
Γιώργος Σαλαμέ – Αλέξανδρος Μιστριώτης: “Μια συζήτηση για μια κάποτε εκτοπισμένη φωνή”
Αθήνα, Νέα Σμύρνη, Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021
Μια συζήτηση των Κυριάκου Χρυσοχοΐδη και Σπύρου Φίλιου
με τους Γιώργο Σαλαμέ και Αλέξανδρο Μιστριώτη.
Κρατάμε στα χέρια μας το βιβλίο “Αθήνα σ΄ακούω”, του Γιώργου Σαλαμέ, μια αφήγηση για την πόλη της Αθήνας, στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και μέχρι το 2006 και μια συνομιλία του φωτογράφου με τον φίλο του Αλέξανδρο Μιστριώτη.
Ποια ήταν, όμως, η διαδρομή που κατέληξε σε αυτό το βιβλίο;
Γ.Σ. Πριν ξεκινήσω τη διαδικασία μεταφοράς της σε βιβλίο, αυτή η δουλειά προϋπήρχε online, γιατί είχα δημοσιεύσει πάρα πολλές εικόνες. Ώσπου έρχεται μια στιγμή, που με παροτρύνει ο Αλέξης Βασιλικός να γίνει ένα βιβλίο.
Λέω οκ, να γίνει ένα βιβλίο, αλλά δεν θα κάνω την επιλογή εγώ, εγώ θα επιλέξω ένα σώμα από τις εκατοντάδες φωτογραφίες (έχω γύρω στις 1200 φωτογραφίες που δεν έχω πετάξει, ενώ έχω πετάξει άλλες 3000 περίπου). Κι έτσι καταλήγω σε πάνω από 600 εικόνες. Όλες είναι φωτογραφημένες με 50άρη φακό, φυσικά με διαφορετικές κάμερες και τραβηγμένες με slide film, γιατί είχα την ανάγκη να δω τις εικόνες μεγάλες. Αυτό έρχεται από τον χώρο του σινεμά, αφού ξεκίνησα να φωτογραφίζω, ως φωτογράφος πλατώ σε ταινίες, ως κύρια επαγγελματική απασχόληση, αλλά και γιατί η οικογένειά μου προέρχεται από τον χώρο του κινηματογράφου και ο πατέρας μου φωτογράφιζε με slide.
Α.Μ. Με τον Γιώργο γνωριζόμαστε σε ένα πάρτι, σε μία ταράτσα το 1996 και με το που τον συναντώ αισθάνομαι ότι έχει κάτι “που είναι δικό μου”. Κατευθείαν πηγαίνω και του μιλάω, του κάνω επίθεση φιλίας και μετά από λίγο καιρό συγκατοικούμε.
Από το σπίτι αυτό παρέλασε πάρα πολύς κόσμος, έγινε ένα άντρο συζήτησης γύρω από τη φωτογραφία αρχικά, αλλά ειδικά με μια εμμονή γύρω από την Αθήνα του τότε.
Ποια ήταν η Αθήνα τότε; Ήταν μία πόλη η οποία σχεδόν απουσίαζε και από τα τραγούδια και από την φωτογραφία και από τον κινηματογράφο, ο οποίος τότε ασχολούνταν με την ύπαιθρο, τα σύνορα και γενικά είχε μία απέχθεια προς τον αστικό χώρο, μία εσωστρέφεια, μία εσωτερικότητα, καθώς ήδη από τη δεκαετία του ’80 υπήρχε μία αισθητική αξία στο ότι δεν πρέπει το κοινό να μας καταλαβαίνει, μία σύγχυση μεταξύ της πολυπλοκότητας και του βάθους. Συνήθως δημιουργούσε κατασκευασμένες πολυπλοκότητες, οι οποίες δεν έλεγαν τίποτα, αλλά είχαμε την αίσθηση ότι αυτό κάτι λέει.
Εγώ, λοιπόν, έχοντας μεγαλώσει σε αυτή την πόλη έχω μία αγωνία, ότι αν δεν καταλάβω την πόλη, δεν μπορώ να καταλάβω εμένα. Υπάρχει μία πολύ ουσιαστική αντίφαση: από τη μία, έχουμε μία τουριστική αφήγηση, η οποία εκθειάζει και αποθεώνει την πόλη και, από την άλλη, μία φοβερά εδραιωμένη – και από τη δεξιά και από την αριστερά και από παντού-, αντίληψη, η οποία υποτιμά την πόλη. Εμείς σε αυτή την πόλη ζούσαμε όλη τη μαγεία της ζωής μας και όλες μας τις ελπίδες. Δεν μπορούσαμε να ξεκινήσουμε μέσα από αυτή την απελπισία.
Σε εκείνη τη φάση ο Γιώργος βρίσκεται σε μία φοβερά δυναμική σχέση με τους τόπους. Έχει φύγει από τον Λίβανο, έχει μία σύνδεση με τη Γαλλία και μία άλλη, πολύ έντονη τότε, με την Ιταλία, στην οποία αργότερα θα επανέλθει. Όταν γνωριστήκαμε λοιπόν τον ρώτησα με τι ασχολείσαι και μου είπε “με τον κινηματογράφο”. Ο Γιώργος ήταν ο άνθρωπος που με έβαλε με ένα τρόπο πιο δομημένο να σκέφτομαι, να αναλύω, να μελετώ τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία. Τα βασικά και τα πρώτα στοιχεία φωτογραφίας, ακόμη και όταν ήμουν στη Σχολή Καλών Τεχνών και άρχισα να δουλεύω, τα έμαθα από τον Γιώργο.
Αντίστοιχα τώρα, από τη δική μου πλευρά, αυτό που εγώ είχα να προσφέρω, ήταν όλη αυτή η έρευνα γύρω από τα ζητήματα πολιτισμού, ιστορίας και όλα αυτά που, και από τη μεριά της φωτογραφίας και από τη μεριά της ιστορίας, συμπυκνώνονταν στην Αθήνα. Στο σπίτι λοιπόν όπου ζούσαμε, βρισκόμασταν με άλλους συναδέλφους, πολλούς φωτογράφους και όχι μόνο, κάναμε προβολές, γίνονταν μεγάλες κουβέντες και στο κεντρικό δωμάτιο, σε έναν άδειο τοίχο, υπήρχε μονίμως η δυνατότητα να προβάλουμε τις εικόνες και να συζητάμε.
Εμείς που φωτογραφίζαμε εκείνη την εποχή την Αθήνα, ήμασταν κομμάτι μίας τελείως εκτοπισμένης φωνής, η οποία δεν είχε κανένα χώρο για να προβληθεί. Οι πρώτοι που είχαν ξεκινήσει να φωτογραφίζουν την Αθήνα εκείνη την εποχή, ο Μπαμπούσης και κάποιοι άλλοι, θεωρούνταν κάτι παράδοξο. Εμείς παράλληλα κάναμε μία τεράστια παραγωγή έργου.

Georges Salameh – Grey costume
Περιγράφετε μια κατάσταση όπου η φωτογραφία της Αθήνας δεν προβάλλεται ως αποτύπωση του αστικού τοπίου, δεν είναι αυτό που εσείς βιώνατε, αλλά εμπεριέχει μια διαφορετική προσέγγιση.
A.M. Αυτό που συνέβη τότε, ήταν μία αναζήτηση της φωτογραφικότητας, η αίσθηση της ατμόσφαιρας αποθεωμένης, μέσω μίας αισθητικής η οποία ήταν δομημένη, συγκροτημένη με αναφορές (και εντούτοις αυτοτροφοδοτούμενη). Δεν συνομιλούσε με αυτή την πόλη που εμείς ζούσαμε, δεν είχε να πει τίποτα για τους ανθρώπους, για τους άνδρες ή τις γυναίκες που αγαπούσαμε, δεν μιλούσε για τις μελλοντικές αναμνήσεις που γεννούσε η καθημερινότητά μας.
Έτσι, λοιπόν, από αυτό το σπίτι πέρασαν άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους είναι τώρα γνωστοί φωτογράφοι και γινόταν μία δουλειά, η οποία, όμως, δεν είχε κανένα χώρο να εμφανιστεί, δεν είχε πουθενά να σταθεί. Το βιβλίο αυτό στην πραγματικότητα έρχεται από μία εποχή και αφορά σε μία διεργασία, την οποία τώρα έχουν πάρει τα free press, έχουν κάνει ένα τουριστικό «η Αθήνα το νέο Βερολίνο» κτλ, αλλά τότε δεν υπήρχαν τα free press, ήμασταν πριν από το φεστιβάλ της Βαβέλ, πριν υπάρξει το Bios, πολύ πριν δημιουργηθεί η νέα αστική κουλτούρα της Αθήνας, την οποία οι πιο πολλοί πλέον δεν έχουν, δεν αντιλαμβάνονται καν τι πήγε να γεννηθεί και πως αυτό το πράγμα ξαναπακεταρίστηκε και τώρα έχει φτάσει σε μία εξάντληση.
Ο Γιώργος, λοιπόν, είναι η μνήμη και η συνείδηση μίας εποχής, ενός δικτύου ανθρώπων και η δουλειά αυτή είναι κατά κάποιο τρόπο η κλωστή που οδηγεί σε ένα πλήθος από δουλειές, οι οποίες αυτή τη στιγμή αραχνιάζουν και είναι χαμένες και ξεχασμένες. Υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι εκείνης της εποχής, στο οποίο πολύ συγκεκριμένοι φωτογράφοι ήταν ορατοί, οι λίγες θέσεις και τα λίγα δίκτυα που υπήρχαν ήταν κατειλημμένα εφ’ όρου ζωής και οι από κάτω είχαν μία αίσθηση καταθλιπτικής αιωνιότητας, κάτι που ήταν εξοργιστικό.
Γ.Σ. Όταν έγινε η έκθεση του Φωτογραφικού Κύκλου για την Αθήνα, έδειξα κάποια έγχρωμα slides στον Ριβέλλη, μιας και αυτός ήταν η μόνη αναφορά στον χώρο για να μπορεί να κάνει κάποιος ένα φωτογραφικό βιβλίο – αν δεν ήταν καταξιωμένος φωτογράφος, που θα έκανε ένα βιβλίο με κρατική επιδότηση-, από τις οποίες διάλεξε κάποιες και μετά από δύο, τρεις ακόμη επιλογές, κατέληξαν 8 εικόνες που προβλήθηκαν σε αυτή την περίφημη έκθεση, που έγινε το 2001.
Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο μύγα μέσα στο γάλα αισθανόμουν στα εγκαίνια. Αισθανόμουν αυτή την ντροπή του παιδιού, που συμμετείχε σε κάτι που δεν ήταν για εκείνο.
Α.Μ. Ήταν τελείως αόρατη η πόλη και τολμώ να πω ότι είναι ακόμη και σήμερα, γιατί αυτό που τοποθετήσαμε για να τη δούμε έχει πολύ συγκεκριμένα γυαλιά, οπότε ήταν πολύ παράξενη η χαρά, αλλά και ταυτόχρονα η αμηχανία όταν βλέπαμε μία λεηλασία της εικόνας της πόλης μετά, η οποία αισθητικοποιούσε με ένα τρόπο που τελικά φτώχαινε το θέμα που υποτίθεται ότι αναδείκνυε.

Georges Salameh- Girl
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Έχουν αλλάξει τα πράγματα ως προς την φωτογραφία;
Α.Μ. Τώρα είμαστε πολύ καλύτερα, μπορούμε να ανοίξουμε τη συζήτηση. Τότε η φωτογραφία περιλάμβανε αποφασιστικές στιγμές.
Και δεν ήταν μόνο θέμα της φωτογραφίας. Το έβλεπες σε όλα τα επίπεδα, στη λογοτεχνία, παντού. Επομένως, δεν νομίζω ότι μπορούμε να επιρρίψουμε ευθύνες με όρους κλάδου ακριβώς, γιατί είναι δομική η υποτίμηση της νεοελληνικής συνθήκης, έχει φοβερό πολιτικό και ιστορικό βάθος. Δεν έχει να κάνει μόνο με τον χώρο της τέχνης. Από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, η αυτοϋποτίμηση είναι απαραίτητη. Και για να το πούμε λίγο πιο καθαρά, οι ελίτ που κυβερνούν αυτόν τον τόπο, έχουν την ανάγκη να είναι οι εκπρόσωποι ενός ανώτερου πεδίου σε ένα κατώτερο πεδίο. Πρέπει να είναι οι μεσάζοντες στους εγχώριους, οι οποίοι είναι πιο κάτω γιατί είναι εγχώριοι και αυτοί είναι ανώτεροι γιατί είναι οι εκφραστές αυτού του άλλου.
Αυτή η διττή θέση είναι απαραίτητη, είναι δομική και υπάρχει από τη στιγμή που ξεκινάει το νέο ελληνικό κράτος.
Έτσι δημιουργούνται οι αρχιτεκτονικές απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουμε, έτσι οργανώνεται ο πολεοδομικός χώρος, οπότε μετά ο Πλάτων ήταν πολύ καλός σε αυτό που έκανε, ήταν πολύ εργατικός, πολύ μερακλής, δηλαδή αισθάνομαι σεβασμό, όσο κι αν δεν με αφορά αυτό που έκανε. Το ζήτημα πάει πολύ πιο μακριά και γι’ αυτό είναι πολύ σημαντικό.
Επομένως, το βιβλίο έχει ήδη δομηθεί από εκείνη την περίοδο;
Α.Μ. Υπάρχει ένας άλλος δεύτερος κύκλος σε σχέση με το συγκεκριμένο βιβλίο. Εγώ φεύγω από την Ελλάδα το 1999 και πάω στη Γαλλία, για να σπουδάσω σε μία σχολή Καλών Τεχνών. Εκείνα τα χρόνια, με τον Γιώργο, δουλεύαμε πάνω σε ιδέες για σενάρια. Ενώ βγαίναμε και φωτογραφίζαμε συνέχεια, στη πραγματικότητα, στο πίσω μέρος του μυαλού υπήρχε διαρκώς το ζήτημα του να πούμε ιστορίες. Αυτό δεν επηρέαζε τις φωτογραφίες. Δηλαδή οι φωτογραφίες του Γιώργου, όπως και οι δικές μου, ήταν φωτογραφικές, δεν ήταν ρεπεράζ ή στιγμιότυπα. Ήταν φωτογραφίες. Παρόλα αυτά δεν είχε εγκαταλειφθεί το κινηματογραφικό κομμάτι.
Την πρώτη χρονιά, που ήταν μία χρονιά που ακόμα και ο διάλογός μας ήταν πολύ ζωντανός και που διαρκώς αλληλογραφούσαμε, μου στέλνει ένα τουρνέ μοντέ (διαδικασία κατά την οποία η λήψη γίνεται με χρονολογική σειρά με την οποία θα προβληθεί το φιλμ στον θεατή, οπότε δεν χρειάζεται μοντάζ), μέσα σε αυτή τη λογική του διαλόγου. Δεν υπήρχε καμία απαίτηση τελειωμένου έργου. Βλέποντας το τουρνέ μοντέ, εγώ του απαντάω με ένα σενάριο.
Τώρα, τι πάει να πει σενάριο. Ήδη πρέπει να διευρύνουμε την έννοια, δεν είναι απαραίτητο ότι θα έχεις μία ιστορία, με αρχή, μέση και τέλος. Είναι αυτό που έλεγε ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος «ό,τι δε μπορώ να το πω κινηματογραφικά, να το γράψω σεναριακά, το γράφω λογοτεχνικά”, οπότε όταν αισθανόταν ότι δεν μπορεί να το κάνει break down, δεν μπορεί να το σπάσει, να το αναλύσει σε πλάνα και σεκάνς, άρχισε να γράφει λογοτεχνία και αυτό μετά ξαναγεννούσε σεκάνς και πλάνα.
Οπότε εγώ αυτό που έγραψα ήταν ένα κείμενο, το οποίο από μόνο του έστεκε και είχε τον τίτλο «Αθήνα σε ακούω». Σε αυτό υπήρχε η περιγραφή θραυσματικών πλάνων που χανόσουν μέσα στην πόλη και έβρισκες ένα πρόσωπο ξαφνικά και αυτό το πρόσωπο το κοιτάζαμε και ο ήρωάς του ήταν «ο Παναγιώτης», ο οποίος εμφανιζόταν αρκετές φορές και είχε και όλη τη δική μας την αίσθηση ότι μόνο προσχηματικά μας απευθύνουν τον λόγο. Οι διάλογοι ήταν πολύ μικροί, ήταν στην ουσία πρόσωπα, τα οποία εμφανίζονταν μέσα σε μία πόλη η οποία ρέει, χύνεται, ξεχειλίζει. Το ενδιαφέρον βέβαια είναι ότι τελικά αυτή η ταινία δεν έγινε ποτέ, όπως άλλωστε και πάρα πολλά πράγματα που κάναμε τότε.
Εγώ λοιπόν κάποια στιγμή επιστρέφω στην Ελλάδα, ο Γιώργος φεύγει για το Παλέρμο, όπου χτίζει μία καινούρια ζωή και με το που εμφανίζεται η κρίση, ο τίτλος της ταινίας που ήταν «Αθήνα σε ακούω» επανέρχεται και ξεκινάω και γράφω για τουλάχιστον 8 χρόνια ένα εκτενές ποίημα, το οποίο μιλάει για την Αθήνα.
Γ. Σ. Εγώ μετακομίζοντας στο Παλέρμο, είχα αρχίσει να καθαρίζω όλο το αρχείο μου, και άρχισα να δημοσιεύω μέρα παρά μέρα μία φωτογραφία από εκείνο το αρχείο. Αρχικά δεν ήταν μόνο από την Αθήνα, αλλά επιλέγοντας εικόνες από το διάστημα από το 1998 μέχρι το 2006, το οποίο μέχρι τότε ήταν σε ένα συρτάρι, ξαναέρχεται στην επιφάνεια, γιατί έπρεπε να τα καταχωρήσω στο αρχείο μου και είχα για πρώτη φορά τον χρόνο να κάνω μία επιλογή.
Επιλέγοντας, όμως, επανέφερα κάποια πράγματα που ήταν εκείνης της εποχής σε γραπτό λόγο, τα οποία δεν έχουν μπει στο βιβλίο σκοπίμως, γιατί δεν ήταν αυτό το σημαντικό. Το σημαντικό ήταν ότι η πράξη η ίδια της παραγωγής των εικόνων ήταν πολύ πιο πάνω από οποιαδήποτε ερμηνεία μπορούσα να κάνω εγώ για αυτό.
Αυτά υπάρχουν στο blog μου.
Α. Μ. Καθαρίζοντας τα αρχεία του, όπως είπαμε, (ξε)καθάριζε στην ουσία το παρελθόν του – μία από τις εκκρεμότητες ήταν εκείνη η ηρωική εποχή που καθόμασταν και φωτογραφίζαμε με πάθος την Αθήνα-, και έρχεται κάποια στιγμή με ένα σώμα εικόνων που έχει τον τίτλο, «Αθήνα σε ακούω»!
Ξαφνικά βρισκόμαστε σε αυτή την αμήχανη και ενδιαφέρουσα κατάσταση όπου εγώ αυτή την περίοδο παρουσιάζω αυτό το ποίημα, το οποίο διαβάζω σε διάφορα μέρη και έχουμε αυτή τη σύγχυση, η οποία όμως έχει μία αλήθεια, ότι η ρίζα δεν είναι καν αυτός ο τίτλος, είναι όλα αυτά τα χρόνια με αίσθηση ασφυξίας, όταν αυτό που αγαπάς είναι στα αζήτητα, όχι απλά αγαπάς, αυτό που είναι η ζωή σου, ο καθρέπτης της ζωής σου, είναι στα αζήτητα και ξαφνικά μετά από χρόνια, έχοντας περάσει τη λαίλαπα της κρίσης, σαν ένα υποβρύχιο, το οποίο έχει κάνει ταξίδι για πολύ καιρό στο βυθό και το έχεις ξεχάσει, ξαφνικά βγαίνει στην επιφάνεια.
Αυτό είναι το στόρι.
Γ.Σ. Ενώ ενδιάμεσα έρχομαι αρκετές φορές στην Αθήνα, από το 2009 και μετά συμβαίνει το εξής: Έχω πάθει σοκ με το πώς άλλαξε η Αθήνα, είναι σαν να μην αναγνωρίζω πια την πόλη μου και αρχίζω να την ξαναφωτογραφίζω, αλλά όντας πλέον κάτοικος αλλού και κοιτάω την Αθήνα με το αίσθημα που υπάρχει στο στομάχι ότι αυτή δεν είναι η πόλη που έχω φωτογραφίσει για τόσα χρόνια και η κατάσταση πηγαίνει όλο και χειρότερα και από εκεί και πέρα εξαφανίζονται οι άνθρωποι από τις εικόνες μου, φωτογραφίζω πλέον μόνο όταν γυρνάω στην Αθήνα με μία μηχανή μεσαίου φορμά πια και γεννιέται η δουλειά που κατέληξε στην έκθεση depression era.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα σημαντικό σώμα δουλειάς, υπάρχει η αφήγηση. Γιώργο, πώς παίρνεις την απόφαση να προχωρήσεις στην έκδοση;
Γ.Σ. Το βιβλίο έγινε με αφορμή μία συζήτηση με τον Αλέξη (Βασιλικό) που μου είπε, «πρέπει να το κάνεις». Εγώ δεν μπορούσα να χειριστώ ένα τόσο μεγάλο αρχείο, του έδωσα 170 εικόνες και του λέω «καν’ το». Το πρώτο edit του βιβλίου που έκανε ο Αλέξης και ο Jerome (Montagne) ήταν 52 εικόνες. Δεν ασχολήθηκα ποτέ μετά από αυτό, εκτός από να βγάλω 6 εικόνες και να βάλω 4 καινούριες και έγιναν 50. Μετά ήρθα σε επαφή με τον Αλέξανδρο και τον ρώτησα αν θέλει να μιλήσει σε σχέση με αυτό. Υπήρξαν διάφορα στάδια, το κείμενό του δεν άλλαξε πολύ σε σχέση με την πρώτη γραφή. Είναι πολύ κοντά.
Α.Μ. Πάντως είναι σαν να υπάρχει μία συζήτηση, η οποία γεννιέται μέσα σε μία συζήτηση. Δηλαδή υπάρχει η πρώτη περίοδος, που είναι μία ανταλλαγή συνεχής και το βιβλίο έρχεται σαν να εγκιβωτίζεται μέσα στην προηγούμενη, μεγάλη, απλωμένη μέσα στο χωροχρόνο συζήτηση, που είναι ήδη οι φωτογραφίες.
Οι φωτογραφίες είναι ήδη μία εποχή που ξεπερνά εμένα και τον Γιώργο.
Ειλικρινά αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στα αρχεία αυτής της πόλης υπάρχουν φοβερές φωτογραφίες, οι οποίες δεν είχαν το δικαίωμα καν να υπάρχουν. Και όχι μόνο αυτό. Και άλλα πράγματα.
Απλά το θέατρο που δεν γεννήθηκε, δεν το είδαμε ποτέ, είναι εφήμερο. Οι φωτογραφίες που δεν είδαν το φως, υπάρχουν κάπου.

Georges Salameh – Agios Panteleimon square
Ποιο ήταν το κίνητρό σου να κάνεις αυτές τις εικόνες;
Γ.Σ. Δεν νομίζω ότι υπήρχε κάποιο. Πιο πολύ με ενδιέφερε να βγω μέσα στην πόλη, να τη γνωρίσω, να τη βιώσω. Κάτι σαν μικρές χειρονομίες, ασήμαντες. Και δεν υπήρχε κάποια πρόθεση να πω κάτι.
Μάλιστα όταν με κάλεσε ο Παύλος Φυσάκης για να συστήσουμε το Depression Era, έκανε μία επιλογή από κάποιες εικόνες από το σώμα δουλειάς που είχε παραχθεί τότε, για να τα συμπεριλάβει στην τότε έκθεση και του εξήγησα ότι “εσύ μπορεί να βλέπεις κάποια συμπτώματα από αυτό που ζούμε, αλλά εγώ δεν τα έβλεπα”.
Είχα πολύ σκληρές εικόνες, είχα ανθρώπους από το 2001 να ψάχνουν γυμνοί στα σκουπίδια κάτω από το σπίτι μου στην Αθήνα, αλλά δεν τις ερμήνευα μέσα σε κάποιο πλαίσιο.
Α.Μ. Ο Γιώργος δεν έχει κάποια πρόθεση κάνοντας αυτές τις εικόνες. Έχει άλλα ζητήματα να λύσει. Μπορεί να ψάχνει να καταλάβει το παρελθόν του. Ή μπορεί να προσπαθεί να καταλάβει “τι σημαίνει η ομορφιά σε έναν τόπο, ο οποίος είναι άσχημος αντικειμενικά, όμως εγώ αισθάνομαι ότι τον αγαπώ ή θέλω να συνδεθώ με αυτόν”.
Η ματιά εμπεριείχε ένα βαθμό αντίστασης, δεν ήταν κάτι προφανές. Όλα γύρω σου έλεγαν το αντίθετο. Τα ραδιόφωνα έπαιζαν το «Αθήνα είσαι σα μια γυναίκα που κλαίει γιατί δεν τη θέλει κανείς».

Georges Salameh
Γιώργο, η Αθήνα τελειώνει φωτογραφικά για σένα το 2006;
Γ.Σ. Όχι, μετατρέπεται σε μία άλλη σχέση. Αυτή του σχεδόν αυτοεξόριστου, που κοιτάει μία πόλη που δεν την αναγνωρίζει πια, αλλά δεν είναι μόνο ότι η πόλη αλλάζει. Κι εγώ αλλάζω. Δεν είναι μονόπλευρο.
Εγώ έχω αλλάξει, έχω αποστασιοποιηθεί από την πόλη, αλλά ταυτόχρονα έχει ένα καημό αυτό, «γιατί η Αθήνα είναι έτσι;» και εκεί γίνεται η αρχή για να ξανανακαλύψω την καινούρια version της. Πώς να ξαναφωτογραφίσω την πόλη με τον ίδιο τρόπο;
Δεν ήταν συνειδητή η επιλογή. Όταν άρχισα να ξαναφωτογραφίζω την Αθήνα το έκανα με μεσαίο φορμά, η αίσθηση είναι διαφορετική και από τις εικόνες μου πλέον εξαφανίζονται οι άνθρωποι. Εκείνη την εποχή αυτό που με ενδιέφερε ήταν να κοιτάζω το σώμα της πόλης, αυτή την αλλαγή που έχει συμβεί πάνω στο ίδιο της το σώμα και όχι πάνω στους ανθρώπους μόνο. Αυτή η παρένθεση 2006-2009, που είμαι εκτός, είναι πολύ σημαντική για να κάνω έναν απολογισμό όλων αυτών των χρόνων. Κι αυτός ο χρόνος έφερε 3 ταινίες, πολλά καινούρια προσωπικά πράγματα που δεν είχαν να κάνουν με τη φωτογραφία και τον κινηματογράφο και εμένα να αναρωτιέμαι αν αυτά είναι το μοναδικό μέσο για να εκφραστώ. Ξεπεράστηκε αυτό, γιατί κατάλαβα ότι είναι ωραία τα φεστιβάλ για να δείξω μία ταινία, αλλά μπορώ να τη δείξω και σε ένα χώρο εικαστικό ή σε μία έκθεση, δηλαδή κάπως κατέρρευσε αυτή η μονολιθική ιδιότητα του σκηνοθέτη που κάνει σινεμά και δείχνει σε φεστιβάλ ή αυτού που κάνει φωτογραφία και δείχνει σε γκαλερί και κάνει ένα βιβλίο.
Και αυτό έφερε και η κρίση. Κατέρρευσαν οι δομές, καταρρέει η λογική ότι πρέπει να δεις τον γκαλερίστα, τον θεωρητικό τέχνης. Έτσι και εμείς, όταν συστήσαμε το depression είπαμε “πόσοι είμαστε; θα πορευτούμε μόνοι μας, με την απειρία μας και με την προσδοκία να βγει κάτι απελευθερωμένο τελείως από τις παλιές δομές”.
Ευχόμαστε να είναι καλοτάξιδο το βιβλίο σου Γιώργο και αναμένουμε να κρατήσουμε και να διαβάσουμε το “Αθήνα σε ακούω” με τον λόγο σου, Αλέξανδρε.
Ευχαριστούμε τον Αλέξανδρο και τον Γιώργο για τη φιλοξενία στον ζεστό χώρο, την υπέροχη συζήτηση μια μέρα που ο άνεμος είχε βαλθεί εκ των προτέρων να κάνει διαφορετική, τα κεράσματα αποστάγματος στέμφυλων, τη Μαρίνα και τον Κόρτο για την υποδοχή και την Κέλλυ Ανδρεάδη για την επιμέλεια του κειμένου, που με κόπο ο Κυριάκος μετέτρεψε από ήχο σε γραφή.