Ο Κινηματογράφος και οι εικόνες του Michael Haneke
Γράφει ο Χρήστος Μαρκαντώνης*
Την δεκαετία του ’80 η τεχνολογία της εικόνας και του ήχου έχει κάνει ήδη μεγάλα άλματα. Με την εμφάνιση της τηλεόρασης και τις ολοένα και περισσότερες πωλήσεις, μια νέα κατάσταση έρχεται να επιβληθεί στον χώρο του κινηματογράφου και αλλάζει ριζικά τον τρόπο που βλέπαμε τις ταινίες. Αυτό το μικρό κουτί που δίνει την δυνατότητα πλέον για καθημερινή προβολή ταινιών μέσα στο σπίτι, σίγουρα επηρεάζει τον τρόπο ανάγνωσης μιας ταινίας, ακόμα και την συμπεριφορά των ανθρώπων. Μια τέτοια αλλαγή εκείνης της περιόδου, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από κάποιους, ίσως περισσότερο ευαίσθητους. Ένα καλό παράδειγμα, μιας τέτοιας ευαισθησίας, φαίνεται να είναι ένας από τους σημαντικότερους αυστριακούς σκηνοθέτες, ο Μίκαελ Χάνεκε. Από τα πρώτα του κινηματογραφικά έργα δείχνει να τον απασχολούν τέτοιου είδους προβληματισμοί, οι οποίοι θα αποτελέσουν κυρίαρχο ρόλο στο σενάριο αλλά και στην ευφυής σκηνοθεσία του. Προβληματισμοί όπως η βία που εισβάλλει στις ζωές των ανθρώπων μέσω της τηλεόρασης.
Michael Haneke – Benny’s VideoΟι πρώτες ταινίες αφορούν μια τριλογία που τον κάνει γνωστό και στον χώρο του κινηματογράφου και έχουν ως θεματική τη βία και τον τρόπο που αυτή αποτυπώνεται και παρουσιάζεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ερχόμαστε σε επαφή με αρκετά στοιχεία του ύφους του Χάνεκε, κάτι σαν πρόλογος θα λέγαμε, για το στυλ κινηματογράφησης, που θα συναντήσουμε στις ταινίες που θα ακολουθήσουν. Πρώτη ταινία είναι η βίαιη και σκληρή «Έβδομη Ήπειρος» (1989), που με ένα ελλειπτικό ύφος σκηνοθεσίας μας παρουσιάζει την απομόνωση και το αδιέξοδο μιας «φυσιολογικής» οικογένειας μέχρι το τραγικό τέλος της. Δεύτερη ταινία, «Το Βίντεο του Μπένι» (1992) μια ταινία-σοκ για τις συνέπειες της τηλεοπτικής βίας. Αλλά και στην τρίτη ταινία, την «71 Συμπτώσεις» (1994) θα παρατηρήσουμε από τον Χάνεκε ξανά έναν λιτό τρόπο κινηματογράφησης αυτή τη φορά της ρουτίνας ορισμένων ανθρώπων και μιας μίζερης καθημερινότητας που έρχεται να ταράξει το αιματοκύλισμα από το αμόκ που καταλαμβάνεται ένας από τους χαρακτήρες.
Το 1997 θα μας χαρίσει ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου Κινηματογράφου, την επίσης πολύ σκληρή και βίαιη ταινία «Παράξενα Παιχνίδια». Στην ταινία μπορούμε με μια πιο προσεκτική ανάγνωση να αναγνωρίσουμε τις φιλοσοφικές αναζητήσεις που απασχολούν τον Χάνεκε σχετικά με την Αλήθεια, το Ψέμα και την αναπαράσταση του Πραγματικού στον κινηματογράφο. Μια ταινία που όπως γράψαμε παραπάνω βίαιη χωρίς όμως να πλησιάζει στο ελάχιστο τη βία έτσι όπως μας την έχει συνηθίσει ο αμερικάνικος Κινηματογράφος δηλαδή μια βία που παρουσιάζεται φαντασμαγορική. Στις ταινίες του Χάνεκε πρόκειται περισσότερο για μια ψυχολογική βία και πιο συγκεκριμένα στο παραπάνω φιλμ περιγράφει μια βία άνευ ελέγχου, σχεδόν παράλογη που καταφέρνει να τρομοκρατεί και τον ίδιο τον θεατή. Αυτό συμβαίνει από το γεγονός ότι ο Χάνεκε τον καθιστά συμμέτοχο σε όλο αυτό το σκηνικό φρίκης και τρόμου που έχει δημιουργήσει. Κάτι το οποίο το καταφέρνει με την τεχνική του να «σπάσει τον τέταρτο τοίχο». Μια κινηματογραφική ορολογία που συμβαίνει όταν ο ήρωας στρέφεται προς την κάμερα και απευθύνεται προς στον θεατή. Αξίζει να αναφέρουμε ως ένα άψογο παράδειγμα αυτής της τεχνικής, την τελευταία σκηνή από το «Ψυχώ» (1960) του Άλφρεντ Χίτσκοκ και το μοχθηρό βλέμμα του Άντονι Πέρκινς προς τον θεατή. Έτσι και στα «Παράξενα Παιχνίδια» ο ένας από τους δύο εγκληματίες πότε κοιτάζει τον θεατή, πότε του μιλάει και πότε του κλείνει το μάτι. Ο Χάνεκε είναι σκληρός με τον θεατή. Όπως οι ήρωες του αγωνιούν μπροστά στην τόση αδικαιολόγητη βία από τους εγκληματίες που έχουν ταράξει τα ήσυχα νερά της μεγαλοαστικής τους ζωής, έτσι και ο θεατής με έναν παρόμοιο τρόπο ανυπομονεί για μία λύτρωση, ένα αδιέξοδο που θα μπορούσε να λειτουργήσει ανακουφιστικά. Δέκα χρόνια αργότερα το 2007, στην Αμερική ο Χάνεκε ξαναγυρίζει την ίδια ακριβώς ταινία (σκηνοθεσία, σενάριο) με μόνη διαφορά τους ηθοποιούς, τις τοποθεσίες και την παραγωγή. Το αποτέλεσμα της αμερικάνικης παραγωγής είναι αισθητά κατώτερο.
Michael Haneke – The Piano Teacher
Στην επόμενη δεκαετία ο Χάνεκε συνεχίζει να προβληματίζεται με τους τρόπους εκδήλωσης κάθε μορφής βίας καθώς επίσης συνεχίζει να έχει τις ίδιες εμμονές με το βίντεο και την τηλεόραση. Το κινηματογραφικό αποτέλεσμα όλων αυτών των προβληματισμών είναι ο «Άγνωστος Κώδικας» (2000). Σχεδόν προφητική θα τολμήσουμε να πούμε ματιά πάνω σε ζητήματα περισσότερο κοινωνικά, όπως η Ευρώπη των μεταναστών, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Παράλληλα, παρατηρούμε πως επικεντρώνεται ίσως περισσότερο σε προβλήματα ατομικά και στην δυσκολία που υπάρχει στην επικοινωνία και στις σχέσεις στην σύγχρονη εποχή. Κάπως έτσι θα οδηγηθεί και θα μεταφέρει στον κινηματογράφο με έναν άψογο τρόπο και μια δυνατή σκηνοθεσία την «Δασκάλα του Πιάνου» (2001), βασισμένη στο βιβλίο της Ελφρίντε Γέλινεκ «η Πιανίστρια». Άλλη μια ταινία που επίσης ξεχωρίζει για την πρωτότυπη σκηνοθεσία της είναι ο «Κρυμμένος» (2005), Στην ταινία χρησιμοποιεί αγαπημένα μοτίβα της φιλμογραφίας του. Θα δούμε ξανά τεχνικές τις οποίες έχουμε συναντήσει σε προηγούμενες ταινίες, όπως για παράδειγμα τεχνικές που παραπέμπουν σε βίντεο. Για άλλη μια φορά ο Χάνεκε απευθύνεται στον θεατή. Εμπλέκει τα πλάνα και τον χρόνο έτσι που σε ορισμένα σημεία δύσκολα αντιλαμβανόμαστε αν παρακολουθούμε το παρόν ή το παρελθόν. Το τέλος της δεκαετίας βρίσκει τον Χάνεκε να σκηνοθετεί μια από τις πιο ολοκληρωμένες ταινίες του, την «Λευκή Κορδέλα» (2009). Με μια διαφορετική αυτή τη φορά χρωματική παλέτα καταφέρνει μια εικαστική αρτιότητα. Εδώ επιλέγει μια φωτεινή και εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία και μια σκηνοθετική λιτότητα για να περιγράψει τους συνήθεις προβληματισμούς του, σχετικά με τη γέννηση της βίας και του μίσους. Το ύφος της γραφής του φανερώνει περισσότερο από κάθε άλλη φορά την επιρροή που έχει από τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν.
Με την ίδια λιτή αλλά δυνατή και κοφτή σκηνοθεσία θα δημιουργήσει την «Αγάπη» (2012). Στην συγκεκριμένη ταινία, η ατμόσφαιρα είναι βαριά καθώς τα θέματα που τον απασχολούν πάλι, είναι θέματα όπως οι σχέσεις μια οικογένειας, η φθορά και η προετοιμασία των μελών της, προς τον Μεγάλο Αποχωρισμό, τον Θάνατο. Αξίζει να σταθούμε στις άψογες ερμηνείες των Ζαν Λουί Τρεντινιάν και Εμμανουέλ Ριβά που δικαίως θεωρούνται σαν δύο από τους σημαντικότερους Γάλλους ηθοποιούς.
Για επίλογο του κειμένου θα δανειστώ κάποιες φράσεις από τον ίδιο τον Χάνεκε που είχε εκφράσει σε μια συνέντευξη του με αφορμή την ταινία «Happy End» (2017). Φράσεις και σκέψεις που ανέκαθεν τον τριγυρνούσαν και αποτελούν κομμάτι της θεματικής αυτής της ταινίας, καθώς και ολόκληρης της μέχρι τώρα φιλμογραφίας του. Σε ερώτηση που του γίνεται σχετικά με το τελευταίο του φιλμ κι αν σε αυτό διακρίνει κάποιο happy end, θα δώσει άλλη μια φορά μια προφητική απάντηση: “Πώς γίνεται να ελπίζω σε happy end ? Ο φόβος κάνει τον Άνθρωπο κυνικά ωφελιμιστή, εγωπαθή και φασίστα, κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει μαζικά στην Ευρώπη αλλά και στην Αμερική”.
Michael Haneke
*Info:
O Χρήστος Μαρκαντώνης ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Απόφοιτος της Σχολής Κινηματογράφου & Τηλεόρασης Λυκούργου Σταυράκου. Η μικρού μήκους ταινία του «elsa.» διακρίθηκε με δύο βραβεία στο διεθνές φεστιβάλ κιν/φου Πάτρας 2008 (Α’ Γυναικείου ρόλου & Καλύτερης ταινίας για το Μεταναστευτικό).
Με τη φωτογραφία ασχολείται συστηματικά από το 2010 όπου και παρακολούθησε τα σεμινάρια φωτογραφίας με το Νίκο Δημολίτσα. Το 2013 γίνεται μέλος της Φωτογραφικής Ομάδας Φοζ όπου παραμένει μέχρι και σήμερα βασικό μέλος της ομάδας. Από το 2017 παρακολουθεί τα σεμινάρια του Βασίλη Γεροντάκου. Έχει συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις φωτογραφίας και έχει επιμεληθεί φωτογραφικά θεατρικές παραστάσεις.