Ηλίας Γεωργιάδης: “Χρειάζομαι τη φωτογραφία για να νιώθω ελεύθερος”
Αναρωτιέμαι, όπως όλοι μας «πώς άραγε μπορεί να αποκτηθεί η μακαριότητα»; Έχει ειπωθεί πως αυτό γίνεται εφευρίσκοντας λέξεις. Είτε εφευρίσκοντας εικόνες. Άραγε να γίνεται και εφευρίσκοντας φωτογραφίες; Και πάντως χρησιμοποιώντας «λογικές» μεθόδους – όσο και αν αυτό μπορεί να γίνει τελικά πρόβλημα; Παρακάτω, κουβεντιάζουμε με τον φωτογράφο Ηλία Γεωργιάδη «για κάτι που δεν θα μάθουμε ποτέ». Και οι δυο μας.
Να σε ρωτήσω αρχικά αν πιστεύεις ότι υπάρχει εθισμός του φωτογράφου στην φωτογραφική διαδικασία.
Κοίταξε, πιστεύω πως εύκολα και καθησυχαστικά, ίσως κάποιος μπορεί να εντοπίσει και να εντυπωσιαστεί από διάφορα συστατικά ή στάδια της δημιουργικής και εν προκειμένω της φωτογραφικής διαδικασίας. Και αυτός ο έντονος εντυπωσιασμός που μπορεί να βιώσει κάποιος ανά διαστήματα, να γίνει ένα είδος αυτοσκοπού – κάτι που θα θέλει να ξαναζήσει. Και κάπως έτσι, ίσως να παγιδεύουμε τους εαυτούς μας σε διαδικασίες, επαναλήψεις συνθηκών, ίσως, γιατί κατά ένα μεγάλο βαθμό θέλουμε να καλύψουμε αυτή μας την ανάγκη, να ξαναδημιουργήσουμε αυτήν την αίσθηση, να βιώσουμε την αντίληψη μιας – οποιασδήποτε – γοητείας, να τραφούμε από αυτήν. Είναι όμορφη όλη αυτή η αναζήτηση, έντονη. Κρύβει μέσα της πάθος. Απλά, ίσως όσο περισσότερο βρίσκεται κάνεις μέσα σε όλο αυτό και κυνηγά την διαδικασία, να στενεύουν τα περιθώρια και να χάνει την ισορροπία και εν τέλει την αντίληψη για αυτό που βιώνει και οραματίζεται. Προσωπικά, προτιμώ να αποφεύγω να σκέφτομαι πως αυτό που έχω κάνει και αυτό που θέλω να κάνω (εννοώντας δημιουργικά παρελθόν και μέλλον) είναι αποτέλεσμα διαδικασιών. Σίγουρα, κατά ένα – ίσως και μεγάλο – βαθμό να είναι. Άλλωστε αρκετές φορές, ακόμα και η φωτογραφία στον εικαστικό της χαρακτήρα μπορεί να φαίνεται πως λειτουργεί κάπως αλγοριθμικά. Παρόλα αυτά όμως, θέλω να απομακρύνομαι από τη σκέψη πως οι εικόνες είναι αποτελέσματα συγκεκριμένων ενεργειών, βημάτων. Πιστεύω στη χαώδη πολυπλοκότητα αυτού του μέσου (ή αυτής της γλώσσας – ας επιλέξει ο καθένας αυτό που προτιμά) και αυτό, γιατί πιστεύω στη χαώδη πολυπλοκότητα της κάθε στιγμής και της ύπαρξης του ανθρώπου (ή του τόπου) που βρίσκεται δίπλα ή απέναντι μου. Εκείνη τη στιγμή η κάμερα γίνεται ένα εργαλείο σύνδεσης για μένα. Και η εικόνα ένα ανεξήγητο, ίσως, αποτέλεσμα.
Να σου πώ βέβαια, ότι απάντηση σου μου φέρνει στα αυτιά τον ήχο από το I Zimbra των Talking Heads και το ποίημα του Hugo Ball… Συνεχίζοντας, να προσθέσω ότι συχνά έχω την αίσθηση πως ο φωτογράφος στο τέλος δεν βλέπει όταν κοιτάει γύρω του πραγματικές εικόνες, αλλά φωτογραφίες. Είναι ίσως αυτός ένας υποσυνείδητος, αναρχικός τρόπος να παρακαμφθεί η «σκέψη» και μαζί με αυτήν η «λογική»;
Προσωπικά, δεν το πιστεύω πολύ αυτό. Και θα πρόσθετα, πως ίσως και να είναι ένας «εύκολος» τρόπος αποστασιοποίησης από ένα πιθανό βίωμα ή μια εικόνα που θα χρειαζόταν την ανθρώπινη μας προσοχή ή αλληλεπίδραση (ή οποία ίσως και να είναι αυτή, που αφού αποτυπωθεί μέσα μας, μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία). Βέβαια σχεδόν ποτέ δεν «βλέπω φωτογραφίες» γύρω μου, οπότε ίσως και να μην είμαι κατάλληλος για να το ερμηνεύσω σωστά. Γενικά προτιμώ να βιώνω εξολοκλήρου μια συνθήκη και να γίνομαι κομμάτι της, χωρίς να αποστασιοποιούμαι, ακόμα και αν έχω στο μυαλό μου πιθανές εικόνες, προσπαθώ να κρατήσω αυτή την ανάγκη στο παρασκήνιο και να περιμένω μέχρι να έρθει εκείνη η χώρο-χρονική συγκυρία που θα μου επιτρέψει – με τους δικούς της όρους – να κρατήσω την κάμερα στα χέρια μου. Συνήθως είναι αυτές οι στιγμές που διαρκούν πολύ λίγο και έχουν μεγάλη ένταση. Επειδή όμως μια πτυχή του εαυτού μου με κάνει να ζω με την αμφιβολία πως αυτές οι στιγμές δεν είναι αρκετές, επιλέγω να παίρνω περισσότερο χρόνο στο μετέπειτα των στιγμών αυτών, δηλαδή στις εικόνες που θα προκύψουν. Και ίσως αν θέλεις, δύο είναι αυτές οι στιγμές για μένα που παρακάμπτεται (ή σταματάει) η ροή της σκέψης και οποιοσδήποτε ορθολογισμός. Η πρώτη είναι όταν βλέπω ένα φιλμ που μόλις εμφάνισα και η δεύτερη όταν «εκτυπώνεται» μια εικόνα μπροστά μου για πρώτη φορά.
Η φωτογραφία είναι στην ουσία ένα φωτοχημικό προϊόν. Μήπως από μόνη της είναι μία πραγματικότητα, όπως πιστεύει γενικά για την τέχνη ο ποιητής Τριστάν Τζαρά, στον οποίο πρόσεξα ότι κάνεις και εσύ αναφορά;
Δεν ξέρω αν είναι από μόνη της μια πραγματικότητα, αν και νομίζω πως μια τέτοια προσέγγιση αντιμετωπίζει το μέσο με κάποιο ρομαντισμό, με τον οποίο προσωπικά δεν μπορώ να ταυτιστώ. Πιστεύω πως η φωτογραφία απορροφά το πραγματικό και είναι στο χέρι του δημιουργού έπειτα το υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποιους όρους θα γίνει αυτό. Βέβαια ίσως στο τέλος, οι εικόνες που βλέπει κάποιος, στο σύνολο τους και στη ροή τους, να δίνουν την εντύπωση πως εν τέλει πρόκειται περί μιας άλλης «πραγματικότητας». Αλλά αυτό έχει, πιστεύω, διαφορετικές προσλαμβάνουσες από αυτό που αναφέρεις στην ερώτηση και για μένα έχει να κάνει πολύ περισσότερο με το πως επιλέγει ένας δημιουργός να δομήσει εικαστικά ένα έργο και εν προκειμένω στη φωτογραφία, με το πως το προσωπικό του στίγμα θα εντρυφήσει στην αντίληψη που έχει για το «τι» υπάρχει γύρω του. Δεν ξέρω αν είναι δόκιμο, αλλά προσωπικά μου αρέσει να το σκέφτομαι όλο αυτό σαν ένα «όραμα». Μπορεί να μην ξέρεις ακριβώς πως θα είναι οι εικόνες σου, άλλα ίσως να ξέρεις περίπου πως θέλεις να μοιάζουν και ίσως με ένα είδος εμμονής να έχεις εντοπίσει και μερικά πράγματα, για τα οποία έχεις την ανάγκη να μιλήσεις, αλλά δεν μπορείς να γίνεις συγκεκριμένα περιγραφικός όσο και αν το προσπαθήσεις. Όπως έχει πει όμορφα και ένας φίλος: «Για αυτό το λόγο δεν κάνουμε εικόνες; Για να μιλήσουμε για αυτά που δεν μπορούμε να περιγράψουμε». Θα ήθελα να σου πω όμως και το εξής, για να επιστρέψω και στο ερώτημα. Καμιά φορά με προβληματίζει το πως εύκολα μπορείς να γοητευτείς από αυτήν την ιδέα, ότι δηλαδή οι εικόνες αρχίζουν να έχουν την δική τους υπόσταση και πως από τη στιγμή που έχουν δημιουργηθεί, ανήκουν σε έναν δικό τους αυτο-αναφορικό σύμπαν. Πιστεύω προσωπικά ότι εκεί χρειάζεται ένα είδος ισορροπίας, γιατί μπορεί εύκολα αυτές οι εικόνες να γίνουν δυνατές κραυγές ή ακόμα και θόρυβος και κατ’ αυτόν τον τρόπο κάποιος να μην μπορεί να ξεχωρίσει τη φωνή που κρύβεται από πίσω.
Στη δουλειά σου κυριαρχούν τα ασαφή περιγράμματα, η ανυπαρξία τη φόρμας. Μία ανάγνωση θα ήταν πώς δεν σε ενδιαφέρει η τωρινή τους μορφή παρά η ουσία τους. Είναι δυνατόν, πιστεύεις, να φτάσουμε σε αυτήν την ουσία, μέσα από μια φωτογραφία;
Ναι, είναι μια εύστοχη παρατήρηση αυτή που αναφέρεις σχετικά με τα ασαφή περιγράμματα. Η αλήθεια είναι πως όσο και αν το προσπαθούσα, δεν θα μπορούσα πλήρως να παραθέσω κάποιο συμπέρασμα δικό μου που προέκυψε μετά – γιατί δηλαδή μπορεί να έχει συμβεί αυτό – ούτε είμαι σε θέση να περιγράψω ή να θυμηθώ με ακρίβεια κάποια ξεκάθαρη πρόθεση που είχα. Θα προσπαθήσω, όμως, να αναφερθώ σε μερικές στιγμές με τη μορφή των αναμνήσεων μιας αίσθησης. Επειδή κατά την περίοδο που δημιουργήθηκε η πρώτη σειρά εικόνων δούλευα παρορμητικά και με ένταση, είχα διάχυτη την ανάγκη να εξαφανίζω οποιαδήποτε μορφή περιγράμματος. Μπορεί κατά ένα βαθμό να ήταν ένας ίσως πρωτόλειος τρόπος για να διώξω από μέσα μου – να ξορκίσω – οποιαδήποτε αίσθηση κομφορμισμού. Γενικά όμως είναι κάτι που με γοητεύει ακόμα, καθώς μου θυμίζει το πως ένιωθα εκείνη την περίοδο των πρώτων εικόνων. Για μένα η φωτογραφία ξεκίνησε σαν κάτι όχι ξεκάθαρα εκφραστικό, αλλά κυρίως σαν κάτι απολύτως απελευθερωτικό. Κάθε νέα εικόνα έμοιαζε να είναι ένα επόμενο βήμα που θα με έφερνε πιο κοντά στην απόλυτη ελευθερία (ή τουλάχιστον στην αίσθηση ότι την προσεγγίζω) και σε μια μορφή συμφιλίωσης με ό,τι υπήρχε μέσα μου και «φώλιαζε» για καιρό, ασχέτως εάν ήταν κάτι χαώδες και συγκεχυμένο και ίσως αρκετές φορές ασαφές. Νομίζω αυτά τα δύο συστατικά είναι που σε προετοιμάζουν κάπως, για να μπορέσεις μετά να συνδεθείς με ό,τι προσεγγίζεις. Αυτή η σύνδεση είναι που προσωπικά με συγκινεί. Και ίσως κάπως έτσι να προέκυψε μια ανάγκη να ανιχνευθεί κάτι το οποίο αναδύεται και δεν περιγράφεται, κάτι που γεννιέται μέσα από το βίωμα και υπάρχει σε ένα σύμπαν το οποίο δεν οριοθετείται. Έτσι, για μένα, ουσιαστικό είναι οτιδήποτε υπάρχει μέσα μας και ζητά να εκφραστεί. Δεν ξέρω εάν μπορούμε να «φτάσουμε» κάπου μέσω της φωτογραφίας, ούτε και αν χρειάζεται . Το μόνο που ξέρω είναι, πως αξίζει να μη σταματήσουμε ποτέ να προσπαθούμε να μιλήσουμε για ό,τι υπάρχει εκεί μέσα και εκεί έξω, ακόμα και αν μερικές φορές φαντάζει επίπονο.
Άλλες αναγνώσεις επίσης μπορώ να σκεφτώ πάνω σε αυτό.Ίσως για παράδειγμα την χαρά να διαλύει κανείς κάθε τι λογικό. Είναι θέμα ερμηνείας λοιπόν η ανάγνωση κάθε εικόνας. Προσωπικά θα φανταζόμουν τα σημάδια πάνω στις φωτογραφίες σου σαν τις κηλίδες αίματος στο γνωστό ποίημα του Λωτρεαμόν, άρα σαν πρόκληση τελικά.
Ναι, κατανοώ την ανάγνωση σου. Και μιας και αναφέρεις την προσέγγιση της ερμηνείας, θα ήθελα να σου μεταφέρω μια μικρή ιστορία σχετικά με αυτό. Πριν από λίγα χρόνια στα εγκαίνια μιας έκθεσης, με προσέγγισε κάποιος και έδειχνε με έντονο τρόπο – με μια συγκεκριμένη εκφραστικότητα – ότι είχε ενοχληθεί από κάτι που είχε εντοπίσει στις εικόνες. Δεν σου κρύβω πως με αιφνιδίασε κάπως γιατί τα βήματα του καθώς με πλησίαζε ήταν κάπως γρήγορα και κοφτά. Αφού λοιπόν ήρθε κοντά μου, μου ζήτησε να βγούμε λίγο έξω από τον χώρο και να συζητήσουμε, κάτι που δέχτηκα. Αφού συστηθήκαμε, μου είπε πως για αυτόν ό,τι σημάδι υπάρχει στις εικόνες, σκόνη ή γρατσουνιά, βρίσκεται εκεί μόνον επειδή εγώ ήμουν αρκετά τεμπέλης για να τα αφαιρέσω και να «καθαρίσω» ό,τι χρειαζόταν και όχι για κάποιον άλλο λόγο. Και επίσης ανέφερε πως όποια ερμηνεία και αν θελήσω να δώσω στο μετέπειτα των εικόνων, για αυτόν θα ήταν μια προσθήκη για τα προσχήματα- ο αληθινός λόγος θα είναι μόνο η τεμπελιά! Εντάξει, έγινε μια συζήτηση σχετικά με αυτή την ερμηνεία, προσπάθησα να εξηγήσω την δική μου οπτική πάνω σε αυτό που ειπώθηκε και τα διάφορα είδη και επίπεδα της σημασίας που έχει για μένα η φθαρτότητα, όπως επίσης και η ατέλεια. Συμφωνήσαμε στο τέλος, απλά ανέφερα την ιστορία γιατί με ενδιαφέρει πολύ να λαμβάνω αυτά τα «σήματα», το πώς δηλαδή εναλλάσσονται οι διάφορες ερμηνείες που μπορεί να έχει ο καθένας για αυτό που βλέπει και πώς δημιουργούνται οι πρώτες εντυπώσεις. Επίσης, κατά ένα πολύ μεγάλο βαθμό με ενδιαφέρει να προσεγγίσω εκείνο το όριο – ή σημείο καμπής – που βρίσκεται ανάμεσα στους διαχωρισμούς των ερμηνειών αυτών. Πότε δηλαδή κάποιος «γέρνει» προς την αντίληψη πως ό,τι βλέπει (συμπεριλαμβανομένων και των σημαδιών) είναι αναπόσπαστο κομμάτι μιας ολότητας και πότε ακολουθεί την εντύπωση πως αυτό είναι ένα σύνολο από διαστρωματώσεις που έχουν προστεθεί. Εν προκειμένω, εάν τα σημάδια και η σκόνη δηλαδή, βρίσκονται μέσα στην εικόνα ή πάνω από αυτή. Πιστεύω πως αυτή η αμφισημία κυρίως δημιουργείται από τις συνισταμένες ανάγνωσης και αντίληψης που μας δίνει το μέσο. Πολλές φορές βλέπουμε εικόνες με έναν συγκεκριμένο τρόπο – ένα είδος παράδοσης ή τελετουργίας – και έχουμε την τάση να δομούμε και να από-δομούμε σχετικά γρήγορα.
Και μιλώντας για «τελετουργία», συνεχίζω πώς ναί, τα αρνητικά σου είναι γρατζουνισμένα και υπάρχουν σημάδια πάνω στις φωτογραφίες σου, σκόνη, κοψίματα, μια αίσθηση που παραπέμπει σε εικαστική παρέμβαση, ή σε μια «δήλωση» καλύτερα. Σαν να διευκρινίζεις πως πρόκειται απλά για φωτογραφία, πως και εσύ είσαι παρών, σαν να τονίζεις τη διαφάνεια ή ίσως την μεταβλητότητα αυτού που βλέπουμε. Στην ουσία ρωτάω γιατί κάνουμε φωτογραφίες και προχωράμε πάνω σε αυτό όσο μπορούμε πιο μακριά;
Κοίταξε, πιστεύω πως η απάντηση σε αυτή την ερώτηση ίσως να κρύβεται σε διαφορετικούς πυρήνες για τον καθένα. Επίσης, πιστεύω πως μερικές φορές πριν από αυτούς τους πυρήνες, υπάρχει μια προστατευτική μεμβράνη, η όποια δεν αφήνει καθορισμούς, αιτιολογήσεις και αναλυτικές περιγραφές να εισχωρούν μέσα εκεί και προσωπικά παλεύω για να κάνω ό,τι μπορώ, έτσι ώστε όλο αυτό το περίβλημα αβεβαιότητας να μείνει προστατευμένο και να μην σπάσει ποτέ. Τώρα για το πρώτο σκέλος της ερώτησης/ανάγνωσης που παραθέτεις, θα έλεγα – και σε συνδυασμό ότι συζητήσαμε πιο πάνω – πως στη φωτογραφεία μου αρέσουν πολύ τα «ατυχήματα». Και αυτά που μπορεί να έχουν συμβεί χωρίς να το περιμένεις και δημιούργησαν κάτι που δουλεύει, αλλά και αυτά που κάπως μπορεί να τα κυνηγήσεις μέχρι να συμβούν. Ειδικά στη σειρά «Over.State», όλο αυτό ήταν αποτέλεσμα διάφορων διαδικασιών. Για μια μεγάλη περίοδο τα αρνητικά της σειράς ήταν παντού γύρω μου και άρα, αρκετά «εκτεθειμένα» σε διάφορα είδη φθοράς. Αυτή η πραγματικότητα δεν ήταν κάτι ενοχλητικό, μιας και μέσα μου είχα έντονη την επιθυμία να απομακρυνθώ από οποιαδήποτε έκφραση αρτιότητας, ή «τέλειου» αποτελέσματος. Επιθυμούσα ένα είδος ισορροπίας, μια ριζική αρμονία, άλλα όχι το άρτιο. Δούλευα αρκετά παρορμητικά εκείνη τη περίοδο, όμως είχα πολύ έντονη την επιθυμία, μέσω των βιωμάτων και της σύνδεσης μου με αυτά, να μιλήσω για το «ανθρώπινο». Και νομίζω ότι ο κοινός παρανομαστής όλων αυτών – ένα σημάδι που ακόμα κι αν δεν φαίνεται είναι παντού – είναι η φθαρτότητα (μας). Έτσι, η όποια ατέλεια του υλικού ήταν ακόμα ένα συστατικό…
Επίσης θα σε ρωτήσω, μετά από όλα αυτά τι πιστεύεις ότι έχει πιο πολύ μαύρο χρώμα, η ζωή ή ο θάνατος; Το φως ευθύνεται για αυτό;
Αν και δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω την ερώτηση σου απόλυτα, θα έλεγα ότι για τη δική μου θεώρηση, αυτό που αναφέρεις δεν πιστεύω πως είναι τόσο μια προβληματική διχασμού, αλλά ένα ζήτημα έκφρασης της αντίθεσης. Ακόμα κι αν ξεκινήσεις να το παρατηρείς και σε μια πρώτη οπτική προσλαμβάνουσα, η έντονη αντίθεση δεν είναι, παρά μια παρορμητική έκφραση έντονης αντίδρασης στην αργή και βασανιστική συνειδητοποίηση πως είμαστε φθαρτοί και άρα, όχι «τέλειοι». Βέβαια, μετά την αντίδραση, έρχεται η συμφιλίωση και κάπως έτσι η πυξίδα που έχεις μέσα σου σε οδηγεί σε ένα βέβαιο μεσοδιάστημα, στο γκρι. Αλλά μπορεί και να θέλεις να πηγαινοέρχεσαι.
Μίλησέ μας αν θέλεις για το έργο σου Over.State αλλά και γενικά για τα σχέδια σου.
Πιστεύω πως αν κάποιος έχει περάσει λίγο χρόνο με τη έντονη συζήτηση που είχαμε και με τις εικόνες που επιλέξαμε, μπορεί να έχει μια πρώτη αίσθηση και δεν ξέρω κατά πόσο θα ήταν αρμονικό να προσθέσω και άλλα πράγματα – ή να επαναλάβω κάποια. Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι κάποιες χρονικές πληροφορίες – η σειρά «Οver.State» ήταν κάτι που δούλευα τα τελευταία οκτώ χρόνια. Τώρα βρίσκομαι στο στάδιο που προσπαθώ να εξελίξω την επόμενη σειρά εικόνων, η οποία βρίσκεται σε ένα αρχικό στάδιο .
Μιλώντας για εξέλιξη, ποια είναι η σχέση σου με την τεχνολογία κατά την διάρκεια της φωτογραφικής διαδικασίας; Έχω την αίσθηση πως σε γοητεύει.
Δε σου κρύβω πως με ξαφνιάζει κάπως αυτή η αίσθηση που έχεις, αν και ίσως να μπορώ να κατανοήσω πώς δημιουργήθηκε. Παρόλα αυτά, όμως, θα σου απαντήσω πως στη φωτογραφία δημιουργικά χρησιμοποιώ την τεχνολογία σε ένα πολύ βασικό επίπεδο και αυτό μόνο όταν είναι αναγκαίο. Αν θέλεις να μιλήσουμε με πιο τεχνικούς όρους, θα σου απαντούσα πως προτιμώ το μεγαλύτερο μέρος της πληροφορίας που επιθυμώ να χειριστώ να έχει αναλογική προέλευση και δίνω μεγάλη έμφαση στην πληρότητα αυτού. Τη μεγαλύτερη μου προσοχή τη δίνω εκεί, στον χειρισμό του φιλμ.
Και αναρωτιέμαι, είναι η φωτογραφία μια πιο καθαρή από πληροφορίες, άρα και πιο πρωτόγονη μορφή τέχνης, ικανή να μας «γλυτώσει» από την σκέψη; «Πλύνετε τον εγκέφαλό σας», όπως λέει ο ποιητής.
Δεν ξέρω τι είναι τελικά η φωτογραφία, και ούτε μάλλον θα μάθω ποτέ. Ούτε θέλω να γλυτώσω από οποιαδήποτε σκέψη. Όσο δύσκολη κι αν είναι, δε θα τη φοβηθώ. Το μόνο που ξέρω είναι ότι χρειάζομαι τη φωτογραφία για να νιώθω ελεύθερος. Κι αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό.
Σε ευχαριστώ Ηλία.
* Το “Over.State” κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο από τον εκδοτικό οίκο Blow Up Press και ότι μπορεί κάποιος να το βρει εδώ: https://blowuppress.eu/products/over-state
Γεννημένος στη Βόρεια Ελλάδα, ο Ηλίας άρχισε να πειραματίζεται με το φωτογραφικό μέσο στην ηλικία των 19 ετών. Μετά από εκτεταμένα ταξίδια το 2011, σταματά τις πανεπιστημιακές σπουδές του και αρχίζει να φωτογραφίζει με εμμονή. Το κύριο ενδιαφέρον του επικεντρώνεται στη βάση των σημερινών κοινωνικών και διαπροσωπικών θεμάτων για την ανθρώπινη φύση. Μια προσέγγιση βασισμένη στην Ευρώπη, που ξεκίνησε το 2012 στην Ελλάδα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η πρώτη σειρά του έργου του Ηλία με τίτλο Over. State έχει προβληθεί σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, ατομικές και ομαδικές εκθέσεις σε όλον τον κόσμο κι έχει παρουσιαστεί σε on-line και έντυπες δημοσιεύσεις.
“Η σειρά απεικονίζει την ιστορία ενός νεαρού και χαμένου ατόμου που προσπαθεί απεγνωσμένα να αισθανθεί ελεύθερος και να βρει την αγάπη. Μια συναισθηματική εξερεύνηση της ανθρώπινης συνθήκης. Μια προσπάθεια να κατανοήσουμε πώς εκφράζουμε την ελευθερία, την οικειότητα, την εγγύτητα. Πώς αναζητούμε πραγματική σύνδεση με τον εσωτερικό εαυτό και τον άλλο – να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως και να βρούμε μια ισορροπία μεταξύ των δύο”. Το 2019, το Over.State δημοσιεύτηκε ως μονογραφία από την Blow Up Press (Βαρσοβία). Επί του παρόντος, ο Ηλίας εργάζεται στη νέα του σειρά.
Το προσωπικό του site είναι: http://www.iliasgeorgiadis.com/
https://www.facebook.com/ilias.georgiadis0
https://www.instagram.com/iliasgeorgiadis0/