Περσεφόνη Μίχου: “Οι φωτογραφίες, από εναύσματα της μνήμης, γίνονται η κύρια πηγή πληροφοριών του παρελθόντος μας”
Memory is a person’s ability to remember.It is not an objective record,
but rather a dynamic process of selecting and removing elements of reality,
which weaken and alter over time.
Persephone Michou
Μιλάμε συχνά για visual stories, οπτικές ιστορίες κατά λέξη. Ποιος τις γράφει αυτές τις ιστορίες ο φωτογράφος – διαλέγοντας γωνίες, διαλέγοντας μεγέθυνση – ή έχει η εικόνα από μόνη της αυτήν την αυτόνομη δυνατότητα της διήγησης;
Διάβαζα πρόσφατα μια συνέντευξη των φωτογράφων που ίδρυσαν το περιοδικό «Provoke» την δεκαετία του ‘60 στην Ιαπωνία, οι οποίοι υποστήριζαν πως η εικόνες από μόνες τους δεν είναι ιδέες. Είναι κομμάτια της πραγματικότητας που δεν μπορούν να ειπωθούν με λέξεις, αλλά προκαλούν με τη σειρά τους λέξεις και έννοιες στο μυαλό του θεατή. Με αυτή την έννοια κάθε επιλογή του φωτογράφου οδηγεί και σε μια διαφορετική αφήγηση: το κάδρο, η γωνία λήψης, η ταχύτητα κλείστρου κλπ. είναι καθοριστικά για την μορφή της ιστορίας που προκύπτει.
Στο project IF I FORGET YOU, I WILL LOVE YOU AGAIN επιχειρείς μια εξιστόρηση χρονική. Τι εμποδίζει αυτή την παρουσίαση να είναι ταινία, θέλω να πω τι διαφοροποιεί την φωτογραφία από το σινεμά;
Ο Godard έλεγε πως η φωτογραφία είναι η αλήθεια, ενώ το σινεμά είναι η αλήθεια 24 φορές το δευτερόλεπτο. Με αυτή τη λογική μπορούμε να πούμε πως το φωτογραφικό βιβλίο είναι η αλήθεια, αλλά σε αυτή την περίπτωση η ταχύτητα καθορίζεται από τον ίδιο τον θεατή. Προφανώς το κάθε μέσο βάζει τη δική του σφραγίδα πάνω στο έργο, κάθε ιστορία μπορεί να ειπωθεί με διαφορετικά μέσα αλλά δεν θα είναι ποτέ η ίδια ιστορία. Το δικό μου έργο θα μπορούσε σαφώς να γίνει η έμπνευση για μια ταινία, αλλά αυτό θα προϋπέθετε έναν κινηματογραφιστή και μια εταιρεία παραγωγής(!).
Πρόκειται για μνήμη ή για παρέμβαση ή για δήλωση;
Η μνήμη είναι η αφετηρία και η εσωτερική μου ανάγκη να την εξερευνήσω με κινητοποιεί. Στη συνέχεια η παρέμβασή μου στις αναμνηστικές φωτογραφίες έρχεται να τη συμπληρώσει και να δημιουργήσει κάτι νέο, ίσως μια δήλωση. Στην περίπτωση του “If I forget you, I will love you again” προσπάθησα να αναπαραστήσω ένα παιχνίδι που έπαιξα μικρή όπου, ξεφυλλίζοντας άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες, έφτιαχνα φανταστικές ιστορίες και παραμύθια. Αυτή τη φορά επέλεξα να βασίσω την αφήγησή μου στον μύθο της Άρνης, της πηγής του νερού της λησμονιάς που έπιναν οι νεκροί πριν κατέβουν στον Άδη. Το βιβλίο περιέχει φωτογραφίες από το οικογενειακό μου αρχείο, κυανοτυπίες και εικόνες που έχω τραβήξει στα ίδια μέρη όπου τραβήχτηκαν οι πρώτες εικόνες πολλά χρόνια αργότερα. Με αυτό τον τρόπο προσπαθώ να μιλήσω για τη σχέση μνήμης και φωτογραφίας μέσα από τις δικές μου αναμνήσεις και την ιστορία αγάπης των γονιών μου.
Μπορεί μια φωτογραφία να αποδειχθεί τρομακτική με το θέμα της εκ των υστέρων για τον φωτογράφο;
Μια φωτογραφία όπως κάθε έργο τέχνης μπορεί να προκαλέσει πολλά συναισθήματα και η αλήθεια είναι ότι αυτά μπορεί να αλλάξουν με τον καιρό. Έτσι μια εικόνα που κάποτε μας έφερνε χαρά μπορεί με το πέρας του χρόνου και λόγω διάφορων γεγονότων (πχ. την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου) να μας φέρει λύπη. Μπορώ να πω πως καμία φωτογραφία που έχω τραβήξει εγώ δεν μου έχει φανεί τρομακτική, ίσως γιατί ο τρόμος συνδέεται με το άγνωστο.
Ακόμα και το ίδιο μπορεί να συμβεί με μια ανάμνηση ξεχασμένη που αναβιώνει. Θέλει θάρρος τελικά να βλέπουμε οικογενειακά φωτογραφικά αρχεία, πόσο μάλλον να τα επεξεργαζόμαστε.
Η ανθρώπινη μνήμη είναι ένας πολύπλοκος μηχανισμός. Πολλοί επιστήμονες αναφέρουν πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος κάποιες φορές «επιλέγει» να ξεχάσει κάτι επώδυνο για τον ψυχισμό του ατόμου ή ακόμα και να παραποιήσει μια ανάμνηση. Σε αυτή την περίπτωση μια φωτογραφία μπορεί να γίνει ένα αποδεικτικό στοιχείο ή ένα έναυσμα του εγκεφάλου να θυμηθεί κάτι δυσάρεστο. Κοιτάζοντας οικογενειακά φωτογραφικά αρχεία μπορεί να έρθουμε αντιμέτωποι με κάποιο παρόμοιο φαινόμενο, το να τα επεξεργαζόμαστε όμως και να τα μετατρέπουμε σε κάτι νέο, νομίζω πως μας δίνει τη δυνατότητα να δουλέψουμε με το τραύμα και να αρχίσουμε να το ξεπερνάμε. Είναι ίσως μια διαδικασία «αυτο-ίασης».
Η φωτογραφίες ζούνε την δική τους ζωή μέσα στο χρόνο; Ακόμα και στην αφθαρσία της εποχής του διαδικτύου;
Εδώ υπάρχει το εξής παράδοξο: ενώ πιστεύουμε πως μια ψηφιακή εικόνα θα κρατήσει στο χρόνο περισσότερο από μια αναλογική, λόγω του μεγάλου όγκου των αρχών που παράγουμε και αποθηκεύουμε καθημερινά, τελικά οι ψηφιακές εικόνες χάνονται μέσα σε φακέλους, σκληρούς δίσκους και clouds με αποτέλεσμα να μην επανερχόμαστε σε αυτές, να ξεχνάμε την ύπαρξή τους και πολλές φορές να τις χάνουμε. Σε αντίθεση, οι αναλογικές φωτογραφίες που τυπώνουμε και αποθηκεύουμε ευλαβικά σε άλμπουμ ή τοποθετούμε σε κάδρα στο χώρο μας είναι αυτές τις οποίες κοιτάζουμε πιο συχνά και που τελικά διατηρούνται στο χρόνο.
Τι συμπεράσματα έβγαλες από την εξερεύνηση της σχέσης μεταξύ ανθρώπινης μνήμης και φωτογραφίας;
Αυτή η σχέση είναι σίγουρα περίπλοκη και νομίζω πως δεν θα σταματήσω ποτέ να την εξερευνώ. Τον τελευταίο καιρό έχω καταλήξει σε κάτι τελείως αντιφατικό: ενώ οι φωτογραφίες υποτίθεται πως μας βοηθούν να διατηρήσουμε τις αναμνήσεις μας, είναι τελικά αυτές που τις αντικαθιστούν. Και αυτό συμβαίνει καθώς όσο μια ανάμνηση αδυνατίζει με το πέρασμα του χρόνου, εμείς ανατρέχουμε στις φωτογραφίες για να πάρουμε πληροφορίες σχετικά με πρόσωπα και καταστάσεις που έχουν παρέλθει. Έτσι οι φωτογραφίες, από εναύσματα της μνήμης, γίνονται η κύρια πηγή πληροφοριών του παρελθόντος μας και συνεπώς παίρνουν τη θέση της. Αυτή η σχέση είναι μια διαρκής πάλη.
The Perfect Blue… Τί σημαίνει πραγματικά η επιμονή στο να παγιδέψουμε το επιθυμητό χρώμα; Απελπισμένο προσπάθεια να συναντήσουμε επιτέλους την υποκειμενικότητα μας;
Ο εικαστικός Yves Klein (1898-1990) είχε και εκείνος εμμονή με την αποτύπωση του «ιδανικού» μπλε χρώματος, προσπαθώντας να αναπαραστήσει το άπειρο και το άυλο στα έργα του. Ο ίδιος έβλεπε την αφαιρετική μονοχρωμία ως ένα «ανοιχτό παράθυρο στην ελευθερία, ως τη δυνατότητα βύθισης στην απέραντη ύπαρξη του χρώματος». Στο δικό μου έργο, η κυανοτυπία είναι αυτή που αφαιρεί από τις φωτογραφίες τις περιττές λεπτομέρειες και προκαλεί τη φθορά τους, έτσι ώστε να τις φέρνει πιο κοντά στην έννοια της ανάμνησης. Γιατί στον κόσμο των αναμνήσεων τα πρόσωπα και οι καταστάσεις αλλοιώνονται με το πέρασμα του χρόνου, χάνουν την ευκρίνεια τους και μπερδεύονται με την φαντασία.
Μίλησέ μου σε παρακαλώ για τη θέση που έχουν οι άνθρωποι στις φωτογραφίες σου. Και κυρίως τι θέση έχουν οι γυναίκες.
Mου είναι δύσκολο να προσεγγίζω ανθρώπους και να τους φωτογραφίζω, γι’αυτό προτιμώ να το κάνω με τα πιο κοντινά μου άτομα. Με τα χρόνια συγκέντρωσα πολλά πορτραίτα νεαρών γυναικών από το οικογενειακό και το φιλικό μου περιβάλλον. Συνειδητοποίησα όμως ότι αυτό που έψαχνα ή αυτό που με τραβούσε σε εκείνες ήταν το καθρέφτισμα της δική μου εικόνας. Ακόμα, με απασχολεί αρκετά η θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας και μέσα από αυτά τα πορτραίτα προσπαθώ να μιλήσω για αυτό το θέμα. Τα πρόσωπα που φωτογραφίζω έχουν μια έκφραση μελαγχολίας, απορίας, θυμού, αλλά και απάθειας. Ίσως έτσι αποτυπώνω τη δική μου στάση απέναντι στο ζήτημα.
Θα ήθελα ακόμα να μου πείς τι σκέφτεσαι για τα φωτογραφικά βιβλία, ποια είναι η στάση σου σχετικά με αυτά.
Tα φωτογραφικά βιβλία έχουν μια πολύ μακρά ιστορία, μάλιστα το πρώτο φωτογραφικό βιβλίο περιείχε κυανοτυπίες της βοτανολόγου Anna Atkins (1799 – 1871). Νομίζω πως, στη σημερινή εποχή, είναι μια ακόμα απάντηση στην ψηφιακή φωτογραφία, όπως είναι και η γενικότερη στροφή των δημιουργών στα αναλογικά μέσα. Φαίνεται πως τόσο οι φωτογράφοι όσο και το φωτογραφικό κοινό έχουν ανάγκη για τέχνη χειροπιαστή και για έργα – αντικείμενα τα οποία δεν διεγείρουν μόνο την όραση αλλά και την αφή ή και την όσφρηση. Συνεπώς τόσο η παραγωγή όσο και το κοινό των φωτογραφικών βιβλίων έχουν αναπτυχθεί ραγδαία τα τελευταία χρόνια. Απόδειξη είναι τα πολυάριθμα πλέον φεστιβάλ και οι εκθέσεις του είδους παγκοσμίως. Στην Ελλάδα τα πράγματα προχωράνε όπως πάντα με αργούς ρυθμούς, κι αυτό έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την έλλειψη υποστήριξης των δημιουργών από κρατικούς φορείς. Παρ’όλες τις αντιξοότητες όμως, υπάρχουν αρκετά αξιόλογα ελληνικά έργα, καθώς και ομάδες δημιουργών που αγαπάνε και εξελίσσουν το φωτογραφικό βιβλίο. Μία από αυτές είναι και το Zoetrope Athens, το οποίο λειτουργεί στην Κυψέλη σαν βιβλιοθήκη, χώρος συνάντησης καλλιτεχνών και πλατφόρμα ανάπτυξης φωτογραφικών βιβλίων. Εκεί μπορεί κανείς να βρει και το δικό μου βιβλίο.
Διαπίστωσα ότι μοιραζόμαστε την ίδια εκτίμηση και αγάπη για τον Τάκη Κανελλόπουλο. Τον θυμάμαι παλιά στη δεκαετία του ΄80 που σύχναζε σε καφέ της παραλίας της Θεσσαλονίκης. Η εντύπωση τότε σε μένα, μια άσχετη φοιτήτρια, η αίσθηση μου ήταν, πως ένοιωθε μόνος εκεί και ίσως κάπως πονεμένος.
Με αφορμή το πρόσφατο αφιέρωμα σε αυτόν σαν σκηνοθέτη αναρωτιέμαι αν το έργο του καλλιτέχνη καταφέρνει να είναι μεγαλύτερο από αυτόν και ακόμα αναρωτιέμαι αν είναι “πόνος” της μοναξιάς γόνιμο τελικά συστατικό για έναν δημιουργό. Στο τέλος…
Νομίζω πως οι ταινίες του Τάκη Κανελλόπουλου με έκαναν να αγαπήσω ακόμα περισσότερο τη φωτογραφία. Ήμουν γύρω στα 15 όταν είδα για πρώτη φορά τον «Ουρανό» και θυμάμαι ακόμα πόσο είχα μαγευτεί από τα ασπρόμαυρα πλάνα, αλλά και από την τόσο συναισθηματική αφήγηση του Κανελλόπουλου. Είναι ένας ακόμα δημιουργός του οποίου το μεγαλείο δεν έχει αναγνωριστεί πλήρως. Χάρηκα πάρα πολύ όταν έμαθα για το αφιέρωμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και στεναχωρήθηκα ταυτόχρονα που δεν μπόρεσα να το παρακολουθήσω από κοντά. Νομίζω πως αυτός ο πόνος που ήταν τόσο εμφανής στις ταινίες του αλλά και όπως περιγράφεις στην ίδια την φιγούρα του Κανελλόπουλου, είχε να κάνει και με αυτή την έλλειψη αναγνώρισης του έργου του. Παρόλα αυτά, ο πόνος προφανώς και είναι ένα έντονο συναίσθημα που ο καλλιτέχνης προσπαθεί να εκτονώσει μέσα από τη δημιουργία. Και είναι αυτός ο πόνος του καλλιτέχνη που συναντιέται με τον πόνο του θεατή και κάνει ένα έργο προσιτό και άμεσο.
Και μιλώντας για συναισθηματικές καταστάσεις ζωής, μήπως αγαπάμε την φωτογραφία γιατί μοιάζει με ζωή πραγματική ενώ δεν είναι τέτοια;
Η φωτογραφία, όπως και κάθε τέχνη, είναι ένας ακόμα τρόπος να βγούμε από την πραγματικότητα αλλά και μια ευκαιρία να την κοιτάξουμε από διαφορετική οπτική. Γι’ αυτό και η τέχνη είναι πάντα «πολιτική», με τη ευρύτερη έννοια του όρου, καθώς μας κάνει να επανεξετάζουμε την ίδια τη ζωή μέσα από τις αναπαραστάσεις της.
Και κάτι που ρωτάω συχνά: Γιατί κρατάμε οικογενειακές φωτογραφίες με τόση ευλάβεια;
Μιας και έχω αναφέρει ήδη αρκετές καλλιτεχνικές μου επιρροές, θα αναφέρω και έναν μουσικό: ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου έχει γράψει την «Αγία Νοσταλγία» και έχει πει πως η μεγαλύτερη νοσταλγία είναι αυτή των παιδικών μας χρόνων. Πιστεύω πως οι οικογενειακές φωτογραφίες είναι τόσο πολύτιμες γιατί μας γυρνάνε πίσω σε αυτή την εποχή (ή και σε προγενέστερες), μας δίνουν την ψευδαίσθηση πως αυτός ο κόσμος κάπου υπάρχει ακόμα και πως, κοιτάζοντας τες, μπορούμε να επιστρέψουμε – έστω και στιγμιαία – σε αυτόν.
Info:
Η Περσεφόνη Μίχου γεννήθηκε το 1995 στα Ιωάννινα και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Φωτογραφία και Οπτικοακουστικές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Το 2020 το έργο της «The Perfect Blue» συμμετείχε στο Athens Photo Festival στην έκθεση «Νέοι Έλληνες Φωτογράφοι» και έκτοτε έχει συμπεριληφθεί σε διεθνείς εκδόσεις και εκθέσεις. Το 2022 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα Arts, Culture and Media του University of Groningen στην Ολλανδία και το 2023 εξέδωσε το φωτογραφικό βιβλίο «If I forget you, I will love you again» σε συνεργασία με το Zoetrope Athens. Σήμερα, ζει στη Νέα Υόρκη και εργάζεται στο MoMA – The Museum of Modern Art.
https://www.persephonemi
chou.com/
https://www.facebook.com/persefoni.michou