπλα στη σωρό του, κάτι με σταμάτησε και δεν τόλμησα.
Σπούδασες ιστορία και είχες πάθος με τον κινηματογράφο. Τι σε ώθησε στην φωτογραφία και δεν ασχολήθηκες με αυτόν;
Χωρίς να το συνειδητοποιώ, όλη την προπαίδεια την έμαθα στη γαλλική Ταινιοθήκη. Εκεί καταλήγαμε όταν κάναμε κοπάνες από το σχολείο, εκεί μάθαμε να βλέπουμε, μπροστά στην οθόνη με τις κλασικές ή και τις τελείως άγνωστες ταινίες, που πολλές φορές δεν είχαν καν υπότιτλους, ή κι όταν είχαν μπορεί να ήταν πολωνικοί υπότιτλοι σε κινέζικη ταινία. Τότε δεν υπήρχε ούτε σαν ιδέα να γίνω φωτογράφος, άλλωστε ελάχιστους φωτογράφους γνώριζα -κυρίως μερικούς Γάλλους. Με ενδιέφερε όμως να φτιάχνω κινηματογραφικές ιστορίες. Είχα υποβάλει ένα αρκετά απλοϊκό, όπως το βλέπω τώρα, σενάριο σε μία επιτροπή που χρηματοδοτούσε πρώτες ταινίες, αλλά απογοητεύτηκα που μου ζήτησαν να το ξαναδουλέψω και δεν το έκαναν δεκτό με την πρώτη, κι έτσι τα παράτησα.
Είναι κάτι που σε χαρακτηρίζει αυτό;
Πιστεύω πως ναι. Είναι ίσως μία εγωιστική άμυνα το γεγονός ότι δεν αναζητώ τη δεύτερη ευκαιρία. Κάποτε στη Γαλλία είχα κάνει αίτηση και σε μια κρατική σχολή φωτογραφίας. Το πορτφόλιό μου είχε εγκριθεί, με υπέβαλαν όμως μετά σε ένα ψυχολογικό τεστ -τέτοια ηλιθιότητα!- γι’ αυτό και αντέδρασα με μεγάλη άρνηση, με αποτέλεσμα να με απορρίψουν. Δοκίμασα μετά από αυτό και την τύχη μου στο πρακτορείο Magnum. Άφησα μερικές φωτογραφίες για να τις δουν, κι όπως τις άφησα έτσι και τις πήρα πίσω, χωρίς ούτε μια λέξη, οπότε τα μάζεψα και έφυγα από τη Γαλλία. Στην Αθήνα, άρχισα να δουλεύω στο σκοτεινό θάλαμο του φίλου μου του Γιώργου Μαρίνου, που είχε μόλις ανοίξει μετά το στρατό ένα εργαστήρι ειδικευμένο στην ασπρόμαυρη φωτογραφία. Μετά από δύο χρόνια εξαιρετικής συνεργασίας και σπάνιας φιλίας, αποφάσισα όμως να βγω στο φως και να κάνω ένα φωτογραφικό ταξίδι. Μου φάνηκε ενδιαφέρον τότε να επιχειρήσω να κάνω το γύρο της Τουρκίας με λεωφορείο. Κάτι βγήκε απ’ όλο αυτό το ταξίδι, το δέχτηκε το περιοδικό “ΕΝΑ”, και η δημοσίευση αυτή αποτέλεσε το διαβατήριό μου στα ελληνικά περιοδικά, ενώ παράλληλα την ίδια εποχή είχα αποκτήσει και μία επαφή με τη γαλλική Liberation με κάποιες ανταποκρίσεις για ένα δικό της ένθετο.
Οι φωτογραφίες της εποχής του Symbol και της τότε νέο-πλουτίστικης εποχής με αυτό το γκροτέσκο που ανέδιδαν, τι αντίκτυπο είχαν; Σήμερα αντιλαμβάνεται όποιος τις αντικρύζει μία επίκριση.
Βρέθηκα ουρανοκατέβατος σε ένα χώρο και έναν κόσμο που μου ήταν εντελώς άγνωστος και ξένος, με μοναδικό εφόδιο την ρεπορταζιακή εμπειρία. Αυτό που κάναμε τότε ήταν ασυνήθιστο για την Ελλάδα, όχι όμως και πρωτοείδωτο. Δεν εφηύραμε τίποτα, αλλά με τις μεγάλες ολοσέλιδες φωτογραφίες που βάζαμε δώσαμε ακόμη περισσότερη έμφαση στο ακραίο και το εξωφρενικό στίγμα της εποχής εκείνης. Το ήδη κραυγαλέο και προκλητικό μεγεθύνθηκε και απλώθηκε, τόσο που δημιουργούσε την έκπληξη και ίσως και κάποιο σοκ.
Αυτό, λοιπόν, είναι και κάτι που σε χαρακτηρίζει κατά τη γνώμη μου, ότι δηλαδή έχεις ένα διαχρονικό στυλ. Ό,τι και να αποτυπώσεις παραμένει σταθερό και είναι εύκολα αναγνωρίσιμο σε ό,τι και να έχεις κάνει.
Μπορεί και να μη είναι έτσι επειδή άφηνα τα θέματα και τις ίδιες τις μηχανές να με οδηγούν σε νέους δρόμους. Γι’ αυτό και οι φωτογραφίες μου σαν σύνολο μπορεί να μοιάζουν ετερόκλητες κι εγώ ο ίδιος να φαίνομαι ολίγον τι σχιζοφρενής.
Τι αντιδράσεις είχες όταν πλέον δημοσιεύονταν αυτές οι φωτογραφίες;
Στην αρχή ήμουν σχεδόν αόρατος. Δεν με ήξερε κανείς. Με τη μηχανή που χρησιμοποιούσα, μία με τετράγωνο φορμά, δεν καταλάβαιναν κιόλας τι έκανα. Οπότε, κυκλοφορούσα ανάμεσα στον κόσμο και έβγαζα ό,τι ήθελα. Κάποια στιγμή βέβαια αναρωτήθηκαν ποιός φωτογράφος είναι αυτός που δημοσιεύει στο Symbol αυτά τα παράξενα και σιγά-σιγά μαθεύτηκε. Από ένα σημείο και μετά, κάποιοι ήταν σε επιφυλακή μόλις με έβλεπαν ή και με απέφευγαν, αλλά η αναγνωρισιμότητα που έδινε η εφημερίδα λειτουργούσε πάντα σαν ένα πολύ δυνατό θέλγητρο.
Επειδή το φωτογραφικό μέσο έχει αλλάξει από την εποχή που εσύ ξεκίνησες, πως βλέπεις την νέα κατάσταση με την πληθώρα των εικόνων που αποτυπώνονται, καθώς και τη σύγχρονη τάση, όπου μεγάλο μέρος φωτογράφων έχει στρέψει τον φακό μεταφορικά προς το πρόσωπο του και τον οικείο σε αυτόν χώρο;
Αναγκαζόμαστε νομίζω όλοι και προσαρμόζουμε το βλέμμα μας στην ταχύτητα της ασταμάτητης αυτής ροής εικόνων. Από την άποψη αυτή, το Instagram λειτουργεί σαν μία χρήσιμη άσκηση. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο, «σκανάρουμε» άπειρες φωτογραφίες, και έχει ενδιαφέρον – κάτι σαν στοίχημα- να παρατηρείς που θα «καθίσει» το μάτι –η αλλιώς η μπίλια – και σε τι. Εμένα με τραβάνε τα πιο παράταιρα πράγματα, ή μπορεί να σταθώ και σε κάτι που άλλοι θα το θεωρούσαν ασήμαντο. Όσον αφορά την αυτό-αναφορικότητα, μου αρέσει να την παρακολουθώ σε άλλους, κι ας μην διακατέχονται από την ενδοσκόπηση μιας Francesca Woodman για παράδειγμα. Δεν ενοχλεί η ελαφρότητα όταν σε αγγίζει η τραγικότητα.
Άραγε αυτό που ενοχλεί στο δρόμο είναι η «επαγγελματική» φωτογραφία; Μπορεί δηλαδή στο ίδιο χώρο που εσύ με τη μηχανή σου προσπαθείς να βγάλεις και σου απαγορεύουν να το κάνεις, ταυτόχρονα αν υπήρχε τρόπος να συνθέσεις όλες τις εικόνες που έχουν παραχθεί από άλλα μέσα όπως τα κινητά να είναι σχεδόν τα πάντα καταγεγραμμένα.
Αυτό που δημιουργεί πρόβλημα είναι κυρίως το σοβαρό ενδεχόμενο να αναγνωρίσει κάποιος τον εαυτό του σε κάποιο μέσο, κάτι που συνέβαινε παλιά πολύ σπάνια. Τώρα, ειδικά με τους διάφορους κακοήθεις που σπεύδουν με αγωγές να εκμεταλλευτούν την περίπτωση αυτή για να βγάλουν χρήματα, πρέπει να είσαι εξαιρετικά προσεκτικός όταν δημοσιεύεις φωτογραφίες τραβηγμένες στο δρόμο. Κι εγώ ο ίδιος πλέον αυτολογοκρίνομαι, δημοσιεύω στη Lifo μόνο παλιότερες φωτογραφίες για να μην δημιουργώ πρόβλημα στο σάιτ με τέτοια περιστατικά. Τις πιο πρόσφατες τις βάζω στο Instagram, το οποίο είναι ένα πιο προστατευμένο και πιο ανώνυμο περιβάλλον. Το έντυπο θεωρείται ακόμη ότι έχει κάποια βαρύτητα, ενώ τα social media αντιμετωπίζονται ως κάτι πιο εφήμερο και πιο επουσιώδες.
Τι θεωρείς καλή φωτογραφία;
Δεν ξέρω πια αν έχει ακόμη και πολύ νόημα να μιλάμε για καλή και κακή φωτογραφία. Η προσοχή όλων μας έχει διασπαστεί τόσο πολύ από το χάος του συνεχούς διαμοιρασμού εικόνων που φαίνεται πως δεν υφίστανται πλέον ουσιαστικά παρά μόνο ερεθισμοί. Από την άλλη, ανάλογα με την εποχή αλλάζει και το βλέμμα. Έτσι, αυτό που θεωρούσαμε κάποτε καλή φωτογραφία, σήμερα οι συμβολισμοί που αντιπροσώπευε πιθανόν να είναι ξεπερασμένοι ή να ακυρώνονται, ενώ φωτογραφίες που κάποτε υπήρξαν υποτιμημένες να νομιμοποιούνται απόλυτα από τη νέα κουλτούρα της εικόνας, που αγνοεί σήμερα τους κανόνες και τις ελιτίστικες απόψεις. Μου αρέσει πολύ να βλέπω φωτογραφίες στο Instagram. Όποιες κι αν είναι αυτές. Ανταποδίδω όλες τις αιτήσεις φιλίας και παρακολουθώ έτσι στο μέτρο του δυνατού το σύνολο των αναρτήσεων. Είναι ένα καλειδοσκόπιο που σου δείχνει πολλά, και που επιτρέπει στο μάτι να αποκτήσει μια μεγαλύτερη σβελτάδα και μία οξυμένη παρατηρητικότητα χαζεύοντας τη γρήγορη ροή των εικόνων. Μου ταιριάζει αυτός ο τρόπος να βλέπω εικόνες επειδή ήμουν πάντα κάπως ρέμπελος και αρνητικός σε σχέση με τις περισπούδαστες και σχολαστικές αφηγήσεις,
Υπάρχει πλέον η άποψη ότι για να είναι ολοκληρωμένη μία φωτογραφική εργασία, πρέπει να υπάρχει μία αφήγηση. Από την άλλη βλέπεις φωτογραφίες οι οποίες χάνονται γιατί ο φωτογράφος δεν μπορεί να στηρίξει με λόγια τη δουλειά του. Χρειάζεται τελικά την υποστήριξη του λόγου μία φωτογραφία;
Αναλόγως, υπάρχουν δουλειές που δέχονται ή και απαιτούν το κείμενο, και άλλες που μπορούν να σταθούν αυτόνομα. Τόσα φωτογραφικά έργα υπάρχουν χωρίς καθόλου λόγο.
Ασχολήθηκες ποτέ με το documentary ως έρευνα;
Τα πρώτα χρόνια, πριν την επέλαση του λάιφ στάιλ στα περιοδικά, είχα την πολυτέλεια να μπορώ να προτείνω θέματα που παρουσίαζαν για μένα ένα επίκαιρο πολιτικό ή κοινωνικό ενδιαφέρον. Τις περισσότερες φορές γίνονταν μάλιστα και δεκτά. Έτσι πήγα στη Βραζιλία για να καλύψω την πρώτη –ατυχή- υποψηφιότητα του μετέπειτα προέδρου Λούλα, στη Βηρυτό την επαύριο της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης, όπως και στην Ουγγαρία για την δεύτερη κηδεία του πρωθυπουργού Ιμρε Νάγκι που είχε εκτελεστεί από τους Ρώσους. Για όλες αυτές τις αποστολές δεν ακολουθούσα όμως ποτέ ένα σοβαρό πλάνο, πέρα από κάποια προκαταρκτικά διαβάσματα. Ενεργούσα τελείως αυθόρμητα. Μακροχρόνια έρευνα δεν μου ανέθεσε εξάλλου ποτέ κανείς, γιατί δεν έτυχε και ποτέ να είμαι σε κάποιο πρακτορείο, και λόγω χαρακτήρα δεν το επιχείρησα ούτε κι εγώ ποτέ. Είμαι πιο πολύ της “επιφάνειας”, αντί για στεγνές και μονολιθικές έρευνες προτιμώ να συλλέγω τον “αφρό την ημερών”. Έχω και μια γενικότερη εγκυκλοπαιδική προσέγγιση, μου κινούν την περιέργεια πολλά διαφορετικά πράγματα και μου είναι δύσκολο να επικεντρωθώ σε ένα. Η περιέργεια αυτή οδηγεί φυσικά στη φωτογραφία ντοκουμέντου, αλλά μέσα από διάσπαρτες μικρές ψηφίδες και όχι μέσα από μια ολοκληρωμένη έρευνα. Εκείνο που είπα ότι θα το κάνω ολοκληρωμένα και το πήγα από την αρχή μέχρι το τέλος ήταν το χρονικό των «αγανακτισμένων» του 2011.
Είχες ενδιαφέρον για τη φωτογραφία με πολιτικές και όχι καθαρά δημοσιογραφικές προεκτάσεις;
Δεν τις ξεχωρίζω. Πάντα υπάρχει πίσω από κάθε εικόνα μία ιδεολογική θεώρηση του κόσμου.
Οι φωτογραφίες σου από το κέντρο της Αθήνας και τα πέριξ της Ομόνοιας την εποχή που δημοσιεύονταν στο περιοδικό 01, με τον ρομαντισμό που αναδείκνυαν μπορούν να γίνουν τώρα; Εννοώ ότι με την αλλαγή του status της περιοχής, με μία αγριότητα που κυριαρχεί πια και αποτυπώθηκε πολύ εύστοχα πριν μερικά χρόνια από τον Enri Canaj, μπορείς να αποτυπώσεις ξανά το ύφος της ή έχει γίνει απαγορευτική;
Είναι ένας απατηλός ρομαντισμός. Το περιθώριο είναι πάντα άγριο. Αυτό που μας έκανε να εξοικειωθούμε κάπως μ’ αυτό, είναι που τα βλέπαμε να συμβαίνουν όλα ακριβώς κάτω από τα γραφεία μας. Από την άλλη, είναι και ο τρόπος που τα αντιμετωπίζεις. Αν θέλεις να βγάλεις αγριάδα βγάζεις αγριάδα. Αν θέλεις να βγάλεις ανθρωπιά βγάζεις ανθρωπιά. Και μπορείς φυσικά, όπως έκανε ο Enri, να βγάζεις ανθρωπιά μέσα από την αγριάδα. Η Ομόνοια πάντως ακολουθεί τη δική της νομοτέλεια και αποτελεί μονίμως μια ιδανική πρόκληση για κάποιον που το μεγάλο του πάθος είναι οι πόλεις, και έχει ταυτίσει τις περιπλανήσεις στους δρόμους με το δικό του αίσθημα ελευθερίας.
Τέτοιες εξερευνητικές ευκαιρίες σπανίζουν πλέον, αλλά χάρη στο περιοδικό NOMAS, ένοιωσα πάλι σε δύο πρόσφατες επισκέψεις στη Μόσχα και στη Βενετία πως είναι να σου ανοίγεται μια πόλη άγνωστη, και χωρίς να έχεις μπει στη διαδικασία να τη μάθεις από οδηγούς να σε προσκαλεί να αναζητήσεις σ’ αυτήν το τυχαίο, την έκπληξη και το απρόοπτο. Στην Αθήνα δεν υπάρχει ακριβώς το ίδιο κίνητρο, επειδή την έχουμε χιλιοφωτογραφίσει, αλλά και πάλι αν σου το ζητήσει κάποιος θα βρεθεί τρόπος να χαθείς πάλι μέσα σ’ αυτήν.
Πληρώθηκε επαρκώς ένας φωτογράφος όπως εσύ που ήταν συνεχώς στο χώρο των εντύπων την εποχή που αυτά μεσουρανούσαν;
Δεν με ενδιέφερε ποτέ να κάνω τον έμπορα και να πουλάω τις φωτογραφίες μου πέρα από το έντυπο που τις χρησιμοποιούσε. Δεν με απασχολεί καν το κοπιράιτ, εφόσον δεν τις κλέβουν για να τις εκμεταλλευτούν. Οι εικόνες που αναρτώ στο σάιτ της Lifo είναι σε αρκετά μεγάλη ανάλυση και όποιος θέλει μπορεί να τις χρησιμοποιήσει, αν έχει την ευγένεια να σημειώσει την πηγή. Αυτό δε σημαίνει πως δεν θεωρώ ανήθικη την “έμπνευση” του Αμερικανού φωτογράφου Richard Prince που οικειοποιήθηκε πορτρέτα ανωνύμων αντλώντας τα μέσα από κοινωνικά δίκτυα, κι ύστερα τα τύπωσε σε μεγάλες διαστάσεις και τα μοσχοπούλησε ως δικά του με την προσθήκη μιας απλής λεζάντας.
Πιστεύεις πως αν έμενες στη Γαλλία, θα ήσουν ίδιος φωτογράφος;
Όχι. Σίγουρα έχω ένα μεγάλο χρέος απέναντι στη Γαλλία, τόσο για τη μόρφωση που έλαβα εκεί όσο και για τις εμπειρίες που έζησα (ως και ένα Μάη του ’68!). Σαν φωτογράφος, όμως, έχω απόλυτη συνείδηση πως εδώ ολοκληρώθηκα με έναν καθαρά “ελληνικό” τρόπο, αφομοιώνοντας την ανθρώπινη αμεσότητα και τη μεσογειακή θέρμη. Αυτό επηρέασε βαθιά και ουσιαστικά τον τρόπο που φωτογραφίζω. Από τα ρεπορτάζ τύπου Magnum που έκανα στην αρχή, πέρασα σε μια πιο απελευθερωμένη φωτογραφική «χειρονομία», ιδίως κατά την περίοδο του 01, όπου ακολούθησα την προτροπή του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου «να βγάλω τον δαίμονα από μέσα μου». Η φωτογραφία έχει αυτό το καλό, μπορεί να σου βγάλει ένα εντελώς άλλο χαρακτήρα., να αποκτήσεις ένα άγνωστο σε σένα “θράσος”, που δεν βλάπτει κανέναν και είναι δημιουργικό.
Τελικά πώς βλέπεις τον εαυτό σου; Ως δημοσιογράφο ή ως καλλιτέχνη;
Έκανα πολύ καιρό για να αποδεχτώ την ιδιότητα του φωτογράφου για τον εαυτό μου και να την επικαλούμαι, κι αυτό επειδή ένιωθα πως με περιόριζε. Και φυσικά δεν θέλω να λέγομαι ούτε δημιουργός, ούτε καλλιτέχνης. Φτιάχνουμε εικόνες, κλέβουμε εικόνες, δεν είναι αρκετό;
Γράφεις;
Τώρα πολύ σπάνια, κάποια όνειρα μόνο. Παλιά γέμιζα ολόκληρα τετράδια με όλα όσα έβλεπα στο δρόμο. Γυρίζοντας το βράδυ μετά από βόλτες καθόμουν και κρατούσα σημειώσεις, τα μικρά συμβάντα, κάποια στιχομυθία, μικροπεριπέτειες. Θα ήθελα κάποια στιγμή να τα καθαρογράψω, να τα ανασκευάσω και να δω πως ταιριάζουν με φωτογραφίες.
Με αφορμή αυτό τώρα, γνωρίζω πως υπάρχουν σχέδια να εκδοθεί ένα βιβλίο για σένα και τις δουλειές σου.
Ο Παύλος ο Φυσάκης έχει αναλάβει αυτήν την πρωτοβουλία και πρόκειται να το σχεδιάσουμε μαζί. Δεν ξέρω ακόμη τη μορφή θα πάρει, ο Παύλος θα ήθελε να δείξουμε μία όσο γίνεται πιο συνολική και ολοκληρωμένη εικόνα της φωτογραφικής διαδρομής μου. Με τον Ευθύμη Φιλίππου φτιάξαμε κάτι άλλο μετά από δική του φιλική πρόσκληση: ένα βιβλίο που περιέχει κείμενά του μαζί με ασυνόδευτες δικές μου φωτογραφίες. Κυκλοφόρησε πρόσφατα με τον τίτλο «Όταν, Όταν».
Μαγεύεσαι ακόμη με τη φωτογραφία; Υπήρχε σε εσένα ποτέ η ανάγκη της έμπνευσης για να φωτογραφίσεις;
Της έμπνευσης, όχι ακριβώς, της λαχτάρας μάλλον που σε ωθεί να βγεις έξω και να αναμετρηθείς με το τυχαίο. Κάποιοι φωτογράφοι καλλιεργούν τον δικό τους κρυφό και προσωπικό “κήπο”, ξέχωρα από τις εμπορικές δουλειές. Στην περίπτωσή μου δεν ισχύει αυτός ο διαχωρισμός. Οι καθαρά “προσωπικές” φωτογραφίες είναι λίγες γιατί ήθελα πάντα να εκφράζομαι ουσιαστικά μέσα από τη δουλειά στα περιοδικά. Κατάφερα να μην αναγκάζομαι να αντιγράφω δισέλιδα από ξένα έντυπα, όπως ήταν κάποτε η νόρμα, κι έτσι προσπάθησα να εξελίσσομαι μέσα από τη δική μου πρόοδο.
Έχεις φωτογραφίσει πολλά σώματα. Ο ερωτισμός που υπάρχει είτε διάχυτος και εμφανής, είτε καλυμμένος και εννοούμενος, είναι ένα ένστικτο που καλλιεργήθηκε μέσω επιρροών ή ήταν μία ηδονοβλεπτική εξερεύνηση;
Ηδονοβλεπτική, γιατί όχι; Μάλιστα είναι κάτι που το διεκδικώ και δεν είναι κάτι που το αρνούμαι. Έχει γίνει για μένα μια δεύτερη φύση να παρατηρώ τους ανθρώπους όπου κι αν βρίσκομαι, στο δρόμο, στις συγκοινωνίες που παίρνω κάθε μέρα, στις υπηρεσίες, παντού. Χωρίς μηχανή, παρατηρώ τα πάντα στους πάντες. Παρατηρώ στα όρια της αδιακρισίας.
Φωτογραφικά απωθημένα έχεις;
Αν μετανιώνω για κάτι, είναι που δεν έχω φωτογραφίσει όσο θα ήθελα τον κόσμο της εργασίας, κάτι που λόγω της αδιαφορίας των αρχισυνταξιών δεν κατάφερα να εμβαθύνω.
Info
Ο Σπύρος Στάβερης είναι φωτογράφος.
Συνεργάζεται με την εφημερίδα Lifo και είναι μέλος της κολεκτίβας The Depression Era.
Φωτογραφική συλλογή